palp213Ο «χρυσορρόας όσιος Πατέρας» Ιωάννης Δαμασκηνός, αναφερόμενος στην σπουδαιότητα των ιερών εικόνων για τη ζωή των πιστών, τις αποκαλεί «βιβλία των αγραμμάτων». Αποδίδει μ’ αυτόν τον τρόπο τον ρόλο των εικόνων και γενικότερα της χριστιανικής τέχνης στους κόλπους της Εκκλησίας.

Ένας ρόλος που σχετίζεται με την ανάγκη της Εκκλησίας να εξυπηρετήσει τη λατρεία της και να εκφράσει την πίστη και το δόγμα της καθώς και την επίδραση που έχουν στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Ο τρόπος όμως που οι πιστοί δείχνουν τα αισθήματα τους στις εικόνες, αποτέλεσε μία από τις αιτίες να ξεσπάσει η Εικονομαχία, ένα εκκλησιαστικό δράμα που κλυδώνισε τα θεμέλια της Εκκλησίας για περισσότερο από έναν αιώνα (726-843). Μολονότι αποτέλεσε στην ουσία θρησκευτικό φαινόμενο, μία νέα αίρεση, είχε παράλληλα πολιτικά και κοινωνικά αίτια.

     Αίρεση ( αιρούμαι= προτιμώ, διαλέγω) είναι διδασκαλία που αμφισβητεί την πίστη και την παράδοση της εκκλησίας, μέρους ή του όλου αυτής, και το χειρότερο, εισάγει λανθασμένες αντιλήψεις-κακοδοξίες στη δογματική διδασκαλία και παράδοση της Εκκλησίας. Οι μεγάλες αιρέσεις εμφανίστηκαν στις αρχές του 4ου αιώνα. Κλασικά παραδείγματα είναι ο νεστοριανισμός και ο μονοφυσιτισμός. Ο πρώτος υπερτονίζει την ανθρώπινη φύση του Χριστού, ο δεύτερος την θεότητα του. Και στις δυο περιπτώσεις αναιρείται η μία και ολόκληρη αλήθεια της σάρκωσης, της θεανθρωπότητας του Χριστού. Ο νεστοριανισμός κηρύττει ένα ηθικό υπόδειγμα τέλειου ανθρώπου, ο μονοφυσιτισμός μια αφηρημένη ιδέα άσαρκου Θεού. ΟΙ αιρέσεις δημιούργησαν τραύματα στο εκκλησιαστικό σώμα που φτάνουν ως τις μέρες μας, γιατί αμφισβητούσαν ολικά ή μερικά την αλήθεια ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνουμε εμείς Θεοί. Αυτό είχε τρομερές ανθρωπολογικές, κοσμολογικές και σωτηριολογικές συνέπειες. Αμφισβητούσαν έτσι την φύση και το σκοπό της Εκκλησίας.

Η εικονομαχία, αίρεση θεολογική με πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις, αμφισβητούσε την λατρεία των εικόνων. Σ’ αυτό συνηγόρησαν ακρότητες, προλήψεις, δεισιδαιμονίες και άλλες υπερβολές των Χριστιανών. Από άγνοια, αμάθεια, ημιμάθεια και αφέλεια ανέμειξαν την χριστιανική αλήθεια με παραδόσεις από άλλες θρησκείες, ακόμα και τη φιλοσοφία. Πιστοί έδιναν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στην προστατευτική δύναμη όχι του εικονιζόμενου προσώπου αλλά στα υλικά κατασκευής της εικόνας. Το γεγονός αυτό σκανδάλιζε άλλους πιστούς που από φόβο μην περιπέσουν στη ειδωλολατρία, δε χρησιμοποιούσαν εικόνες. Η αντιπαλότητα οδήγησε στο διχασμό των πιστών σε εικονόφιλους και εικονομάχους. Τον φανατισμό και την μισαλλοδοξία εκμεταλλεύτηκαν, ως συνήθως, οι πολιτικοί άρχοντες της εποχής, οι αυτοκράτορες Ίσαυροι, τόσο ο Λέων Γ΄ όσο και ο Λέων Ε΄, με επιτυχίες στα στρατιωτικά ζητήματα, οι οποίοι υιοθέτησαν τις απόψεις των εικονομάχων, προσπαθώντας να σπάσουν την επιρροή και το κύρος της Εκκλησίας. Έτσι ενεπλάκησαν σ’ ένα δύσκολο δογματικό θέμα, εξόρισαν και διαπόμπευσαν πιστούς, θρησκευτικούς άρχοντες και μοναχούς υπό τους αλαλαγμούς του όχλου του ιπποδρόμου. Οι πιστοί κατηγορώντας αλλήλους ως θεματοφύλακες της πίστης, προέβησαν σε ανελέητες καταστροφές εικόνων, ιδιαιτέρως της Θεοτόκου. κομματιάζοντας, καίγοντας, βεβηλώνοντας. Η αλληλοπεριχώρηση έγινε εχθρότητα και μελανές σελίδες οφειλόμενες στη διαμάχη χριστιανών και «λιγότερο» χριστιανών χρεώθηκαν στη χριστιανική διδασκαλία. Πολλές εικόνες, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες και γλυπτά καταστράφηκαν. Οι εικονομάχοι δεν καταπολεμούσαν μόνο τις εικόνες του Χριστού αλλά και την τιμή των αγίων, των λειψάνων τους και των εικόνων τους. Αρνούνταν την προσωπική παρουσία του Θεού στον κόσμο και τη μετάδοση της Θείας Χάριτος μέσω της ύλης, απορρίπτοντας τη δυνατότητα μεταμορφώσεως της. Με το πρόσχημα ότι καταπολεμούν ειδωλολατρικές και μαγικές αντιλήψεις μετέτρεπαν τη θεολογία σε ιδεολογία. εκκοσμίκευαν, ειδωλοποιούσαν την Εκκλησία και αποσπούσαν τον κόσμο από τον Θεό και τη χάρη Του. Ακύρωναν την εγκοσμίκευση του Θεού, που ολοκληρώνεται με τη ενανθρώπηση και διαιωνιζεται με την Εκκλησία. Αρνούμενοι την απεικόνιση του Χριστού, αρνούνταν την ενανθρώπηση του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού. Υποτιμούσαν έτσι και τον άνθρωπο και την ύλη. Αρνούνταν, κατ’ επέκταση, τη σωτηρία του ανθρώπου ως λύτρωση από κάθε κοινωνικό κακό, έξοδο από το εγώ, θεραπεία από τον εγωκεντρισμό αλλά και ως ψυχοσωματική ακεραιότητα από τον θάνατο.

Η Εκκλησία αντιμετώπισε τα προβλήματα της πίστης συγκαλώντας Οικουμενικές Συνόδους για να οριοθετήσει τη βιωματική της εμπειρία. Οι αποφάσεις των Συνόδων αυτών με δογματικό –θεολογικό περιεχόμενο ονομάζονται «όροι» και «δόγματα». Είναι η διατύπωση της αλήθειας της Εκκλησίας και θέτουν όριο ανάμεσα σ’ αυτήν την αλήθεια και την αίρεση. Η Ζ΄ (έβδομη) και τελευταία Οικουμενική Σύνοδος το 787 στη Νίκαια της Βιθυνίας επί Αυτοκράτειρος Ειρήνης Αθηναίας, καταδίκασε την εικονομαχία και αναστήλωσε τις εικόνες. Σύμφωνα με τον «όρο» της Συνόδου τονίστηκε η ορθόδοξη θέση για τις εικόνες: «η γαρ τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει» Στη φράση αυτή του Μ. Βασιλείου συμπυκνώνεται η θεολογία της εικόνας στη ορθόδοξη Εκκλησία. Τιμούμε, δηλαδή, το πρόσωπο που εικονίζεται και όχι τα υλικά με τα οποία κατασκευάσθηκε. Αποδίδουμε τιμή στη Θεοτόκο, τους αγγέλους και τους αγίους, λατρεία στο Θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού. Δυστυχώς η εικονομαχία αναζωπυρώθηκε. Τοπική όμως Σύνοδος επί Αυτοκράτειρος Θεοδώρας στην Κωνσταντινούπολη στις 19 Φεβρουαρίου του 843, την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, αναστήλωσε οριστικά τις εικόνες στους ναούς και έβαλε τέλος στην εικονομαχική έριδα. Από τότε η μέρα αυτή, πρώτη Κυριακή των νηστειών, εορτάζεται ως Κυριακή της Ορθοδοξίας «εις ανάμνησιν της αναστηλώσεως των αγίων και σεπτών εικόνων».

   Είναι ανάγκη όμως να σημειωθεί ότι όταν μιλάμε για Ορθοδοξία και εορτή αυτής δεν πρέπει να το εννοούμε ιδεολογικά. Η Ορθοδοξία δεν είναι ένα ακόμη θεωρητικό σύστημα αληθειών, δεν είναι μια ιδεολογία, η οποία πρέπει να αντιπαρατεθεί με τις άλλες υπάρχουσες ιδεολογίες. Ούτε είναι κάποια θεολογική και θρησκευτική πολυτέλεια, αλλά η αλήθεια της πίστεως και της ζωής της Εκκλησίας. Χωρίς την Ορθοδοξία δεν υπάρχει πραγματική επικοινωνία με τον Θεό, δεν υπάρχει αληθινή θεολογία. Επιπλέον χωρίς την Ορθοδοξία δεν υπάρχει γνήσια κοινωνία με τον πλησίον, δεν υπάρχει χριστιανική ηθική. Τέλος χωρίς την Ορθοδοξία δεν υπάρχει αυθεντική σχέση με την κτίση, δηλαδή ορθή οικολογία. Όπως επισημαίνεται και στην πατερική γραμματεία, Ορθοδοξία είναι «η ακριβής περί Θεού και κτίσεως υπόληψις». Η ορθή θεώρηση της κτίσεως είναι συνέπεια της ορθής θεώρησης του Θεού. Η ασέβεια προς τον Θεό οδηγεί στην ασέβεια προς την εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο. Οδηγεί τέλος στην ασέβεια προς τον φυσικό κόσμο.

Ποια είναι όμως η ταυτότητα της Ορθοδοξίας; Ορθοδοξία είναι η ορθή δόξα, δηλαδή η αληθινή πίστη της Εκκλησίας. Ορθοδοξία είναι η αλήθεια των εικόνων. Είναι η ορθή θεώρηση, η ορθή προσέγγιση, η ορθή εκτίμηση τους. Η ταυτότητα της Ορθοδοξίας υποδηλώνεται στο περιεχόμενο του εορτασμού της κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η αναστήλωση των εικόνων, είναι πρωτίστως αναστήλωση της εικόνας του Χριστού «ος εστιν εικών του Θεού του αοράτου». Είναι ο απερίγραπτος Λόγος που περιεγράφη σαρκούμενος από τη Θεοτόκο. Το μυστήριο της σάρκωσης του Χριστού, που έκανε δυνατή και την περιγραφή του «εν εικονίσμασιν», είναι η αλήθεια της Εκκλησίας και το θεμέλιο της Ορθοδοξίας πάνω στο οποίο οικοδομείται η ανακαίνιση του ανθρώπου.

   Η δεύτερη εικόνα που συνεορτάζει, είναι ο άνθρωπος, «η αμυδρά και ρυπωθείσα εικόνα του Θεού», που αναμορφώθηκε από τον Χριστό και ανυψώθηκε στη θεία λαμπρότητα. Με την ενανθρώπιση του υιού του Θεού θεώθηκε και η ανθρώπινη φύση. Ως δημιούργημα ο άνθρωπος «κατ’ εικόναν και καθ’ ομοίωσιν Θεού», καθρεπτίζει στην ύπαρξη του τον ίδιο τον Θεό. Ο άνθρωπος είναι μηδαμινός και μέγιστος, ευτελής και ένδοξος. Όταν διατηρεί καθαρή την ύπαρξη του, έχει τη δόξα του Θεού. Όταν όμως τη ρυπαίνει, ευτελίζεται και μηδενίζεται. Η εικόνα δοξάζεται από το πρωτότυπο. Στη φύση της εικόνας είναι να μοιάζει το πρωτότυπο. Για την ζωντανή εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο, η ζωή και η δόξα πηγάζουν από το πρωτότυπο και ολοκληρώνονται στο πρωτότυπο. Η μίμηση της αγάπης του Θεού κάνουν τον άνθρωπο κοινωνό της ζωής του και μέτοχο της δόξης του. Έτσι η εικόνα ανυψώνεται στο πρωτότυπο. Ο άνθρωπος ενώνεται με τον Θεό. Σώζεται, αγιάζεται, θεώνεται. Πραγματικά ο άνθρωπος είναι προορισμένος να γιορτάζει, να θυμάται δηλαδή τον Θεό. Η χριστιανική γιορτή είναι μια κοπιώδης πορεία του ανθρώπου να επιστρέψει στο άκτιστο αρχέτυπο του, τον Θεό. Είναι βίωμα χαράς και ευφροσύνης, δοξολογίας των έργων του Θεού και εμπειρία της δόξας Αυτού.

   Τρίτη εικόνα που συνεορτάζει είναι η υλική. Αυτή που φιλοτεχνείται με σχήματα και χρώματα σε υλικές επιφάνειες. Η εικόνα του Χριστού, της Θεοτόκου, οι εικόνες των Προφητών, των Αποστόλων, των Μαρτύρων και των Αγίων. Είναι οι εικόνες που ωραϊζουν τους ναούς και τα σπίτια, στηρίζουν και διδάσκουν τους πιστούς «εν αήχω φωνή». Είναι οι εικόνες που προσκυνούμε, για να εκφράσουμε την αγάπη μας και την τιμή μας προς τα εικονιζόμενα πρόσωπα. Στα πρόσωπα αυτά τιμάται ο άνθρωπος και εξαγιάζεται η ύλη. Η Εκκλησία δεν περιφρονεί την ύλη, γιατί είναι έργο του Θεού, σέβεται την ύλη. Και ο σεβασμός της ύλης προϋποθέτει σεβασμό στην εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο.

   Η πρώτη Κυριακή των Νηστειών ως γιορτή της αναστηλώσεως των εικόνων είναι γιορτή της αποκατάστασης όλων των κτιστών εικόνων στη σωστή τους θέση και στη σωστή τους σχέση με την άκτιστη και απαράλλακτη εικόνα του Θεού, τον Χριστό. Είναι γιορτή της ορθής πίστης, της αποκατάστασης της τιμής των εικόνων του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων. Είναι γιορτή της ύλης και της κτίσεως. Είναι γιορτή του κατ’ εικόνα Θεού δημιουργημένου ανθρώπου. Εορτάζει η Ορθόδοξη του Χριστού Εκκλησία, που είναι τύπος και εικόνα του σύμπαντος κόσμου, γιατί η γιορτή της Ορθοδοξίας είναι σε τελική ανάλυση γιορτή του σύμπαντος κόσμου. Μπορούμε να αγιογραφούμε το πρόσωπο του Χριστού και των Αγίων, επειδή υπάρχει θέωση της ανθρώπινης φύσης. Χάρη στη θέωση της ανθρώπινης φύσης, ο άνθρωπος ολοκληρώνεται πνευματικά και ανταποκρίνεται στον σκοπό της δημιουργίας του, από το κατ’ εικόνα δηλαδή φθάνει στο καθ’ ομοίωσιν, από φυσικός άνθρωπος γίνεται ιερή εικόνα, που μπορεί να αγιογραφηθεί με φωτοστέφανο. Ο άνθρωπος των αρχαίων φιλοσόφων από «πολιτικό ζώον» καλείται και έχει τη δυνατότητα να γίνει «ζώον θεούμενον», αφού ενώθηκε με τον Θεάνθρωπο Χριστό και μπορεί να περάσει από τους νάρθηκες των ναών στον κυρίως ναό και να φθάσει ακόμα και μέσα στο Ιερό Βήμα.

Ζούμε σε μια «εικονική» εποχή, αφού μέσα από τα ΜΜΕ αποκτούμε «οπτική» γνώση των παγκοσμίων γεγονότων, αλλά δεν υπάρχει πραγματική και οντολογική γνώση, αφού ο άνθρωπος, η εικόνα του Θεού, κατατεμαχίζεται, κατακερματίζεται, ποδοπατείται και καθυβρίζεται. Ο κόσμος παραπαίει ανερμάτιστος και η υλική κτίση κακοποιείται βάναυσα. Ο άνθρωπος που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού μετατρέπεται σε κατ’ εικόνα των κτιστών πραγμάτων και πραγματικοτήτων. Για την Ορθοδοξία η αιτία του κακού δε βρίσκεται στα πράγματα ή τις καταστάσεις. Δε βρίσκεται στην οικολογία και την πολιτική ούτε καν στην ανθρώπινη κοινωνία, αλλά στον καθένα άνθρωπο, στην ιδιοτέλεια, την φιλαυτία και τον ατομικισμό του, που τον οδηγούν στην απολυτοποίηση του εγώ. Από εδώ πηγάζει η περιφρόνηση του ανθρώπου και ολόκληρης της δημιουργίας. Ο εγωκεντρικός άνθρωπος αδυνατεί να προσεγγίσει με αγάπη τον πλησίον του και να βρει στο πρόσωπο του την αληθινή του εικόνα, τον αληθινό εαυτό του. Αιχμάλωτος στην καταναλωτική μανία του κακοποιεί και καταστρέφει την κτίση. Γίνεται «μολυσμός αέρος και υδάτων», μολύνεται και μολύνει. Αντί

να καταξιωθεί ως δημιούργημα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού», πρόσωπο μοναδικό και ανεπανάληπτο, «καταδικασμένο» σε κοινωνία προσώπων ομοούσιων και αχώριστων, αλλοτριώνεται, γίνεται όχλος, μάζα, «εικονόφιλος» ή «εικονομάχος» και όχι Ορθόδοξος. Η Ορθοδοξία και σήμερα, όχι ως ιδεολογία και πολιτισμός αλλά ως η φωνή της Εκκλησίας, φωνή της εκκλησιαστικής κοινότητας, καλείται να αντιμετωπίσει κάθε «εικονοκλαστική» κίνηση, η οποία στρέφεται εναντίον του ανθρωπίνου προσώπου, της κορωνίδας της δημιουργίας. Καλείται να συνδράμει τον σύγχρονο άνθρωπο να «αναστηλώσει» την εικόνα του, να ξαναγίνει «πρόσωπο» εκκλησιαστικό πέρα από αφορισμούς, αποκλεισμούς, φανατισμούς.

palp213

Σημ.: Ο Κώστας Παλπάνης κατάγεται από την Ελάτη Κοζάνης