Τα μαθηματικά του Μουντιάλ

των Θανάση Τσιόκανου*, Θανάση Πούλιου

TSIOKMUNT12 6 1TSIOKMUNT12 6 2Στις 22 Ιουνίου του 1930 το πλοίο «Κόντε Βέρντε» ξεκινούσε από τη Βαρκελώνη ένα ιστορικό ταξίδι, με προορισμό το Μοντεβιδέο, πρωτεύουσα της Ουρουγουάης. Σε αυτό επέβαιναν οι τρεις (Γαλλία, Βέλγιο, Ρουμανία) από τις τέσσερις συμμετέχουσες ευρωπαϊκές χώρες του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ο πρόεδρος της FIFA Ζιλ Ριμέ με το έπαθλο του νικητή (ένα άγαλμα της θεάς Νίκης) και ο βέλγος διαιτητής του τελικού, Τζον Λανζένους.

Το πλοίο πέρασε από το Ρίο της Βραζιλίας, για να επιβιβαστεί σε αυτό και η βραζιλιάνικη ομάδα, και από το Σάντος, για να αγοράσουν οι παίκτες μπανάνες, πορτοκάλια και ανανά.

Το ταξίδι ολοκληρώθηκε στις 4 Ιουλίου, όταν στο λιμάνι του Μοντεβιδέο τούς υποδέχθηκαν πανηγυρικά 10.000 Ουρουγουανοί. Μόνο τότε (7 Ιουλίου), όταν και οι 13 συμμετέχουσες χώρες ήταν παρούσες, έγινε η κλήρωση των αγώνων. Στις 13 Ιουλίου διεξήχθη ο πρώτος αγώνας του Παγκοσμίου Κυπέλλου, μεταξύ της Γαλλίας και του Μεξικού, με αποτέλεσμα 4-1 υπέρ των «πετεινών», με το πρώτο γκολ να επιτυγχάνεται στο 19ο λεπτό από τον Γάλλο Λισιέν Λοράν. Ο τελικός διεξήχθη μεταξύ Ουρουγουάης και Αργεντινής παρουσία 80.000 θεατών, από τους οποίους 30.000 Αργεντινοί. Νικήτρια και τροπαιούχος η Ουρουγουάη με σκορ 4-2. Η αρχή είχε γίνει. Το Παγκόσμιο Κύπελλο ξεκινούσε.

Η Βραζιλία και οι άλλες

Στην τελική φάση των 19 μέχρι σήμερα διοργανώσεων έχουν λάβει μέρος 393 εθνικές ομάδες, εκπροσωπώντας συνολικά 76 χώρες. Η Βραζιλία είναι η μόνη ομάδα που συμμετείχε στην τελική φάση όλων των διοργανώσεων. Συνολικά οκτώ χώρες έχουν κατακτήσει το τρόπαιο: Βραζιλία (πέντε φορές), Ιταλία (τέσσερις φορές), Γερμανία (τρεις φορές), δύο φορές η Αργεντινή και η Ουρουγουάη και, τέλος, από μία φορά Αγγλία, Γαλλία και Ισπανία. Ετσι, υπάρχει μια σχετική ισορροπία στα τρόπαια μεταξύ Ευρώπης και Νότιας Αμερικής (10 έναντι 9).

Οι διοργανώτριες χώρες του θεσμού, έχοντας προφανώς ως 12ο παίκτη τους φιλάθλους τους, ευνοούνται στην κατάκτηση του τροπαίου ή στο να έχουν καλή πορεία στους αγώνες. Εξι από τις επτά παγκόσμιες πρωταθλήτριες έχουν κατακτήσει τουλάχιστον ένα από τα τρόπαιά τους ως διοργανώτριες χώρες. Επίσης, όλα τα Παγκόσμια Κύπελλα που διεξήχθησαν στην Ευρώπη τα κατέκτησαν ευρωπαϊκές ομάδες (με εξαίρεση εκείνο του 1958), ενώ το ίδιο ισχύει και για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής για τις διοργανώσεις που φιλοξενήθηκαν στην αμερικανική ήπειρο.

Σύμφωνα με το σύστημα αξιολόγησης της FIFA, με βάση τις επιδόσεις της κάθε συμμετέχουσας χώρας στο Παγκόσμιο Κύπελλο, οι δέκα πρώτες στην κατάταξη χώρες είναι κατά σειρά: Βραζιλία, Γερμανία, Ιταλία, Αργεντινή, Αγγλία, Ισπανία, Γαλλία, Ολλανδία, Ουρουγουάη, Σουηδία. Η Βραζιλία, με συνολικά 97 αγώνες, προηγείται με 216 βαθμούς, απέναντι στη δεύτερη Γερμανία με 99 αγώνες (τους περισσότερους) και 199 βαθμούς. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 61η θέση, με 6 αγώνες και 3 βαθμούς.

Μία από τις αναλύσεις μας αφορούσε τις συνθέσεις των ομάδων (μέχρι 23 παίκτες η κάθε εθνική αποστολή) από το 1930 ως σήμερα, με βάση την ποσοστιαία αναλογία τερματοφυλάκων, αμυντικών, μέσων και επιθετικών παικτών στην κάθε ομάδα. Από την αρχή της διοργάνωσης μέχρι σήμερα παρατηρείται μια σαφής μείωση του ποσοστού των επιθετικών (από 43,9% στο 22,6%), μια σχετικά σταθερή πορεία του ποσοστού των τερματοφυλάκων (από 10,2% στο 13%) και μια ανοδική πορεία του ποσοστού των αμυντικών (από 20,1% στο 32,5%) και μέσων παικτών (από 25,8% στο 31,9%).

Το προφίλ των πρωταγωνιστών

Σε μια προσπάθεια να γνωρίσουμε τα χαρακτηριστικά των κορυφαίων ποδοσφαιριστών, εξετάσαμε την ηλικία, το σωματικό βάρος τους, το ανάστημα, καθώς και την κατανομή της δράσης τους στο γήπεδο με κριτήριο την ένταση των προσπαθειών τους. Αναλύσαμε τα χαρακτηριστικά ανά αγωνιστική θέση και μελετήσαμε τη δυναμική τους εξέλιξη στην πορεία του θεσμού. Τα πρωτογενή δεδομένα της ανάλυσης προήλθαν από τα αρχεία της FIFA και τις τεχνικές εκθέσεις των διοργανωτών.

Ηλικία. Η μέση ηλικία των παικτών σήμερα είναι περί τα 27,5 έτη, με ελαφρές διαφοροποιήσεις ως προς την αγωνιστική θέση. Γηραιότεροι είναι οι τερματοφύλακες (29,1 έτη) και νεότεροι οι μέσοι (26,8 έτη), ενώ αμυντικοί και επιθετικοί έχουν αντίστοιχα 27,6 και 27,2 έτη. Προπολεμικά, η μέση ηλικία των παικτών ήταν μικρότερη (μέση ηλικία 24,8-26,1 έτη) σε σχέση με τις διοργανώσεις που ακολούθησαν από το 1950 και μετά (μέση ηλικία 26,3-27,5 έτη). Αν λάβουμε, όμως, υπ' όψιν ότι το τότε προσδόκιμο ζωής ήταν χαμηλότερο, η μέση ηλικία των παικτών εκείνης της εποχής αναλογικά είναι η ίδια με των σημερινών.

Υψος. Σε όλη την πορεία του θεσμού το μεγαλύτερο ύψος διέθεταν οι τερματοφύλακες, μετά οι αμυντικοί, με μικρή διαφορά από τους επιθετικούς, και κοντύτεροι ήταν οι παίκτες της μεσαίας γραμμής. Οι σημερινές μέσες τιμές του αναστήματος είναι 187,1 εκ. για τους τερματοφύλακες, 182,3 εκ. για τους αμυντικούς, 181,5 εκ. για τους επιθετικούς και 178,9 εκ. για τους μέσους.

Σωματικό βάρος. Το σωματικό βάρος επηρεάζεται από το ανάστημα (σε σταθερούς σωματότυπους, οι ψηλότεροι είναι και βαρύτεροι). Ετσι σήμερα, βαρύτεροι είναι οι τερματοφύλακες με 83,7 κιλά, μετά οι αμυντικοί με 76,6 κιλά, οι επιθετικοί με 75,7 κιλά και ελαφρύτεροι οι μέσοι με 73,9 κιλά.

Δείκτης Μάζας Σώματος. Ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) είναι μια γενική ιατρική ένδειξη για τον εύκολο υπολογισμό του ποσοστού λίπους ενός ατόμου (είναι συνάρτηση του ύψους και του βάρους). Οταν το ποσοστό λίπους είναι μεταξύ 18,5 και 24,9, δείχνει ότι το άτομο έχει φυσιολογικό βάρος. Αυτά για τον γενικό πληθυσμό. Ομως άτομα που αθλούνται, ή έχουν γενικά αρκετούς μυς, έχουν υψηλότερο ΔΜΣ χωρίς να έχουν περισσότερο λίπος. Οι ποδοσφαιριστές των τελευταίων Μουντιάλ διαθέτουν πολύ καλό ΔΜΣ (χαμηλό ποσοστό λίπους) και ίδιες τιμές ανεξαρτήτως αγωνιστικής θέσης. Οι αμυντικοί, μέσοι και επιθετικοί έχουν ΔΜΣ 23,1 και οι τερματοφύλακες 23,7 (ελαφρώς παχύτεροι). Αλλά και οι παίκτες των προηγούμενων Μουντιάλ είχαν περίπου τα ίδια ποσοστά λίπους.

Αγωνιστική δράση. Στο τελευταίο Μουντιάλ, της Νότιας Αφρικής, ο χρόνος καθαρού παιχνιδιού αντιστοιχούσε σε 74% και το 26% αποτελεί τον χρόνο διακοπής του παιχνιδιού. Οι παίκτες ως σύνολο καταναλώνουν τον καθαρό χρόνο παιχνιδιού σε ενέργειες 83% χαμηλής έντασης, 8% μέσης και 9% υψηλής έντασης. Ομως, όπως είναι φυσικό, υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με την αγωνιστική θέση. Οι τερματοφύλακες είναι οι λιγότερο δραστήριοι, καταναλώνοντας τον χρόνο σε ενέργειες κατά 97,3% χαμηλής, 1,4% μέσης και 1,3% υψηλής έντασης. Οι αντίστοιχες τιμές στους αμυντικούς είναι κατά σειρά 84,3%, 7,7% και 8%, στους μέσους 79,3%, 9,9% και 10,8% και στους επιθετικούς 82,4%, 8,1% και 9,5%. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι στον χρόνο που αφιερώνεται σε ενέργειες μέσης και υψηλής έντασης πρώτοι είναι οι μέσοι και ακολουθούν οι επιθετικοί. Οι παίκτες της μεσαίας γραμμής «τραβούν το κουπί», μαρκάρουν, σπριντάρουν και κουβαλούν την μπάλα.

2.208 γκολ. Διεξήχθησαν 772 αγώνες στην τελική φάση του θεσμού και σημειώθηκαν 2.208 γκολ (2,86 γκολ/αγώνα). Τα περισσότερα γκολ σημειώθηκαν στις τελευταίες διοργανώσεις (171 γκολ το 1998). Ωστόσο αυτό οφείλεται στους περισσότερους αγώνες που διεξάγονται, λόγω της αύξησης από το 1998 των ομάδων της τελικής φάσης σε 32, έναντι των 16 μέχρι το 1978 και των 24 από το 1982.

Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954 μπήκαν τα περισσότερα γκολ σε έναν μόνο αγώνα (12 στο σύνολο, στο Ελβετία - Αυστρία, 7-5) και 140 γκολ σε 26 αγώνες. Ηταν η πιο αποδοτική διοργάνωση με 5,4 γκολ/αγώνα. Ο δείκτης αυτός κινείται ανοδικά στις πέντε πρώτες διοργανώσεις (από 3,9 το 1930 ως 5,4 το 1954) και στη συνέχεια ακολουθεί καθοδική και σταθεροποιητική πορεία, με τις τιμές του στις σύγχρονες διοργανώσεις να κυμαίνονται γύρω στο 2,3.

Το λιγότερο αποδοτικό σε γκολ Μουντιάλ ήταν του 1990 (2,2 γκολ/αγώνα).

Σε ατομικό επίπεδο, τα περισσότερα γκολ ως σύνολο σε Μουντιάλ έχει βάλει ο Βραζιλιάνος Ρονάλντο, «το φαινόμενο» (15 γκολ) σε τρεις διοργανώσεις, ενώ στη δεύτερη θέση με 14 γκολ βρίσκονται οι Γερμανοί Μίροσλαβ Κλόζε και Γκερντ Μίλερ (σε τρεις και δύο διοργανώσεις αντίστοιχα). Ο Γάλλος Ζιστ Φοντέν έχει βάλει τα πιο πολλά γκολ σε μία μόνο διοργάνωση (13 γκολ το 1958), ενώ ο διαχρονικός Πελέ σημείωσε τα 12 γκολ του σε τέσσερις διοργανώσεις (από το 1958 έως το 1970).

Οι κάρτες. Από το πρώτο Μουντιάλ ως το τελευταίο δόθηκαν συνολικά 1.904 κίτρινες κάρτες, 48 δεύτερες κίτρινες (που οδηγούν σε αποβολή) και 111 κόκκινες. Οι περισσότερες κίτρινες και δεύτερες κίτρινες κάρτες δόθηκαν στο Μουντιάλ του 2006, συνολικά 307 και 19 αντίστοιχα σε 128 αγώνες, ενώ οι περισσότερες κόκκινες, 18 συνολικά, σε 128 αγώνες στο Μουντιάλ του 1998. Το 1950 είναι το Μουντιάλ με τις λιγότερες κάρτες, μόλις μία κίτρινη σε 44 αγώνες. Σε ατομικό επίπεδο, τις περισσότερες κίτρινες κάρτες σε μία διοργάνωση έχει πάρει ο Βούλγαρος Ζλάτκο Γιάνκοφ (4 κίτρινες) το 1994, ενώ πρωταθλητής αναδεικνύεται ο Γάλλος Ζιντάν με 3 κίτρινες και μία κόκκινη το 2006, με την αξέχαστη «κουτουλιά» στον προκλητικό Ιταλό Ματεράτσι.

Οι θεατές. Ο συνολικός αριθμός των θεατών που παρακολούθησαν τους αγώνες στα στάδια όλων των διοργανωτριών χωρών (1930-2010) είναι 34.070.837, δηλαδή κατά μέσο όρο 44.133 θεατές ανά αγώνα. Οι περισσότεροι θεατές ανά αγώνα στην ιστορία του θεσμού ήταν στη διοργάνωση του 1994 στις ΗΠΑ (68.991 θεατές). Αξιοσημείωτη επίσης είναι μια εκρηκτική αύξηση των θεατών στο Μουντιάλ του 1950 στη Βραζιλία (47.511 θεατές/αγώνα) σε σύγκριση με τις αντίστοιχες τιμές 20.872 το 1934 και 29.562 το 1954. Το ρεκόρ θεατών σε έναν μόνο αγώνα κατέχει ο αγώνας της 16ης Ιουλίου 1950 μεταξύ Βραζιλίας και Ουρουγουάης, στο Στάδιο Μαρακανά, με επίσημο αριθμό θεατών 173.850. Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002 παρακολούθησαν 28,2 δισ. τηλεθεατές, ενώ τον τελικό της ίδιας διοργάνωσης 1,1 δισ. άνθρωποι.

Βασιλιάδες, Μουσολίνι και ο σκύλος ενός καντηλανάφτη

Το 1930 η ρουμανική ομάδα ταξίδεψε ως τη μακρινή Ουρουγουάη έπειτα από προσωπική παρέμβαση του βασιλιά Καρόλου Β΄, αφού εγγυήθηκε ο ίδιος στους ποδοσφαιριστές τη μη απόλυσή τους από τις εργασίες τους λόγω της μακροχρόνιας απουσίας.

Στην ίδια διοργάνωση σημειώθηκε και η πρώτη τρανταχτή διαιτητική αδικία. Στον δεύτερο αγώνα της η Γαλλία αντιμετώπιζε την Αργεντινή, όταν δέχτηκε γκολ στο 81ο λεπτό. Επειτα από λίγο, και ενώ ο γάλλος επιθετικός ήταν έτοιμος να ισοφαρίσει, ο διαιτητής Αλμέιντα Ρέγκο σφύριξε τη λήξη του αγώνα, έξι λεπτά νωρίτερα. Επικράτησαν χαοτικές σκηνές και έπειτα από αμέτρητες προσπάθειες πείστηκαν οι Γάλλοι να επανέλθουν για να λήξει οριστικά το παιχνίδι, χωρίς αλλαγή του σκορ.

Το 1934, η επιθυμία του Μουσολίνι για επίδειξη ισχύος της χώρας του ήταν τόση, που αθλοθέτησε επιπλέον τρόπαιο, το «Κύπελλο του Ντούτσε», του οποίου οι διαστάσεις έκαναν το επίσημο Κύπελλο να φαντάζει νάνος.

Το πρώτο τρόπαιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, φυλασσόταν σε ένα κουτί παπουτσιών κάτω από το κρεβάτι του ιταλού αντιπροέδρου της FIFA, δρος Οτορίνο Μπαράσι. Στην πρώτη διοργάνωση μετά τον πόλεμο, το 1950, απονεμήθηκε στην τροπαιούχο Ουρουγουάη, φέροντας τη νέα ονομασία «Κύπελλο Ζιλ Ριμέ». Το Κύπελλο αυτό εκλάπη από μια έκθεση στη διοργάνωση του 1966 και ανακαλύφθηκε λίγες ημέρες αργότερα σε έναν λονδρέζικο κήπο από τον Πικλς, τον σκύλο ενός καντηλανάφτη. Το Κύπελλο δόθηκε οριστικά στη Βραζιλία το 1970, μετά την τρίτη κατάκτηση από τη χώρα αυτή. Φυλασσόταν στα γραφεία της Βραζιλιάνικης Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, όταν στις 20 Δεκεμβρίου 1983 εκλάπη και δεν βρέθηκε ποτέ πια. Το 1974 αντικαταστάθηκε με το καινούργιο Κύπελλο, το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα.

Το 1966 ο Τζεφ Χαρστ ήταν ο ήρωας των Αγγλων, όταν τους οδήγησε στην κατάκτηση του τροπαίου με δικά του τρία από τα τέσσερα γκολ της ομάδας, στο τελικό 4-2 επί των Δυτικογερμανών. Οταν χρόνια αργότερα μελετήθηκε το φιλμ του τελικού, αποδείχτηκε ότι και τα τρία γκολ του Χαρστ ήταν αμφισβητήσιμα. Το πρώτο γκολ το πέτυχε με κεφαλιά ύστερα από εκτέλεση φάουλ τη στιγμή που ο διαιτητής τακτοποιούσε ακόμη το τείχος, στο δεύτερο γκολ του η μπάλα, αφού προσέκρουσε στο οριζόντιο δοκάρι, προσγειώθηκε στη γραμμή του τέρματος, χωρίς να την περάσει, ενώ το τρίτο σημειώθηκε σε μια στιγμή που έπρεπε να είχε διακοπεί ο αγώνας λόγω εισόδου στο γήπεδο τριών φιλάθλων.

Το 1974, οι παίκτες της διοργανώτριας Δυτικής Γερμανίας απείλησαν με αποχή όταν συνέκριναν τα πριμ τους με τα πολλαπλάσια Ολλανδών και Ιταλών. Υπήρξαν σκέψεις του προπονητή για αντικατάσταση των συγκεκριμένων παικτών, ώσπου η ενωτική παρέμβαση του Μπεκενμπάουερ και οι νέες υποσχέσεις της Ομοσπονδίας διέσωσαν την κατάσταση και η Γερμανία κατέκτησε τελικά το τρόπαιο.

Στο Μουντιάλ του 1986 είχαμε τη γρηγορότερη αποβολή στην ιστορία του θεσμού. Στον αγώνα Ουρουγουάης - Σκωτίας ο Χοσέ Μπατίστα αποβλήθηκε προτού συμπληρωθεί το 1ο λεπτό.

Στο Μουντιάλ του 1994 ο Μαραντόνα πιάστηκε θετικός για χρήση ναρκωτικών ουσιών και αποπέμφθηκε από το τουρνουά, ενώ ο κολομβιανός αμυντικός Εσκομπάρ δολοφονήθηκε κατά την επιστροφή στη χώρα του, μετά τον πρόωρο αποκλεισμό της εθνικής του ομάδας με δικό του αυτογκόλ.

Τέλος, το 2010, στη Νότια Αφρική, δαπανήθηκαν τεράστια ποσά για την ασφάλεια των αποστολών. Παρ' όλα αυτά, δύο Πορτογάλοι, ένας Ισπανός και τέσσερις κινέζοι δημοσιογράφοι έπεσαν θύματα ένοπλων ληστών. Θύματα ληστείας έπεσαν και μέλη των αποστολών της Ελλάδας και της Ουρουγουάης. l

* Ο Θανάσης Τσιόκανος (Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.) κατάγεται από το Λιβαδερό και είναι αναπληρωτής καθηγητής Βιοκινητικής και διευθυντής του Κέντρου Ερευνας και Αξιολόγησης της Φυσικής Απόδοσης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.


** Ο Θανάσης Πούλιος είναι υποψήφιος διδάκτωρ του ίδιου πανεπιστημίου, καθώς και προπονητής ποδοσφαίρου.

*** Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

bhmagazi7 6 1bhmagazi7 6 2bhmagazi7 6 3bhmagazi7 6 4bhmagazi7 6 5bhmagazi7 6 6