farm145Αυτό που έπαθε η  καημένη η Κουσταντούλου, πολύ δύσκολα μπορείς κάποιος να το πει. Έβλεπε μέρα με την μέρα την κοιλιά της  να μεγαλώνει  και δεν την χωρούσε ο τόπος. Ήταν μεγάλη ντροπή, μα μεγάλη ντροπή, επειδή δεν είχε άντρα.

Ο άνδρας της είχε σκοτωθεί στον πόλεμο. Γύριζε  από εδώ, γύριζε κι από κει. Δεν ήξερε  πώς να το πει η κακομοίρα στις γειτόνισσες.

          Μια μέρα, ένα απόγευμα, η Κουσταντούλου ήταν στην αυλή του σπιτιού της. Έπλεκε σκφούνια (μάλλινες κάλτσες) παρέα με τις γειτόνισσες. Άρχισε λοιπόν σιγά σιγά να εξιστορεί τα γεγονότα που την βασάνιζαν.

      -Που λέτε βρε  γυναίκες, το βάσανο το δικό μου, που με βρήκε αυτόν τον καιρό δεν λέγεται.! Από τότε που τέλειωσα  το στούμπισμα και πήγα να βάλω το άχυρο στην προυβάτα (πέτρινο μαντρί), έπεσα να κοιμηθώ.

    - Έ μα μοναχή  γυναίκα, τι θα έκανες, δε θα ξαποστάσεις  και λίγο. Την  συμπληρώνει η Παναγιώτα.

farm145

      -Ακούω για μια στιγμή  κάποιος να τρουπουτάει (να κάνει θόρυβο), συνεχίζει η Κουσταντούλου. Ήταν που λέτε ο Θόδωρος. Στέκονταν στην πόρτα απ’ το μαντρί. Εγώ  ήμουνα σαν πεθαμένη. Άστον, είπα από μέσα μου, να δω που θα πάει. Εκείνος  μετά άρχισε  να περπατάει στα  νύχια. Μα εγώ τον είδα. Χωρίς να με πάρει  χαμπάρι. Και έκανα την πεθαμένη. Σε λίγο ο Θόδωρος μπήκε  στο μαντρί. Πέφτει και ξαπλώνει σε μια άκρη. Εγώ πάλι τίποτα. Άστον, λέω, να δούμε τι θέλει να κάνει.

 -Κι ύστερα, κι ύστερα; ρωτούν οι γειτόνισσες.

-Αφήστε  με βρε  να τελειώσω λέει η Κουσταντούλου.

-Πηδάει και πέφτει που  λέτε πάνω σε μένα. Α!! Και τον αρπάζω  απ’ τον γιακά και τον αρχίζω. Και τι  δεν τον έσυρα. Πάρα πολλά.

 -Κι αυτός τι σε είπε βρε Κουσταντούλου; Την ρωτούν οι γειτόνισσες .

-Τι με είπε;

-Άμα δε σ’ αρέσει  Κουσταντούλου, να σηκωθώ.

- Κι συ τι τον είπες; Ρωτούν ξανά οι γυναίκες με αγωνία.

-Τώρα βρε γάιδαρε θα σηκωθείς. Αλλιώς θα σε σηκώσουν οι τέσσερεις.

-Και δεν σηκώθηκε Κουσταντούλου ; Ξαναρωτούν με απορία.

-Όταν σηκώθηκε παιδιά η δουλειά είχε γίνει.!

Κι οι γειτόνισσες όλες μαζί..

- Αμμμ  γι’ αυτό πρήστκις βρε Κουσταντούλου!

 

Αρχικό κείμενο: Γιώργος Παπαευαγγέλλου (†)

Διασκευή-μετάφραση από την λαλιά του Λιβαδερού: Κώστας Φαρμάκης, Ξάνθη