mpad122 11973 

 -Παππού, πού πας; 
-Στον κάμπο μια βόλτα. Ελα ´δω. Πάρε! 

Ηταν ένα κέρμα. Μου τόδωσε με το καλό του χέρι για καραμέλες. Μαζί και το τελευταίο του χαμόγελο.

Ακολούθησα τη φιγούρα του και το αργό βήμα του μέχρι που χάθηκε από τα μάτια μου. Είχα εντολή από τη γιαγιά να τον ρωτάω πάντα που πήγαινε. Κάθε πρωί, έπαιρνε το δρόμο για την καθιερωμένη βόλτα του για τον κάμπο και επέστρεφε την ώρα του φαγητού. Φορούσα κόκκινο παντελόνι και κόκκινη μπλούζα και προσπαθούσα να μη λερωθώ, παίζοντας στην αυλή της γιαγιάς. Ηταν Πάσχα.

Δυό ώρες μετά, ένας λαχανιασμένος χωριανός οδηγώντας ένα τρακτέρ κατέφθανε ανήσυχος ρωτώντας με που είναι η γιαγιά. Του έδειξα την πόρτα και θέλησα να πλησιάσω στην καρότσα του τρακτέρ. Δυό αντρικά χέρια με άρπαξαν βιαστικά πριν προλάβω, η γιαγιά βγήκε αλαφιασμένη και με έστειλε στην άλλη άκρη του χωριού να ειδοποιήσω τη μικρή της κόρη ότι κάτι την ήθελε. Υπάκουσα, όπως πάντα. 

1940. Φθινόπωρο

 Η γιαγιά Ελένη, έγκυος στον μήνα της στο τέταρτο παιδί της. Λίγες μέρες πριν, εντολή για γενική επιστράτευση κι ο παππούς ο Φώτης, 33 χρονών, φόρεσε το χακί σαν έφεδρος. Σκούρα τα πράγματα με τους ιταλούς. Έστειλαν τον παππού να φυλάει αποθήκη με πυρομαχικά. Τη νύχτα η αποθήκη πήρε φωτιά και ανατινάχτηκε. Ο παππούς ήταν δίπλα. Το σοκ, έφερε την ημιπληγία. Τον έστειλαν σπίτι του γιατί μόλις είχε γεννηθεί το τέταρτο και " τυχερό" παιδί του κι έτσι θα γλύτωνε το αλβανικό μέτωπο. Ηταν η μάνα μου αυτό το παιδί. 

1927 

Ψηλός πάνω σε ένα άσπρο άλογο και με λευκή φουστανέλα, ο εικοσάχρονος Φώτης ήταν ο κρυφός έρωτας όλων των κοριτσιών του χωριού. Σαν άγγελος έμοιαζε, θυμούνται οι παλιές. Μα αυτός είχε μάτια μόνο για την δεκαεπτάχρονη Ελένη, την εγγονή του πλούσιου τσιφλικά Περίτσα και κόρη του εμπόρου του Γιάγκου του βλάχου. Που ποτέ της δεν είχε καταπιαστεί με αγροτικές δουλειές αφού οι ψυχοκόρες και οι υποτακτικοί φρόντιζαν για όλα. Ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν την ίδια χρονιά κι έγινε μεγάλο γλέντι στο χωριό. Δυό πλούσιες φαμίλιες ένωναν το βιός τους. Και τα κοσμήματα της Ελένης και τα προικιά της βγήκαν απ τα σεντούκια του Γιάγκου για να τη συνοδέψουν. Τρία χρόνια μετά ήρθε και το πρώτο παιδί, φτάσαν τα οκτώ συνολικά, τους πέθαναν τα δυό σε βρεφική ηλικία. 

1925

Στο Μεσοχώρι δυό ομάδες αντρών έπαιζαν το σκοινί. Τραβούσαν κι οι δυό, μα νικητής δεν έβγαινε. Κι ήρθε εκεί ο ρωμαλέος Φώτης κι είπε: " Φευγάτε οι μισοί κι εγώ μονάχος μου σας νικάω". Απόμειναν πέντε απ τη μια μεριά του σκοινιού κι ο Φώτης απ´την άλλη. Στο λεπτό, τους έριξε κάτω. Κι από τότε του έδωσαν το παρατσούκλι " Μπαντής" σαν τον Κουταλιανό των γειτονικών Σερβίων που τραβούσε τα κάρα με τα χέρια του όταν κολλούσαν στις λάσπες. Σε κάθε δυσκολία η εντολή ήταν μία στα Σέρβια. " Φωνάξτε τον Μπαντή!" 

Ετσι κι ο Φώτης. Τίποτα δεν έπεφτε απ το χέρι του στα κατοπινά χρόνια τα δύσκολα. Με την κατοχή των Γερμανών , τον Εμφύλιο, τη φτώχεια και την ανέχεια και τον πλούτο που χάθηκε, ο Φώτης πάντα ήταν ικανός. Πετάλωνε τα άλογα με τα σφυριά και τις τανάλιες του, είχε φτιάξει έξι σκαμνάκια για τα έξι παιδιά του για να τρώνε γύρω απ τον τράπεζο, μέχρι και το τσικρίκι της γιαγιάς απ τα χέρια του βγήκε. Θέριζε κι αλώνιζε κι ήταν άσσος στην κόσα που έκοβε το χορτάρι. Μονάχα που κράτησε μόνο λίγα χρόνια η ρωμαλεότητά του μετά την ανατίναξη της αποθήκης με τα πυρομαχικά το '40. Η ημιπληγία σιγά σιγά παρέλυε το μισό σώμα του κι ο Φώτης αχρηστεύονταν. Τα παιδιά μεγάλωναν με έναν πατέρα ημιπαράλυτο κι από τα χρόνια του φωτός πέρασαν στο μαράζι, βλέποντας την κατάρρευσή του. Μα εγώ μικρή κοντά του έμαθα ότι πάντα έπρεπε να κουβαλά μαζί του ένα καθαρό μαντήλι και του σκούπιζα συχνά το τρεμάμενο στόμα του. Φροντίδα που πάντα αντάμειβε γεναιόδωρα για τις παιδικές μου καραμέλες. Και σαν να ντρέπονταν αυτός ο πρώην δυνατός άντρας για την κατάστασή του. Κι έφευγε, γι αυτό, ώρες ατέλειωτες να πηγαίνει μακρινές βόλτες μακριά απ τους άλλους και να ονειρεύεται την περασμένη ρώμη του. Κι είχαμε πάντα την αγωνία να γυρίσει ο παππούς, μην και χαθεί ή πάθει τίποτα. 

Εκείνο το Πάσχα του 73, η ζεστή μέρα τον έκανε να φύγει πάλι για τη μακρινή του βόλτα. Κόντευε τα 67 του χρόνια. Η θεία μου ειδοποιήθηκε αλλά μου έδωσε εντολή να μείνω σπίτι της. Μόνο που δεν υπάκουσα. Έτρεξα στο σπίτι της γιαγιάς κι εκεί είδα να σηκώνουν κρεβάτια και στρωσίδια και να στήνουν στο δώμα με το τζάκι ένα κρεβάτι στη μέση. Με έδιωξαν κι από εκεί οι γυναίκες της γειτονιάς που παρέα με τις θείες μου και τη γιαγιά μου άρχιζαν τις γρήγορες ετοιμασίες για το σπίτι. Κανένας δεν μου έλεγε τι συνέβαινε κι είχα απομείνει στην αυλή να αναρωτιέμαι. Οταν με είδαν ήσυχη να περιμένω ήρθε η θεία μου και μου είπε το μαντάτο. Ο παππούς είχε πεθάνει στον κάμπο... 

Κοίταξα τις καραμέλες που είχα φυλάξει στην τσέπη μου και είχαν αγοραστεί με τις δραχμές που μου είχε δώσει πριν φύγει για την τελευταία του βόλτα. Σαν να απέκτησαν πικρή γεύση ξαφνικά μα το ένιωσα και σαν το ύστατό του δώρο. Ο παππούς μου ο Φώτης, ο ψηλός και δυνατός άντρας είχε αφήσει την τελευταία του πνοή δίπλα σε μια πηγή όπου έσκυψε να πιεί νερό. Η ημιπληγία τον εμπόδισε να σηκωθεί κι απόμεινε εκεί ήσυχα κι αθόρυβα ανακουφισμένος απ τη βασανισμένη του ζωή, ώσπου τον βρήκε ο χωριανός με το τρακτέρ. 

Καμιά φορά σ αυτόν τον κάμπο θέλω να ξαπλώσω για ν´ αντικρύσω τον ουρανό που είδε για τελευταία φορά... Στη μνήμη του...

Δώρα Μακρή

Μαδρίτη

Ιαν. 2017

mpad122 1

dora makri122Η Δώρα Μακρή γεννήθηκε στη Ζυρίχη της Ελβετίας από γονείς μετανάστες (από το Λιβαδερό Κοζάνης) και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. 
Ζει στη Μαδρίτη, πάνω από είκοσι χρόνια και εργάζεται ως ανταποκρίτρια της ΕΡΤ.