Μνημόνιο, η τραγωδία μιας ψευδαίσθησης

karaxisaridis15121Οι βεβαιότητες. Οι περισσότεροι άνθρωποι πορεύονται με τη σιγουριά των απόψεων τους παραμάσχαλα. Σπάνια είναι έτοιμοι να τις επανεξετάσουν. Οι σταθερές και αμετάβλητες απόψεις θεωρούνται αρετή.

Γι’ αυτό και στο οικοσύστημα της  χώρας μας ευδοκιμούν τα αδιαμφισβήτητα πιστεύω, ενώ η κριτική σκέψη είναι είδος υπό εξαφάνιση. Έχουμε μάθει να ζούμε με ανυποχώρητες βεβαιότητες. Οι οποίες για να μακροημερεύσουν χρειάζονται ηθική υποστήριξη. Χρειάζονται ένα σύστημα αξιών για να τις τρέφει και να τις συντηρεί. Το οποίο συνήθως είναι απλοϊκό και υποστηρίζεται από ένα κοινόχρηστο λεξιλόγιο. Λέξεις με γοητευτικό ηχόχρωμα, αλλά με γενικό κι αόριστο περιεχόμενο. Που ο καθένας μπορεί να τους προσδίνει τη σημασία που του κάνει κέφι. Ελευθερία, ανεξαρτησία, ισότητα, αλληλεγγύη, δικαιοσύνη, οράματα, δημοκρατία, ιδανικά και άλλες νεότευκτες όπως διαφάνεια, κοινωνική συνοχή, ανάπτυξη και τόσες άλλες… Λέξεις με ανθρωπιστικό άρωμα που εφησυχάζουν τη συνείδηση μας και κολακεύουν τις ευαισθησίες μας. Λέξεις που είναι η πρώτη ύλη του λαϊκισμού. Λέξεις που νομίζουμε ότι επαρκούν για να ερμηνεύσουν τον κόσμο γύρω μας. Όμως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη, πιο ρευστή, πιο αντιφατική και συχνά πολύ πιο σκληρή. Και οι βεβαιότητες, που συνοδεύονται με αυτό το υπέροχο λεξιλόγιο, σπάνια κουμπώνουν μαζί της. Γιατί είναι σταθερές και άκαμπτες, ενώ η πραγματικότητα κινείται και μεταβάλλεται κάθε μέρα. Μα πάνω απ’ όλα γιατί είναι αόριστες. Σε σημείο που να φανατιζόμαστε και να συγκρουόμαστε μεταξύ μας φωνασκώντας τα ίδια ακριβώς συνθήματα!

Η καταραμένη λέξη. Η λέξη μνημόνιο ήταν μια λέξη αδιάφορη στο παρελθόν. Κατέληξε όμως να γίνει το σύμβολο της καταστροφής. Επί πέντε χρόνια, η βασική διεργασία, στο επίπεδο των ιδεών, ήταν να φορτιστεί αυτή η λέξη με κάθε είδους καταραμένα νοήματα. Έφτασε να περικλείει και τις δέκα πληγές των Φαραώ μαζί. Στις συζητήσεις έγινε ο δαίμονας που μαστιγώνει την αθωότητα μας. Τα στήθη μας φουσκώνουν από πατριωτισμό και μαχητικότητα όταν απλά δηλώνουμε την απέχθεια γι’ αυτόν τον μοναδικό εχθρό. Στην απλοϊκή μας φαντασία το μνημόνιο μοιάζει με έναν αδίστακτο στρατό που εισέβαλε στη χώρα μας, χωρίς προειδοποίηση. Που σαν την ακρίδα κατατρώει το είναι μας, μάς στερεί την ελευθερία μας και καταδυναστεύει τις ζωές μας. Μνημόνιο, η καταραμένη λέξη. Ο αποδιοπομπαίος τράγος που λυτρώνει τη καθημερινότητα μας. Ο μοναδικός μας εχθρός. Ένας εχθρός που αν τον νικήσουμε η ζωή μας θ’ ανθίσει και πάλι. Η ευημερία θα επιστρέψει και η ανεξαρτησία μας θα επισφραγιστεί οριστικά. Μια ολόκληρη χώρα συμπύκνωσε τα δεινά της σε μια λέξη. Μια συλλογική εμμονή, μια συλλογική βεβαιότητα.

Το αρραγές αντιμνημονιακό μέτωπο.Δεν υπάρχει κόμμα ή πολιτική ομάδα, απ’ όλο το δημοκρατικό τόξο και έξω απ’ αυτό και δεν υπάρχει κανείς πολίτης που να μην έχει καταδικάσει το μνημόνιο. Είναι το πιο αρραγές μέτωπο που έχει συγκροτηθεί ποτέ στη χώρα μας. Η κατάργηση του μνημονίου. Ένας συλλογικός στόχος πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Ο πολιτικός κόσμος συνωστίζεται, προσπαθώντας να πείσει με κάθε δυνατό τρόπο, ότι είναι αυτός που θα μας βγάλει απ’ το μνημόνιο. Και το ακροατήριο των πολιτών, σε σύγχυση ευρισκόμενο, προσπαθεί να καταλάβει ποιος είναι ο ικανότερος γι’ αυτό το σκοπό. Πολιτικοί όλων των αποχρώσεων, φτωχοί και πλούσιοι πολίτες, δημοσιογράφοι, πνευματικοί πατέρες, το σύνολο των καλλιτεχνών. Όλοι, χωρίς καμιά εξαίρεση, στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Μια σταυροφορία κι όλοι ενωμένοι κάτω απ’ τη σκέπη της. Όλοι ενωμένοι; Μα αυτό που βιώνουμε είναι ένα πεδίο σκληρών αντιπαραθέσεων και ακραίου φανατισμού. Πώς γίνεται ένας κοινός σκοπός να επιφέρει τέτοιους διαχωρισμούς και τόσες συγκρούσεις; Η βασική αντίθεση που εξηγεί αυτό το φαινόμενο είναι ανάμεσα σ’ εκείνους που κυβέρνησαν και σ’ εκείνους που βίωσαν το μνημόνιο απ’ την ασφάλεια της αντιπολίτευσης. Γιατί αυτός που κυβερνά είναι υποχρεωμένος να έρθει σ’ επαφή με τη πραγματικότητα, ενώ εκείνος που αντιπολιτεύεται είναι ελεύθερος απ’ αυτή την υποχρέωση. Ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του 2009 με ένα καθαρά αντιμνημονιακό πρόγραμμα, γεμάτο παροχές. Τα λεφτά όμως τελείωσαν πολύ σύντομα και ήρθε η δανειακή σύμβαση, συνοδευόμενη με υποχρεώσεις, δηλαδή με μνημόνιο. Αντιστάθηκε όσο μπορούσε. Αλλά στο τέλος η σκληρή πραγματικότητα το γονάτισε. Στη συνέχεια κυβέρνησε μια άλλη αντιμνημονιακή δύναμη, η Νέα Δημοκρατία. Κι αυτή μόλις ήρθε στην εξουσία υποχρεώθηκε να συνταχθεί με την πραγματικότητα. Η τελευταία μεγάλη εφεδρεία του αντιμνημονιακού μετώπου είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Μόνιμα στην αντιπολίτευση μέχρι τώρα. Μένει να δούμε, πώς θα διαχειριστεί τη πραγματικότητα, αν του δοθεί το χρίσμα να κυβερνήσει. Στις μέρες της κρίσης η αντιπολίτευση ήταν το πιο ασφαλές καταφύγιο για τους αντιμνημονιακούς. Κι όσοι αντιμνημονιακοί μάς κυβέρνησαν, πάντα δήλωναν ότι το μνημόνιο είναι ένα αναγκαίο κακό. Και με αγωνία προσπαθούσαν να βρουν την έξοδο και να γλιτώσουν από τη ρετσινιά της καταραμένης λέξης.

Η παγίδα της διαπραγμάτευσης.Φαίνεται οξύμωρο, αλλά τελικά έτσι είναι. Η γενικευμένη αντίσταση απέναντι στο μνημόνιο επιβάρυνε όλους τους δείκτες της ζωής μας. Υψηλότερη ανεργία, αβάσταχτη φορολογία, παρατεταμένη ύφεση, καμιά ουσιαστική συζήτηση για παραγωγική ανασυγκρότηση. Η Ισλανδία που έφτασε στο χείλος της καταστροφής αποχαιρέτησε ειρηνικά το ΔΝΤ  και βρίσκεται πλέον σε ανάπτυξη. Η Πορτογαλία και η Ιρλανδία μπήκαν αργότερα σε μνημόνιο και έφυγαν νωρίτερα, με όλους τους δείκτες να έχουν επιβαρυνθεί συντριπτικά λιγότερο, απ’ ότι στην αντιστεκόμενη και αντιμνημονιακή πατρίδα μας. Μοιάζει παράλογο, αλλά έτσι είναι. Στην ιδιότυπη χώρα μας, όπου ανθεί ένα παράξενο μίγμα ιδεολογίας και πατριωτισμού, ήταν αδύνατο να αντιληφθούμε το μνημόνιο σαν αυτό που ήταν. Μια δανειακή συμφωνία που θα μας έδινε πολύτιμο χρόνο να τακτοποιήσουμε τα του οίκου μας. Χρόνος που ξοδεύτηκε σε δήθεν σκληρές διαπραγματεύσεις. Πώς να ξεφύγουμε απ’ τα σκληρά μέτρα και πώς να δραπετεύσουμε από την επιτήρηση όσο γίνεται πιο γρήγορα. Χρόνος που χάθηκε, χωρίς ποτέ ν’ ανοίξει η συζήτηση για τις πραγματικές παθογένειες. Μόνο γενικολογίες κι ευχολόγια. Ενώ όλοι μας συμφωνούμε ότι πολλά γινόντουσαν στραβά στο παρελθόν, επιμένουμε σε κάποιου είδους σκληρές διαπραγματεύσεις για να διατηρήσουμε ότι μπορούμε απ’ αυτό το στρεβλό παρελθόν. Με αυτή τη στάση του συνόλου της χώρας, των κυβερνώντων, της  αντιπολίτευσης και των πολιτών, το μόνο που καταφέρναμε ήταν να απομακρυνόμαστε όλο και πιο πολύ από το μέλλον.

Η κοινωνική συνοχή.Το αρραγές αντιμνημονιακό μέτωπο υπερασπίζεται απ’ τη πρώτη στιγμή τη κοινωνική συνοχή. Κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι προσπαθούσαν να την περισώσουν. Κανένας όμως δεν είχε το θάρρος να πει ότι τη κοινωνική συνοχή που κτίσαμε στο παρελθόν, θα έπρεπε να την αποσυναρμολογήσουμε, για να κτίσουμε μια νέα, σε πιο υγιείς και δημιουργικές βάσεις. Η πιο σημαντική συζήτηση δεν άνοιξε ποτέ. Πώς δηλαδή θα ακυρώσουμε μια κρατικοδίαιτη κοινωνική συνοχή, για να θεμελιώσουμε μια νέα, που θα στηρίζεται στη καινοτομία και στη παραγωγικότητα. Ήμασταν πολύ απασχολημένοι να υπερασπιζόμαστε τα κεκτημένα – ότι δηλαδή μας έφερε σ’ αυτή τη κατάσταση. Ήμασταν πολύ απασχολημένοι να ακολουθούμε την αντιμνημονιακή σταυροφορία. Κανείς δεν είχε το θάρρος να μιλήσει για πραγματική αλλαγή. Και οι σοβαρές φωνές που το τόλμησαν χάθηκαν στον αντιμνημονιακό κουρνιαχτό. Η υπάρχουσα κοινωνική συνοχή είχε βολέψει πολλές κοινωνικές ομάδες. Που αποτελούσαν ένα πολύ σοβαρό ποσοστό του πληθυσμού. Κοινωνικές ομάδες που δεν είχαν καμιά πρόθεση να παραδώσουν τα προνόμια τους αμαχητί. Και οι αντιμνημονιακοί κυβερνώντες βρέθηκαν στις συμπληγάδες. Από τη μια όλοι αυτοί που αποτελούσαν το προπύργιο της συντήρησης και από την άλλη η σκληρή πραγματικότητα της κρίσης. Έτσι, μέσα σ’ αυτό τον πανικό, ήρθαν οι οριζόντιες περικοπές, η υπερφορολόγηση, τα βιαστικά και ανούσια μέτρα. Έτσι καταφέραμε η παλιά κοινωνική συνοχή να ξεδοντιάζεται καθημερινά και κανείς να μην οραματίζεται, να μη σχεδιάζει, να μη προτείνει μια νέα. Δηλαδή ένα διαφορετικό μέλλον.

Πραγματικότητα και ψευδαισθήσεις.Τα πράγματα πριν γίνουν περίπλοκα είναι απλά. Ζούμε σ’ ένα καπιταλιστικό περιβάλλον. Είτε το θέλουμε, είτε όχι. Απ’ αυτή την απλή διαπίστωση, τη προφανή πραγματικότητα θα όφειλε να ξεκινάει κάθε συζήτηση. Όμως όχι. Οι βεβαιότητες και τα ανθρωπιστικά μας άλλοθι αρνούνται πεισματικά. Προτιμούμε να αφεθούμε στις ιδεολογικές φαντασιώσεις μας, να περιπλέξουμε και να κάνουμε κόμπο τον κόσμο γύρω μας. Ώσπου στο τέλος βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα γόρδιο δεσμό, αλλά χωρίς σπαθί. Τον κοιτάμε και μηρυκάζουμε τον χρόνο που περνάει.  Όλες οι χώρες του κόσμου προσπαθούν να βρουν τη θέση τους σ’ αυτό το καπιταλιστικό περιβάλλον, επιδιώκοντας ανάπτυξη και ευημερία. Άλλες το καταφέρνουν, άλλες όχι. Όλες όμως προσπαθούν. Ζηλεύουμε το κοινωνικό κράτος της Σουηδίας, αποστρεφόμαστε τον υψηλό δείκτη παραγωγικότητας της Γερμανίας, δε κατανοούμε πώς οι Νορβηγοί πολίτες παίρνουν μέρισμα απ’ τα πετρέλαια, απορρίπτουμε τη δύναμη των ΗΠΑ που στηρίχτηκε στις καινοτομίες και στις νέες τεχνολογίες, δε μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η Λιθουανία μπήκε πρόσφατα στο «καταραμένο» σύστημα του ευρώ, κανένα ενδιαφέρον δε δείξαμε για τις αναδυόμενες οικονομίες του λεγόμενου τρίτου κόσμου και η ήσυχη ευημερία του Καναδά και της Αυστραλίας δε μας απασχόλησε ποτέ. Όλα αυτά όμως συμβαίνουν σ’ ένα καπιταλιστικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο κι εμείς ξοδεύουμε τις μέρες μας. Αλλά προτιμάμε όλα αυτά να τα βλέπουμε απ’ την απ’ έξω. Αν όμως ανοίξουμε τη πόρτα και μπούμε μέσα, τότε μόνο θα καταλάβουμε πού βρίσκονται οι πραγματικές αντιθέσεις και πού δίνονται οι πραγματικές μάχες. Τότε μόνο θα καταλάβουμε ότι οι αγορές δεν είναι απειλή για τη σοσιαλιστική μας φαντασίωση, αλλά για το ίδιο το καπιταλιστικό περιβάλλον. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση, που η αντιμνημονιακή κοινωνία μας δεν έχει καμιά όρεξη να την ανοίξει.

O tempora o mores.Με πολύ όρεξη όμως ανοίγει τη συζήτηση για το χρέος. Ψάχνουμε χίλιους δυο τρόπους για να τεκμηριώσουμε ότι δε χρωστάμε. Ή τουλάχιστον δε χρωστάμε τόσα. Μια κοινωνία που έχει μάθει να ζει στη ζούλα, προσπαθεί να υποστηρίξει τις συνήθειες της κι έξω απ’ τα σύνορα. Πότε το κατοχικό δάνειο, πότε τα κλεψιμαίικα της παρεοκρατίας, πότε οι τράπεζες που μας τα φάγανε, πότε οι μίζες των ξένων μονοπωλίων, πότε ο αδηφάγος καπιταλισμός, πότε ο λαός που δε φταίει σε τίποτα. Δεκάδες επιχειρήματα σκαρφιστήκαμε με ευρηματικότητα για να πειστούμε – πρώτα εμείς οι ίδιοι – ότι δε χρωστάμε. Όμως κανείς δεν αρνήθηκε να εισπράξει τα δανεικά. Όταν έρχονταν οι δόσεις όλοι ξεφυσούσαν με ανακούφιση. Το θέμα ήταν να μη τα επιστρέψουμε. Και το κυριότερο να ξεφορτωθούμε το επαχθές μνημόνιο. Εάν ρωτήσουμε τους συμπολίτες μας θα δούμε ότι όλοι ανεξαιρέτως διαπιστώνουν μια βαθιά κρίση αξιών. Διακρίνουν γύρω τους διαφθορά, αδιαφάνεια, συναλλαγές με συμφέροντα, συνομωσίες. Δέκα εκατομμύρια ομονοούν σ’ αυτό το θέμα, εξαιρώντας όμως ο καθένας τον εαυτό του. Το ότι συζητάμε ανοιχτά τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, δεν αποτελεί για τους περισσότερους κρίση αξιών. Τη στιγμή μάλιστα που οι δανειστές μας – που είναι και εταίροι μας – είναι έτοιμοι να αποδεχθούν επιμήκυνση της αποπληρωμής. Την ίδια στιγμή εμείς τους απειλούμε με λεονταρισμούς και σκληρές διαπραγματεύσεις! Κι όμως καμία διαπραγμάτευση δεν ήταν απαραίτητη. Μια απλή συνεννόηση χρειάζονταν για την επιμήκυνση, που θα μείωνε το χρέος στο μισό. Τώρα πια όχι. Το κλίμα άλλαξε και τα πράγματα δυσκόλεψαν. Δυστυχώς η κρίση αξιών που μας διαφεύγει είναι ότι θεωρούμε δίκαιο να μην επιστρέψουμε εκείνα που χρωστάμε. Κάτι που κατάντησε να είναι συλλογική πεποίθηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας μας. Και για τους περισσότερους να είναι και αυτονόητη. «Ω καιροί, ώ ήθη», είπε κάποτε ο Κικέρων. Εμείς όμως περί άλλων τυρβάζουμε.

Το αληθινό θάρρος.Η υπέρβαση είναι μια αγαπημένη λέξη που υιοθετήθηκε κάποτε στον πολιτικό διάλογο. Πάντα όμως μέναμε στο γοητευτικό της περίβλημα. Ποτέ δεν τη συνδέαμε με τη πραγματικότητα, ποτέ δεν της δίναμε ένα αληθινό περιεχόμενο. Γιατί η υπέρβαση για να πραγματοποιηθεί χρειάζεται αληθινό θάρρος. Είναι το κατόρθωμα να αφήσουμε πίσω μας ότι πια έχει τελειώσει, ότι έχουμε συνηθίσει, ότι η ζωή το έχει ξεπεράσει και να διαβούμε το κατώφλι μιας νέας εποχής. Η υπέρβαση ήταν πάντα το πιο δύσκολο εγχείρημα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Πρώτα απ’ όλα, δεν είναι απλό να καταλάβει κανείς αν υπηρετεί τις επιταγές μιας υπέρβασης ή αν ακολουθεί χαμένα στοιχήματα. Αλλά εμείς τη λέξη την έχουμε σα καραμέλα. Και τη χρησιμοποιούμε χωρίς πολύ σκέψη και με υπερβάλλοντα αυτοθαυμασμό. Ενώ η αληθινή υπέρβαση απαιτεί κόπο και διορατικότητα. Και μόνον αυτή έχει προοδευτικό πρόσημο, γιατί κυοφορεί το καινούριο, αυτό δηλαδή που δε ζήσαμε ακόμη. Και είναι ακριβώς το αντίθετο του λαϊκισμού, που κάθε φορά γειώνεται σε συλλογικές ψευδαισθήσεις. Στις οποίες – στα πέντε χρόνια της κρίσης – κανείς δεν είχε το αληθινό θάρρος ν’ αντισταθεί. Να μας πει δηλαδή, ότι το πραγματικό μας πρόβλημα δεν είναι το μνημόνιο, το χρέος, οι δανειστές, η τρόικα, η λιτότητα και όλα τα συναφή. Αλλά πώς θ’ αλλάξουμε την ίδια τη χώρα. Πώς θα διασχίσουμε το στενό μονοπάτι, αντιστεκόμενοι και στις καπιταλιστικές αυθαιρεσίες και στις κρατικολάγνες σειρήνες.   

Επίλογος.Η αληθινή πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού. Είναι η τέχνη του να κάνεις το ανέφικτο εφικτό. Αλλά πάνω απ’ όλα είναι η τέχνη του να διακρίνεις τις ψευδαισθήσεις. Που γεννιούνται από βεβαιότητες και από την εγκατάλειψη της κριτικής και αυτοκριτικής σκέψης. Στην ταινία Fury, ο Μπραντ Πητ λέει κάποια στιγμή: «Τα ιδανικά γεννούν ανθρωπισμό, αλλά η Ιστορία παράγει βία». Μέσα σε μια φράση περικλείει τη πηγή όλων των ψευδαισθήσεων. Που γεννιούνται μέσα από την αέναη διαμάχη των ευγενικών προσδοκιών με τη σκληρότητα της πραγματικότητας. Κι όταν οι ψευδαισθήσεις γίνουν ισχυρές πεποιθήσεις τότε η τραγωδία καιροφυλαχτεί. Αργότερα στη ταινία ο Μπραντ Πητ λέει σ’ έναν άγουρο νεαρό συμπολεμιστή του : «Νομίζεις ότι τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν χειρότερα; Μπορούν. Και θα γίνουν». Στη ταινία πράγματι γίνονται χειρότερα. Στη περιπέτεια της χώρας μας μένει να δούμε.