Εκτύπωση

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (5)

Το σύγχρονο ελληνικό κράτος – 20ος & 21ος Αιώνας 

(αναδημοσίευση από την έκδοση “Ο Ελληνικός Ορυκτός Πλούτος” του Σ.Μ.Ε.)

 Απόδοση από τον Γ. Ι. Συντουκά

Μηχανικό Μεταλλείων - Μεταλλουργό

7.   ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ

geoel17.1 9 2148Ο εθνικός αγώνας για την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό άφησε μια χώρα κατεστραμμένη και ανήμπορη. Αν συνυπολογίσει κανείς σ’ αυτή τη σκληρή πραγματικότητα και τις πολιτικές ανωμαλίες της εποχής, την πίεση των ξένων πάνω στα ελληνικά πράγματα και τον δεσποτισμό των Βαυαρών που ακολούθησαν τον Όθωνα,

...προκύπτει μια ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε κατά τα πρώτα βήματα του νέου κράτους, στο οποίο επιπλέον ασκούσε ακόμη βαριά επίδραση η νοοτροπία της Τουρκοκρατίας. Στη κατάσταση αυτή ήταν λογικό οι πρώτες φροντίδες να στραφούν στη συγκρότηση του διοικητικού μηχανισμού, τη στέγαση του πληθυσμού και την εξασφάλιση των στοιχειωδών αναγκών του πεινασμένου λαού μέσω της γεωργίας. Γίνεται βέβαια κάποια, όχι απόλυτα ξεκαθαρισμένη, νύξη από τον Α. Οικονόμου στο έργο του “Λαύριον”, ότι προσκλήθηκε το 1833 ένας ορυκτολόγος από την Σαξωνία, αλλά η προσπάθεια αυτή “απέβη εντελώς άκαρπος”.

7.1. Ο Πρώτος Νόμος για τα Μεταλλεία.

Το Ελληνικό Κράτος αρχίζει να ασχολείται σοβαρά με την εκμετάλλευση των τότε γνωστών μεταλλείων περίπου 30 χρόνια μετά την σύστασή του. Στις 22 Αυγούστου 1861 υπογράφεται ο πρώτος νόμος “Περί μεταλλείων, ορυχείων και λατομείων” και στις 24 του ίδιου μήνα δημοσιεύεται στην “Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”. Η πρώτη αυτή νομοθεσία βασίστηκε σε ξένες παρόμοιες νομοθεσίες, και κυρίως στην γαλλική της 21 Απριλίου 1810. Κάποια άρθρα μάλιστα της ελληνικής νομοθεσίας ήταν κατά γράμμα μετάφραση της γαλλικής που αναφέρεται παραπάνω. Στην πρώτη ελληνική νομοθεσία γίνεται ο ορισμός των μεταλλείων, ορυχείων και λατομείων, όπως επίσης και η αντίστοιχη κατανομή των υλικών σ’ αυτά. Ορίζεται ότι η κυριότητα των μεταλλείων ανήκει στο κράτος (σε συμφωνία με την νομοθεσία και την τακτική όλων των προηγούμενων κρατών και αυτοκρατοριών από την ελληνική αρχαιότητα ως την Οθωμανική Αυτοκρατορία) και ότι μπορούν αυτά να παραχωρούνται, ακολουθώντας συγκεκριμένη διαδικασία, σε ιδιώτες, καθορίζοντας και τα δικαιώματα του Δημοσίου από την παραχώρηση αυτή.

Σημαντικό ήταν το άρθρο 9 του νόμου αυτού, όπου οριζόταν ότι “τα μεταλλεία και τα παρακολουθήματα αυτών λογίζονται ακίνητα”. Η διατύπωση αυτή, στα μετά την δημοσίευση του νόμου χρόνια, θα αποτελέσει τη βάση διαφωνιών και συμφωνιών για τις σκωρίες και τις εκβολάδες των μεταλλείων Λαυρίου, που το Δημόσιο υποστήριζε ότι είναι ακίνητα και συνεπώς υπάγονται στα μεταλλεία και στην κυριότητα του Δημοσίου, ενώ οι ιδιώτες εκμεταλλευτές τα θεωρούσαν κινητά και επομένως ανήκαν στους ιδιοκτήτες των εκτάσεων στις οποίες βρισκόταν τα υλικά αυτά και οι τελευταίοι μπορούσαν να τα διαθέσουν όπως ήθελαν, χωρίς έγκριση της κυβέρνησης. Σημειώνεται ότι οι σκωρίες του Λαυρίου είναι τα υπολείμματα των αρχαίων καμινεύσεων, που, λόγω τεχνικών ατελειών της εποχής εκείνης, ήταν δυνατόν να περιέχουν ακόμη αξιόλογη ποσότητα χρήσιμου μετάλλου, ενώ εκβολάδες είναι ποσότητες μεταλλεύματος που είχαν, στην αρχαία εποχή, θεωρηθεί φτωχές και είχαν απορριφθεί χωρίς να υποβληθούν στην διαδικασία της εκκαμίνευσης.

7.2. Η Εκμετάλλευση των Μεταλλείων Λαυρίου και το “Λαυρεωτικό Ζήτημα”.

Για την εκμετάλλευση των μεταλλείων Λαυρίου δεν γίνεται κανένας λόγος μέχρι την εποχή λίγο μετά το 1860. Στις 25 Απριλίου 1863 εμφανίζεται ένα πρώτο έγγραφο του Νομάρχη Αττικής, που αναφέρεται σε αίτηση ιδιώτη για παραχώρηση εκμετάλλευσης σκωριών. Επίσης, στις 27 Οκτωβρίου 1863 μια πρώτη αναφορά του Δημάρχου Λαυρίου αναφέρεται στην εκμίσθωση από τον Δήμο αυτών των σκωριών στον ίδιο ιδιώτη.

Τον Οκτώβριο 1863 εμφανίζεται στην ελληνική σκηνή της μεταλλευτικής οικονομίας ο ιταλός GiovanniBaptistaSerpieri, του οποίου το όνομα εμφανίζεται στα έγγραφα και τις εφημερίδες της εποχής ελληνοποιημένο σαν Ιωάννης Βαπτιστού Σερπιέρης. Ο Σερπιέρι είχε ήδη ασχοληθεί με εργασίες εκμετάλλευσης σκωριών ορυχείων ρωμαϊκής εποχής στο Κάλιαρι της Σαρδηνίας. Φαίνεται ότι η πρώτη επαφή του με τις σκωρίες του Λαυρίου ήταν εντελώς τυχαία, καθώς είδε στο λιμάνι του Κάλιαρι της Σαρδηνίας σωρούς σκωριών Λαυρίου που κάποιο πλοίο που ερχόταν από την Ελλάδα είχε ξεφορτώσει εκεί, έχοντας χρησιμοποιήσει αυτές σαν “σαβούρα”. Έρχεται σε επαφή με τον ορυκτολόγο από την Σμύρνη Α. Κορδέλλα, ο οποίος από ότι φαίνεται είναι ο πρώτος που είχε διαγνώσει την οικονομική προοπτική που υπάρχει από την ανάτηξη των σκουριών και την επεξεργασία των εκβολάδων στο Λαύριο. Στις 14 Οκτωβρίου 1863 ο Σερπιέρι, ως εκπρόσωπος των οίκων BouquetetSerpieriκαι RouxdeFraissinet, καταθέτει επιστολή στο Υπουργείο Οικονομικών ζητώντας την έναρξη συζήτησης σχετικά με την παραχώρηση των αρχαίων σκωριών του Λαυρίου. Τελικά, παραχωρήθηκε το δικαίωμα εξόρυξης σε έκταση 10.791 στρεμμάτων σε διάφορες θέσεις της περιοχής σε εταιρεία που είχε συστήσει ο Σερπιέρι με το όνομα “Ιλαρίων Ρου και Σία” (Hilarion Roux et Cie), στην οποία ο Α. Κορδέλλας τοποθετείται στη θέση του Μηχανικού Παραγωγής.

Η προσπάθεια του Σερπιέρι να εκμεταλλευθεί και τις σκωρίες και εκβολάδες περιέπλεξε τα πράγματα και συντάραξε για πολλά χρόνια κυβερνήσεις και κοινή γνώμη, φέρνοντας στο προσκήνιο της διαμάχης και τις κυβερνήσεις Γαλλίας και Ιταλίας, που με φανερή επέμβαση και έντονα προφορικά και γραπτά διαβήματα απαιτούσαν να ικανοποιηθούν τα συμφέροντα του γαλλοϊταλικού ομίλου. Το “Λαυρεωτικό ζήτημα” ήταν το θέμα των χρόνων εκείνων. Η εταιρεία του Σερπιέρι θεωρούσε ότι η άδεια εκμετάλλευσης που της είχε παραχωρηθεί υπονοούσε και την εκμετάλλευση και των σκωριών και των εκβολάδων, χωρίς καμιά επί πλέον απαίτηση από το Δημόσιο. Το θέμα είχε περιπλακεί ακόμη περισσότερο με το πρόβλημα της κυριότητας των εκτάσεων πάνω στις οποίες βρισκόταν οι σκωρίες και οι εκβολάδες. Το Δημόσιο υποστήριζε ότι το μεγαλύτερο μέρος των εκτάσεων αυτών ήταν δάση και, συνεπώς, ανήκαν στο Δημόσιο. Η εταιρεία αντίθετα, έχοντας και τη συνδρομή της Κοινότητας Κερατέας, υποστήριζε ότι οι εκτάσεις αυτές ανήκαν στην Κοινότητα και επομένως κάθε συμφωνία πρέπει να γίνει με τους νόμιμους κυρίους, και όχι με το Δημόσιο.

Στις 24 Απριλίου 1867, ύστερα από μεγάλο θόρυβο του Τύπου και των πολιτικών της εποχής εκείνης, ψηφίστηκε ο νόμος ΣΙΓ’ “περί φορολογίας του μολύβδου και των σκωριών Λαυρίου”, ο οποίος επέβαλε στις σκωρίες φόρο 10%. Η εταιρεία διατεινόταν ότι ο φόρος φτάνει το 25-27% και μαζί με την υποχρέωση που της επέβαλε το Εφετείο Αθηνών προσεγγίζει το 75-82%. Στις 24 Μαΐου 1871 ψηφίστηκε ένας καινούριος νόμος “περί εκβολάδων”, που στο πρώτο του άρθρο όριζε ότι “αι εκβολάδες, ως ανήκουσαι εις το Κράτος, διατίθενται κατά τας διατάξεις του Νόμου”. Οι εκβολάδες δηλαδή, μπορούσαν να διατεθούν ελεύθερα από το Κράτος. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1872 οι πρεσβευτές της Γαλλίας και της Ιταλίας επέδωσαν στον Υπουργό Εξωτερικών Σπηλιωτάκη ταυτόσημη διακοίνωση, με την οποία επέμεναν ότι ο νόμος του 1871 για τις εκβολάδες προσέβαλε κεκτημένα δικαιώματα της εταιρείας. Η κατάσταση με όλα αυτά οξυνόταν όλο και περισσότερο. Οι εκπρόσωποι Γαλλίας και Ιταλίας απειλούσαν την Ελλάδα ακόμη και με δυναμική επέμβαση, ενώ απευθύνθηκαν για συνδρομή και στις Ρωσία, Αγγλία, Γερμανία και Αυστρία. Η Αυστρία πρότεινε να ανατεθεί η υπόθεση σε διαιτησία, αλλά η Ελληνική Κυβέρνηση θεώρησε το ζήτημα σαν απαρχή ετεροδικίας.

Το πρόβλημα λύθηκε τελικά με την διχοτόμηση της εταιρείας, που έγινε με την επέμβαση του Ανδρέα Συγγρού. Ο Συγγρός, σαν εκπρόσωπος της “Τραπέζης Κωνσταντινουπόλεως” και της “Γενικής Πιστωτικής Τραπέζης της Ελλάδος”, διαπραγματεύθηκε την εκχώρηση της εκμετάλλευσης των εκβολάδων και των σκωριών Λαυρίου και τελικά, στις 15 Φεβρουαρίου 1873, υπογράφηκε συμβόλαιο μεταξύ Σερπιέρι και Συγγρού, με το οποίο η εταιρεία “Ιλαρίων Ρου και Σία” μεταβίβαζε στην “Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως” όλα τα δικαιώματά της για τις εκβολάδες και σκωρίες, καθώς και όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία που βρισκόταν στην περιοχή αυτή. Έτσι, με την έγκριση του καταστατικού την 7 Μαρτίου 1873, δημιουργήθηκε η “Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου”. Η εταιρεία αυτή είχε σαν στόχο την αξιοποίηση των σκωριών και των εκβολάδων και θα απέδιδε στο Δημόσιο το 44% του καθαρού εισοδήματος είτε σε είδος (δηλαδή αργυρούχο μόλυβδο), είτε σε χρήμα. Η εκμετάλλευση των μεταλλείων Λαυρίου παραχωρήθηκε στη δεύτερη εταιρεία που δημιουργήθηκε τότε, την “Γαλλοελληνική Εταιρεία Λαυρίου”, η οποία το 1875 μετονομάστηκε σε “Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου”. Και στις δύο εταιρείες που δημιουργήθηκαν το 1873 συμμετείχε ο Σερπιέρι, ενώ ο Α. Κορδέλλας διετέλεσε διευθυντής της “Ελληνικής Εταιρείας Μεταλλουργείων Λαυρίου” κατά την περίοδο 1887-1891. Ο Σερπιέρι εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του, ενώ η οικογένειά του πήρε την ελληνική ιθαγένεια.

Η “Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου” άρχισε εντατικά τις εργασίες. Μεγάλωσε τα πλυντήρια, αντικατέστησε τις παλιές μηχανές με καινούριες, επέκτεινε τις εσωτερικές σιδηροδρομικές γραμμές, κατασκεύασε τον σιδηρόδρομο από το Λαύριο στην Αθήνα, μήκους 76 χιλιομέτρων, οργάνωσε την τηλεφωνική και τηλεγραφική υπηρεσία και ηλεκτροδότησε όλη την περιοχή. Ομοίως, η “Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου” εξακολούθησε ενεργά τη δράση της, αγοράζοντας και άλλα σπουδαία μεταλλεία της Λαυρεωτικής, όπως του Αντωνόπουλου, του Μερκάτη, της εταιρείας “Περικλής” κ.α. Η ανάπτυξη που γνώρισε η περιοχή με την επαναδραστηριοποίηση των μεταλλείων ήταν πολύ σημαντική. Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα του Α. Κορδέλλα, που γράφτηκε το 1901 : “Η τέως και προ της ιδρύσεως των νεωτέρων μεταλλευτικών και μεταλλουργικών έργων Λαυρεωτική, εις ην κατέφευγον άγρια ζώα ομού και λησταί, ο δε ναύτης μόνον υπό την βίαν των ανέμων προσωρμίζετο, μετεβλήθη εις πλουσίαν βιομηχανικήν κωμόπολιν, παρέχουσαν έντιμον βίον εις υπερδεκακισχιλίους ανθρώπους, και εις κέντρον εμπορικόν. Ενώ δε εν έτει 1860, ότε το πρώτον επεσκέφθην τον λιμένα των Εργαστηρίων (σημ. συντάκτου : το σημερινό Λαύριο), είδον εν αυτώ μίαν αλιευτικήν λέμβον προσωρμισμένην, σήμερον, μετά 40ετίαν, βλέπω προσωρμισμένα παντοδαπά ατμόπλοια πασών σχεδόν των ευρωπαϊκών εθνικοτήτων”. Υπολογίζεται ότι στη διάρκεια ζωής των παραπάνω δύο εταιρειών, η “Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου” παρήγαγε περίπου 490.000 ΤΝ αργυρούχου μολύβδου και η “Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου” άλλους περίπου 310.000 ΤΝ. Αν σε αυτούς προστεθούν και περίπου 60.000 ΤΝ της πρώτης γαλλοϊταλικής εταιρείας “Ιλαρίων Ρου και Σία”, έχουμε μια συνολική παραγωγή περίπου 860.000 ΤΝ αργυρούχου μολύβδου στη νεώτερη ιστορία της Ελλάδος.

7.3. Η Λοιπή Μεταλλευτική Δραστηριότητα.

Όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα, από την απελευθέρωση της χώρας από τον τουρκικό ζυγό μέχρι τη σύνταξη του νόμου “Περί μεταλλείων” το 1861, δεν παρουσιάζεται καμιά σοβαρή προσπάθεια εκμετάλλευσης του μεταλλευτικού πλούτου της χώρας, εκτός από μερικές, όχι σημαντικού χαρακτήρα, μεμονωμένες περιπτώσεις. Η πρώτη παραχώρηση μεταλλείου, που έγινε μετά τη σύνταξη του νόμου “Περί μεταλλείων”, είναι η παραχώρηση των θειωρυχείων της Μήλου, το 1862, η οποία αναφερόταν σε έκταση 14.423 στρεμμάτων και στο όνομα κάποιου Β. Μελά. Μέχρι τότε φαίνεται ότι οι πιο σημαντικές εκμεταλλεύσεις αναφέρονταν στην σμύριδα της Νάξου (υπάρχει ο νόμος ΥΚΘ’ του 1854, που απαγορεύει την εξόρυξη σμυρίδας από ιδιωτικές εκτάσεις, άρα υπήρχε η δραστηριότητα αυτή αρκετά χρόνια πριν το 1861) και τη θηραϊκή γη στη Θήρα (Σαντορίνη), που χρησιμοποιούνταν στην κατασκευή υδροπαγών κονιαμάτων.

Μετά τον νόμο “Περί μεταλλείων”, η πλέον αξιόλογη μεταλλευτική δραστηριότητα επικεντρώνεται στην Λαυρεωτική. Στην περιοχή αυτή, εκτός από τις δύο μεγάλες εταιρείες που αναφέρθηκαν παραπάνω και αυτές που εξαγοράστηκαν από την “Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου”, υπήρχαν και άλλες, όπως η “Ανώνυμος Εταιρεία των Μεταλλείων Δαρδέζης” και η “Γαλλική Εταιρεία των Μεταλλείων Σουνίου”.

Κάποια στοιχειώδης εκμετάλλευση αρχίζει να φαίνεται την εποχή αυτή στους λιγνίτες και συγκεκριμένα στις περιοχές Αλιβερίου, Κύμης, Ωρωπού, Μεγάρων, Λοκρίδας και Φθιώτιδας. Παρ’ όλο όμως που από το 1862 ως το 1882 δόθηκαν συνολικά παραχωρήσεις λιγνιτών σε έκταση 317.000 στρεμμάτων, η δραστηριότητα αυτή εξακολουθούσε να είναι υποτονική. Το 1895 ο πρόξενος της Ελλάδας στη Βόννη Ιωσήφ Τσούντας υπέβαλε στο ελληνικό Υπουργείο Εσωτερικών μελέτη για την πλινθοποίηση των λιγνιτών, για μεγαλύτερη απόδοση, όπως γινόταν τότε στις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Η ιδέα αυτή δεν είχε κάποια συνέχεια.

Αξιοσημείωτη, αντίθετα, ήταν η εκμετάλλευση των μαρμάρων της χώρας. Τα μάρμαρα της Πεντέλης, της Πάρου, της Τήνου, της Καρύστου, της Αρκαδίας, τα εκμεταλλεύονταν κυρίως μικροί επιχειρηματίες. Δραστηριοποιήθηκαν όμως στον τομέα αυτόν και τρεις μεγάλες εταιρείες, με σεβαστά κεφάλαια : Η “Αγγλική Εταιρεία” (έτος ίδρυσης 1884), η “Ελληνική των Μαρμάρων Εταιρεία” (1899) και η “Αγγλική Εταιρεία Πρασίνου Μαρμάρου” στη Θεσσαλία (1896). Στην Παγκόσμια Έκθεση του Λονδίνου (1851) “εκτίθενται ανάγλυφα παριανού και Πεντελικού μαρμάρου…”, θείο, σμύριδα Νάξου, θηραϊκή γη, μυλόπετρες Μήλου. Επίσης, στην Παγκόσμια Έκθεση των Παρισίων (1878) δεσπόζουσα θέση έχουν τα ελληνικά μάρμαρα. Το 1871 ιδρύεται στην Τήνο το πρώτο ατμοκίνητο εργαστήρι κοπής μαρμάρων, ο “Πραξιτέλης”. Σύμφωνα με στοιχεία του Α. Κορδέλλα, από τα μάρμαρα της Πεντέλης η Αθήνα και ο Πειραιάς κατανάλωναν κάθε χρόνο 2.500 – 3.000 κυβικά μέτρα. Τα περισσότερα από τα νεοελληνικά καλλιμάρμαρα οικοδομήματα διακοσμήθηκαν με το μάρμαρο αυτό, ενώ πολύ λιγότερα είναι εκείνα στα οποία χρησιμοποιήθηκε μάρμαρο Πάρου.

Εκτός των παραπάνω, η λοιπή μεταλλευτική δραστηριότητα αναφερόταν σε κάποιες πρώτες προσπάθειες εκμετάλλευσης σιδηρομεταλλευμάτων, κυρίως στη Σέριφο και στην Εύβοια. Οι όποιες ποσότητες εξορύσσονταν εξάγονταν στο εξωτερικό, καθώς δεν υπήρχαν υψικάμινοι στην Ελλάδα, αλλά ούτε και η απαραίτητη καύσιμη ύλη (λιθάνθρακες) για την τήξη των μεταλλευμάτων. Πέρα από αυτό, ούτε η ζήτηση των μετάλλων την εποχή εκείνη ήταν αρκετή στην Ελλάδα, ώστε να δικαιολογείται η κατασκευή πολυδάπανων υψικαμίνων. Υπολογίζεται ότι στο τέλος του 19ου αιώνα, μόλις 2.000 ΤΝ χυτοσιδήρου καταναλώνονταν στην Ελλάδα. Μια προσπάθεια ίδρυσης υψικαμίνου το 1869 στην Κύμη απέτυχε. Η “Ελληνική Μεταλλουργική Εταιρεία”, που είχε το δικαίωμα εκμετάλλευσης σιδηρούχων μεταλλείων στη Σέριφο και στην Εύβοια (κοντά στα λιγνιτωρυχεία της Κύμης), κατασκεύασε υψικάμινο και επιχείρησε την καμινεία σιδηρούχων μεταλλευμάτων με λιγνίτες. Όμως η υψικάμινος εκείνη δεν μπόρεσε να αποδώσει χυτοσίδηρο, ενώ η εταιρεία εξάντλησε τα κεφάλαιά της. Επίσης, το 1873 συστάθηκε στο Νιούκαστλ της Αγγλίας η ελληνική εταιρεία με τον τίτλο “Ελληνικόν Βασιλικόν Σιδηρεργοστάσιον”, όπου μεταφέρονταν για καμίνευση σιδηρομετάλλευμα Σερίφου. Η εταιρεία όμως αυτή σ’ ένα περίπου χρόνο διαλύθηκε, απ’ ότι φαίνεται λόγω κακής συνεργασίας των ιδιοκτητών μεταξύ τους.

8.   ΟΙ 20ος ΚΑΙ 21Ος ΑΙΩΝΕΣ.

Η πορεία, που ακολούθησε η ελληνική μεταλλεία στον 20oκαι στην αρχή του 21ου αιώνα μπορεί να χωρισθεί στις παρακάτω επτά (7) περιόδους :

8.1. Περίοδος 1900 - 1925

Στα πρώτα 25 χρόνια του 20ου αιώνα οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις ασχολήθηκαν περισσότερο με την εξόρυξη και τη διάθεση φυσικών μεταλλευμάτων, παρά με την εκκαμίνευση και τον εμπλουτισμό τους. Έτσι, οι πρώτες ύλες, ακατέργαστες όπως έβγαιναν, έφευγαν στο εξωτερικό, όπου μετατρέπονταν σε προϊόντα από τα οποία αγόραζε η Ελλάδα, σε ακριβές μάλιστα τιμές.

Την περίοδο αυτή η ελληνική οικονομία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην αξιοποίηση των ελληνικών πρώτων υλών κι έπρεπε να προσελκυσθεί το ξένο κεφάλαιο. Για τον σκοπό αυτόν γράφτηκαν από ειδικούς, ειδικές εκθέσεις και πραγματείες, που στάλθηκαν στο εξωτερικό, για να δείξουν στους Ευρωπαίους κεφαλαιούχους τον μεταλλευτικό πλούτο της χώρας (Α. Κορδέλλας 1902).

Άλλες εκθέσεις (Κ. Μητσόπουλος 1905) παρουσίαζαν το μεταλλευτικό μέλλον της χώρας, τονίζοντας ταυτόχρονα και την αδιαφορία των Ελλήνων για τη γεωλογία και την ορυκτολογία, που τις έβλεπαν σαν τέχνες μάλλον παρά σαν επιστήμες.

Έγιναν πολλές προσπάθειες και τονίσθηκε η σημασία που θα είχε η εγκατάσταση στη χώρα σιδηρομεταλλουργίας και η πλινθοποίηση του ελληνικού λιγνίτη. Επίσης, σαν βιομηχανικό πρότυπο που θα μπορούσε να ιδρυθεί τότε στην Ελλάδα, προβαλλόταν η εγκατάσταση υαλουργικής βιομηχανίας για την αξιοποίηση της, τόσο πλούσιας σε καθαρούς χημικά κρυστάλλους και οξυπυρίτιο, άμμου των ελληνικών ποταμών και θαλασσών. Τονίσθηκε μάλιστα ότι θα μπορούσε να παραχθούν και κάτοπτρα, αν χρησιμοποιηθεί για τη λείανση η ελληνική σμύριδα. Όλες αυτές οι σκέψεις φαίνονταν τότε απλές, ίσως και αφελείς, μα περιείχαν βασικές αλήθειες, που τις κάλυπταν με το σκοτάδι της αμάθειας διάφορες προκαταλήψεις.

Λεγόταν τότε και υποστηριζόταν σοβαρά, ότι η Ελλάδα ήταν ένας μικρός και φτωχός τόπος, μια χώρα αδικημένη από την φύση, μια “ψωροκώσταινα”, όπως την αποκαλούσαν. Ο υπεδαφικός πλούτος της συνδεόταν με τη φτώχια της χώρας και στον ελληνικό λαό είχε καλλιεργηθεί η ιδέα ότι τόπος πλούσιος είναι εκείνος που βγάζει σιτάρι, άσχετα αν η ιστορία διδάσκει πως οι κατακτητικοί πόλεμοι συνήθως γίνονται για την κατάκτηση περιοχών με πλούσιο υπέδαφος και όχι με παραγωγικό έδαφος.

Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο, το 1918, η παραγωγή μεταλλευμάτων άρχισε να δείχνει άνοδο και είχε φθάσει τους 420.744 ΤΝ σε μεταλλεύματα σιδήρου, σιδηρομαγγανίου, μολύβδου, ψευδάργυρου, σιδηροπυρίτη, χαλκού, λευκολίθου, σμύριδας και λιγνίτη. Στον ίδιο χρόνο είχαν παραχθεί και 15.194 ΤΝ προϊόντων από εκκαμίνευση. Το 75% περίπου όλης αυτής της παραγωγής πουλήθηκε στο εξωτερικό, με συνάλλαγμα αξίας 26.044.822 δρχ. της εποχής εκείνης. Στις μεταλλευτικές επιχειρήσεις εργάζονταν τότε 9.202 εργάτες, από τους οποίους οι 4.424 δούλευαν σε υπόγειες εκμεταλλεύσεις και 4.778 σε επιφανειακές. Το μέσο μεροκάματο ήταν 6,12 δρχ.

Η γαλλική εταιρία “Σέριφος - Σπηλιαζέζα” εκμεταλλευόταν τα σιδηρούχα μεταλλεύματα της Σέριφου και ο δαιμόνιος Σερπιέρι τα σιδηρούχα μεταλλεύματα της Σίφνου. Στο Λαύριο, η “Ελληνική Εταιρία Μεταλλουργείων Λαυρίου” εξόρυσσε μεταλλεύματα σιδηρομαγγανίου, ψευδάργυρου και αργυρούχου μόλυβδου. Από τη σύστασή της (1873) ως το 1918 η εταιρία αυτή εξήγαγε 311.989 TN αργυρούχου μόλυβδου σε χελώνες. Αντίστοιχα, η “Γαλλική Εταιρία Μεταλλείων Λαυρίου” εξήγαγε 280.663 TN. Στη Λάρυμνα, η μεταλλευτική εταιρία “Λοκρίς”, που από το 1910 είχε ανακαλύψει τα νικελιούχα μεταλλεύματα της περιοχής, εξόρυξε ως το 1918 85.997 TN μεταλλεύματα, τα οποία με την τότε μέση τιμή των 39,08 δρχ. τον τόνο (FOB Λάρυμνα), απέφεραν έσοδα 3.360.000 δρχ.
Λίγο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1913) λειτούργησε στο Μαντούδι της Εύβοιας ο πρώτος στην Ελλάδα περιστροφικός κλίβανος, χρησιμοποιώντας για καύσιμη ύλη το κάρβουνο, από την “Α.Ε. Επιχειρήσεων εν Ελλάδι”, για την παραγωγή δίπυρης μαγνησίας.

Το 1918 οι κυριότερες από τις μεταλλευτικές επιχειρήσεις ήταν:

-     Η “Ελληνική Εταιρία Μεταλλουργείων Λαυρίου”.

-     Η “Γαλλική Εταιρία Μεταλλείων Λαυρίου”.

-     Η εταιρία “Λοκρίς” στη Λάρυμνα.

-     Η “Εταιρία Μεταλλείων Αταλάντης”, στην Αταλάντη για σιδηρομεταλλεύματα.

-     Η “Γαλλική Εταιρία Σέριφου - Σπηλιαζέζας”, στη Σέριφο.

-     Η “Β. Ι. Σερπιέρι” στη Σίφνο, για σιδηρομεταλλεύματα.

-     Η “Α.Ε. Επιχειρήσεων εν Ελλάδι”, με δραστηριότητα στη Μήλο για θειάφι, στο Μαντούδι της Εύβοιας για λευκόλιθο και στην Κύμη για λιγνίτες.

-     Η “Εταιρία Μεταλλείων Ερμιόνης”, στην Ερμιόνη για σιδηροπυρίτες.

-     Τα “Μεταλλεία Κασσάνδρας” (Γαλλο - οθωμανική εταιρεία) στον Ίσβορο (Στρατονίκη) για σιδηροπυρίτες.

-     Η “Αγγλοελληνική Εταιρία Λευκολίθου”, στην Εύβοια (Χαλκίδα, Λίμνη και στο Πήλι).

-     Η “Εταιρία Αλλατίνη”, στη Γερακίνη Χαλκιδικής για λευκόλιθο.

-     Η “Λ. Δεπιάν και Ν. Ραφαήλ”, στον Ωρωπό για λιγνίτες.

-     Η “Εταιρία Εκμεταλλεύσεως Ελληνικών Ανθρακωρυχείων” στον Ωρωπό.

-     Η “Α.Ε. Ανθρακωρυχείων Αλιβερίου” στο Αλιβέρι.

-     Η “Μεταλλευτική Ένωσις Δομοκός”, στο Δομοκό για μεταλλεύματα χρωμίου.

-     Η “Α.Ε.Ε.Χ.Π. και Λιπασμάτων”, που, αν και ιδρύθηκε το 1909 από τον χημικό Ν. Κανελλόπουλο, μόλις το 1920 απόκτησε τα πρώτα μεταλλευτικά της δικαιώματα στην ανατολική Χαλκιδική, προερχόμενα από σουλτανικά φιρμάνια που είχε η Γαλλο- Οθωμανική Εταιρία “Μεταλλεία Κασσάνδρας” από το 1893.

Γύρω στα 1913 είχε ιδρυθεί η “Α.Ε. Επιχειρήσεων εν Ελλάδι”, που για κύριο στόχο της είχε την καθετοποίηση της μεταλλευτικής παραγωγής. Η Εταιρεία αυτή το 1947 περιήλθε στο συγκρότημα Σκαλιστήρη. Το 1971 έλαβε την επωνυμία “Α.Ε. Επιχειρήσεων Μεταλλευτικών, Βιομηχανικών και Ναυτιλιακών” (FIMISCO) αναπτύσσοντας μεγάλη δραστηριότητα στην παραγωγή δίπυρης και καυστικής μαγνησίας, χρωμίτη, πυρίμαχων τούβλων και πυρίμαχων μαζών.

Το 1916 εμφανίσθηκε ο Δ. Παπαστρατής, με την ίδρυση της εταιρίας “Δ. Π. Παπαστρατής και Σία”, που μετατράπηκε το 1965 στην “Α.Ε. Μεταλλευτική, Εμπορική και Βιομηχανική”.

Μετά τρία χρόνια (1919) εμφανίσθηκε ένας άλλος πρωταγωνιστής της ελληνικής μεταλλείας, ο Ιωάννης Λαμπρινίδης, που στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διεύθυνε με επιτυχία το μεταλλείο λευκολίθου της Γερακινής ( Χαλκιδική), έπειτα (1919-1922) τα λιγνιτωρυχεία Αλιβερίου και στη συνέχεια τα μεταλλεία Βάβδου ( Χαλκιδική). Στην Εύβοια ασχολήθηκε, επίσης, με τους εκεί λευκόλιθους.

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922), οι κακουχίες κατά την επιστροφή του στρατού μας, το προσφυγικό πρόβλημα, που δέσποζε στην κυβερνητική πολιτική, και η έλλειψη έμπειρων εργατικών χεριών, δεν επέτρεψαν στην ελληνική μεταλλεία να αυξήσει την παραγωγή της. Από το 1923 αυτή σταθεροποιήθηκε στα επίπεδα του 1918 και πιο συγκεκριμένα έφτασε στους 432.000 TN, με αυξημένη παραγωγική δραστηριότητα στα μεταλλεύματα λιγνίτη (118.927 TN), λευκόλιθου (62.552 TN) , σιδηροπυρίτη (52.290 ΤΝ), σιδηρομεταλλευμάτων (100.115 ΤΝ) και μολυβδούχων μεταλλευμάτων (53.566 ΤΝ). Παράλληλα τριπλασιάστηκε η παραγωγή των μεταλλευτικών προϊόντων από εκκαμίνευση (45.392 ΤΝ), που βασικά απαρτίζονταν από μεταλλικό μόλυβδο (4.235 ΤΝ), φρυγμένο ψευδάργυρο (8.320 ΤΝ) και φρυγμένη μαγνησία (20.136 ΤΝ). Η αξία της μεταλλευτικής αυτής παραγωγής είχε φθάσει στις 176.034.413 δρχ. Στο ίδιο χρονικό διάστημα η παραγωγή στα μάρμαρα ήταν 2.093 κυβ. μέτρα, στο γύψο 1.429 ΤΝ, στις μυλόπετρες 2.400 τεμάχια και στη θηραϊκή γη 57.714 ΤΝ.

Το 1924 ιδρύθηκε ο “Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων” (Σ.Μ.Ε.). Μετά ένα χρόνο (1925) στον μεταλλευτικό χώρο εμφανίσθηκε η πρώτη εταιρία για βωξίτες, η “Αδελφοί Λ. Μπάρλου”, με μια μικρή παραγωγή για τον χρόνο εκείνο (3.700 TN). Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι τους βωξίτες της περιοχής Διστόμου - Αντικύρων - Ελικώνος είχαν επισημάνει από το 1917 οι Ιωάννης και Γεώργιος Μπάρλος, οι οποίοι έστειλαν και δείγματα στη Γερμανία (Πανεπιστήμιο του Μπρεσλάου), που από την ανάλυσή τους αποδείχθηκε ότι τα ως τότε θεωρούμενα φτωχά μεταλλεύματα σιδήρου των περιοχών αυτών ήταν μεταλλεύματα βωξίτη, με την πολύ σημαντική, όπως αποδείχθηκε αργότερα, αξία τους.

Την ίδια περίοδο η “Γαλλική Εταιρία Μεταλλείων Λαυρίου”, άρχισε και την κατεργασία των μικτών θειούχων μεταλλευμάτων, με τη μέθοδο της διαφορικής επιπλεύσεως, και παρήγαγε συμπυκνώματα γαληνίτη και σφαλερίτη.

Με την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης (1925), το ενδιαφέρον της Γεωλογικής Υπηρεσίας και του Πανεπιστημίου εντοπίσθηκε περισσότερο στις ηφαιστειακές μελέτες, παραμερίζοντας τη γενικότερη επιστημονική έρευνα του ορυκτού πλούτου της χώρας.

8.2. Περίοδος 1926 - 1944.

Την περίοδο αυτή τη χαρακτηρίζουν έντονες εσωτερικές πολιτικές αναστατώσεις, η παγκόσμια διεθνής κρίση 1929-1930, αλλά και συνθήκες με σταθερή Κυβέρνηση (1928-1932). Έγιναν τότε διάφορα αναπτυξιακά έργα υποδομής, που όμως ανέκοψαν και κατέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η τριπλή κατοχή.

Από τα στοιχεία που υπάρχουν για το 1932, διαπιστώνει κανείς ότι 13 μεταλλευτικές επιχειρήσεις εκμεταλλεύονταν σιδηρούχα μεταλλεύματα στο Λαύριο, στη Σέριφο, στον Αγ. Ελισσαίο, στη Λάρυμνα, στη Στρατονίκη και αλλού, με μια συνολική παραγωγή 46.000 ΤΝ. Τρεις επιχειρήσεις εξόρυσσαν μαγγανιούχα μεταλλεύματα στο Λαύριο και στη Σπηλιαζέζα κι άλλες δύο εκμεταλλεύονταν τα μεταλλεύματα μολύβδου στο Λαύριο.
Στη Λάρυμνα παράγονταν νικελιούχα μεταλλεύματα και στη Στρατονίκη και την Ερμιόνη κυριαρχούσε η παραγωγή σιδηροπυρίτη. Μικρή εξόρυξη μεταλλευμάτων χρωμίου γινόταν στον Δομοκό, ενώ στη Γερακινή και στη Βάβδο Χαλκιδικής, όπως και στη Λίμνη και στο Αφράτι της Εύβοιας, εξορυσσόταν λευκόλιθος, που η αγορά του βρισκόταν τότε σε ύφεση.
Στη Δεσφίνα της Άμφισσας και στο Δίστομο οι βωξίτες, που ήταν γνωστοί από παλιά σαν φτωχό σιδηρομετάλλευμα, παράγονταν σε μικρές ποσότητες.

Έντονη δραστηριότητα το 1932 έδειξαν τα λιγνιτωρυχεία στο Αλιβέρι, στο Μήλεσι, στον Ωρωπό, στην Κορώνη, στην Κύμη, στο Παγγαίο και στις Σέρρες. Η παραγωγή τους τη χρονιά αυτή έφθασε στους 137.583 ΤΝ.

Ο λιγνίτης χρησιμοποιούνταν τότε περισσότερο για καύσιμη ύλη τις θερμάστρες, στα αρτοποιεία και στα κεραμοποιεία και λιγότερο στα τότε θερμικά εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρισμού. Το 1932 η ισχύς εγκαταστάσεως και παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ήταν 82.290 kw, που διαιρούνταν σε υδροηλεκτρικά εργοστάσια 6.600 kw (παραγωγής 10,5 εκατ. kwh) και σε θερμικά εργοστάσια 75.690 kw (παραγωγής 132,5 εκατ. kwh). Τα περισσότερα από τα θερμικά εργοστάσια κινούνταν με πετρέλαιο ή με άνθρακες από το εξωτερικό. Με την απομάκρυνση όμως της δραχμής από τη χρυσή βάση (1932), που επέφερε και την αύξηση της τιμής των αγγλικών ανθράκων, το θέμα του ελληνικού λιγνίτη τέθηκε επί τάπητος, με πολύ αισιοδοξία στην αρχή. Όμως παραμελήθηκε, λόγω αντιγνωμιών για την ποιότητά του, ίσως και λόγω ξένων συμφερόντων. Η Ελλάδα πλήρωνε τότε 1.500.000 δρχ. για τον αγγλικό άνθρακα.

Οι εξαγωγές το 1932 έδωσαν στη χώρα συνάλλαγμα 175 εκατ. δρχ. Όμως παράλληλα εισήχθηκαν από το εξωτερικό άλλα ορυκτά, αξίας 800 εκατ. δρχ., καθώς και μέταλλα αξίας 1,2 δισ. δρχ.

Τον ίδιο χρόνο, από τον Ευριπίδη Μαυρομάτη και τον Ηλία Ηλιόπουλο, ιδρύθηκαν η “Α.Ε.Μ. Βωξίται Παρνασσού” και η “Α.Ε. Εκμεταλλεύσεως Αργυρομεταλλευμάτων και Βαρυτίνης”, που άρχισε την εκμετάλλευση βαρυτίνης στη Μήλο το 1934. Το έργο τους συνέχισε και προώθησε ο Γεώργιος Ηλιόπουλος, έχοντας στενό συνεργάτη και τον Αθανάσιο Ηλιόπουλο. Επίσης, την ίδια χρονιά, το “Τεχνικό Γραφείο Δημητρίου Σκαλιστήρη”, που το διεύθυνε σαν ατομική του επιχείρηση ο Δημήτριος Σκαλιστήρης, άρχισε να ασχολείται με μεταλλευτικές έρευνες στην περιοχή της Ελευσίνας, όπου ανακάλυψε τα εκεί βωξιτικά κοιτάσματα. Από τότε γεννήθηκε το συγκρότημα Σκαλιστήρη, με τις διάφορες μετέπειτα επιχειρήσεις του.

Το 1936, η παραγωγή των φυσικών μεταλλευμάτων αυξήθηκε και ανήλθε σε 50.195 TN των νικελιούχων μεταλλευμάτων, σε 208.050 ΤΝ των σιδηροπυριτών και σε 116.106 ΤΝ των λευκόλιθων. Ιδιαίτερη όμως εξόρμηση κάνουν οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις παραγωγής βωξίτη, που τώρα είναι αρκετές : “Α.Ε. Μεταλλείων Βωξίτου Παρνασσού”, “Αδελφοί Λ. Μπάρλου” (από το 1928), “Α.Ε. Μπάρλου Βωξίται Ελλάς”, “Α.Ε. Μεταλλείων και Σιδηροδρόμων ΟΤΑΒΙ”, “Α.Ε.Μ. Βωξίται Δελφών” και το “Τεχνικό Γραφείο Δημητρίου Σκαλιστήρη”. Η συστηματική παραγωγή βωξίτη άρχισε το 1935, βασικά από την “Α.Ε. Μεταλλείων Βωξίται Παρνασσού”, που η παραγωγή της το 1936 έφθασε στους 129.898 TN, εγκαινιάζοντας έναν από τους πιο σημαντικούς κλάδους της σύγχρονης ελληνικής μεταλλείας.

Το 1940, πριν την έναρξη του πολέμου με την Ιταλία, η εταιρία “Χρυσωρυχεία Βορείου Ελλάδος Α.Ε.”, με πρωταγωνιστή τον Ηλία Ηλιόπουλο, σημειώνει ιδιαίτερη πρόοδο στην παραγωγή προσχωματικού χρυσού από τον Γαλλικό ποταμό.

Η κατοχή σταμάτησε κάθε ουσιαστική μεταλλευτική δραστηριότητα.

8.3. Περίοδος 1945 - 1960.

Μετά τον πόλεμο, την κατοχή και την εσωτερική αιματηρή αναταραχή, που κράτησε ως τον Αύγουστο του 1949, χαλαρώθηκε σοβαρά το ιδιωτικό ενδιαφέρον για την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου, αλλά και η σχετική δραστηριότητα των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών. Την εποχή εκείνη προείχε το πρόβλημα της ανοικοδόμησης της χώρας. Σωστή, όμως ανοικοδόμηση δεν μπορούσε να γίνει χωρίς την εκβιομηχάνιση. Με το πρόβλημα αυτό στην αρχή ασχολήθηκαν περισσότερο οι οικονομολόγοι και λιγότερο οι τεχνικοί. Γρήγορα, όμως, συνδυάσθηκε η ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας με την ανάπτυξη του ορυκτού πλούτου, οπότε πήραν θέση και επιστήμονες πλησιέστεροι προς το αντικείμενο “υπέδαφος της χώρας”.

Στην ανασυγκρότηση των μεταλλείων βοήθησαν οι παροχές της αμερικάνικης βοήθειας (A.M.A.G.), το σχέδιο Marshall και η UNRRA, που το αρμόδιο κλιμάκιο της για την ελληνική μεταλλεία πείσθηκε για την μεταλλοφορία του ελλαδικού χώρου. Συνέστησε μάλιστα, σαν επιτακτική ανάγκη, τη συστηματική οργανωμένη έρευνα και κυκλοφόρησε σε βιβλίο τη μελέτη “Ο ορυκτός πλούτος της Ελλάδος” (μ΄ ένα γεωτεκτονικό μεταλλευτικό χάρτη, σε κλίμακα 1: 1.250.000), το οποίο συνέγραψαν οι Ν. Λιάτσικας, Ι. Σολωμός, Σ. Κογεβίνας και Γ. Ανδρεάκος.

Το ενδιαφέρον των ιδιωτών για τη μεταλλεία εκδηλώθηκε έντονα και χορηγήθηκαν πάρα πολλές άδειες μεταλλευτικών ερευνών. Μέχρι τότε έλλειπε η έρευνα, που ως γνωστόν αποτελεί το υπόβαθρο της μεταλλείας. Η αισιοδοξία των ιδιωτών ήταν πολύ μεγάλη και οι ελπίδες για την ανεύρεση ακόμη και πολύτιμων λίθων έκαναν πολλές καρδιές να φτερουγίζουν. Έτσι ξεχύθηκε κόσμος στα βουνά και μάζευε κρυστάλλους που έλαμπαν, κι έπλαθε όνειρα, όχι πάντοτε χωρίς λόγο. Γενική πάντως ήταν η διαπίστωση, ότι έλλειπε η έρευνα. Το ραβδάκι, που κάποτε αποτελούσε όργανο έρευνας και που έπαιξε σημαντικό ρόλο, ακόμη και στην Ευρώπη, ξεπεράστηκε. Η γεωλογική μελέτη του ελλαδικού χώρου ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα. Είχαν γίνει, βέβαια, σχετικές μελέτες από ξένους περιηγητές γεωγράφους, γεωλόγους και άλλους, μα τα περισσότερα τετραγωνάκια του γεωλογικού χάρτη της Ελλάδος ήταν άδεια και περίμεναν να συμπληρωθούν.

Χαρακτηριστικό είναι, ότι όλες οι μελέτες, που έγιναν την εποχή εκείνη, τελειώνουν με την πρόταση “απαιτείται έρευνα”, αλλά με οργάνωση, δουλειά και υπομονή, με όλα τα μέσα και προς όλες τις κατευθύνσεις. Η κρατική πολιτική στον τομέα της έρευνας ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Η πρωτοβουλία όμως, το θάρρος και η τόλμη, που έδειξαν τότε οι μεγάλες μεταλλευτικές επιχειρήσεις στην έρευνα και στον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών τους, ήταν πράγματι αξιέπαινη. Προπάντων οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις Μποδοσάκη, Σκαλιστήρη, Ηλιόπουλου, Μπάρλου και οι επιχειρήσεις λευκόλιθου. Μεταπολεμικά (1947), με την “Ελληνική Εταιρία Μεταλλουργείων Λαυρίου”, συνεργάσθηκε η Mediterranean Mines Inc, η οποία, ενισχυμένη και με κονδύλια της ανασυγκρότησης, εγκατέστησε στο Λαύριο εκσυγχρονισμένα μηχανήματα εμπλουτισμού πτωχών μεταλλευμάτων με τη μέθοδο της διαφορικής επίπλευσης (flotation). Την ίδια εποχή, την πλειοψηφία των μετοχών της “Α.Ε.Ε.Χ.Π. και Λιπασμάτων” απέκτησε ο Μποδοσάκης Αθανασιάδης, που με τη δραστηριότητά του της έδωσε πνοή, τονώνοντας ιδιαίτερα τον μεταλλευτικό της κλάδο. Η επιχείρηση αυτή το 1952, μετά από πλειοδοτικό διαγωνισμό, απέκτησε τα μεταλλευτικά δικαιώματα των δημοσίων νικελιούχων μεταλλείων στη Λάρυμνα, όπου και δημιούργησε μεταλλουργική μονάδα, οργανώνοντας την αξιοποίηση των μεταλλευμάτων αυτών σε νέα βάση.

Η παραγωγή της “Γαλλικής Εταιρίας Μεταλλείων Λαυρίου” το 1947 είχε φθάσεις τους 5.000 TN μεταλλικού μολύβδου, από τους οποίους οι 2.500 TN ήταν καθαρός μόλυβδος (99,99%) και οι άλλοι 2.500 σκληρός μόλυβδος (95,5%). Παράλληλα, η παραγωγή μεταλλευμάτων βωξίτη, ενώ είχε παρουσιάσει κάμψη στην τριετία 1948-1950 (45.000 TN τον χρόνο), ανέβηκε με αλματώδη ρυθμό, φθάνοντας το 1953 στους 328.241 TN, που πουλήθηκαν όλοι στο εξωτερικό. Το ίδιο έγινε και με τους λευκόλιθους, αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Το 1953 η παραγωγή των 106.938 TN ήταν πολύ κατώτερη από την παραγωγή του 1938 (168.243 TN). Αυτό οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι οι εξαγωγές ωμού λευκόλιθου στην περίοδο 1948-50 ήταν ελάχιστες ( γύρω στους 2.000 ΤΝ τον χρόνο). Αυτό ίσχυσε και για την παραγωγή της καυστικής μαγνησίας, που οι εξαγωγές της έφθασαν στους 303 ΤΝ το 1948 και μόνο στους 79 ΤΝ το 1949.

Το 1951 ιδρύθηκε από το Συγκρότημα Σκαλιστήρη η “Α.Ε. Μεταλλεία Βωξίτου Ελευσίνος”. Το 1971 η εταιρία αυτή μετονομάζεται σε “Α.Ε. Μεταλλεία Βωξίτου Ελευσίνος - Μεταλλευτικαί, Βιομηχανικαί και Ναυτιλιακαί Εργασίαι”, που ασχολείται με τα μεταλλεύματα βωξίτη και μαγγανίου. Την ίδια εποχή ξένες μεταλλευτικές επιχειρήσεις έδειξαν ενδιαφέρον για την ανακάλυψη πετρελαίου στον ελλαδικό χώρο.

Το 1952 ιδρύθηκε το “Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους” (Ι.Γ.Ε.Υ) και η “Γεωλογική Εταιρία”. Η Γεωλογική Υπηρεσία, που είχε ιδρυθεί μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σαν διεύθυνση του Υπουργείου Γεωργίας, είχε πολύ περιορισμένες αρμοδιότητες και δυνατότητες. Το Ι.Γ.Ε.Υ. ήταν μια ανάγκη για τη χώρα και με την ίδρυσή του άρχισε τη μελέτη της γεωλογίας της και γενικά του ορυκτού δυναμικού της. Στο μεταξύ είχε ιδρυθεί το 1946 στο Πολυτεχνείο και το Τμήμα Μηχανικών Μεταλλειολόγων - Μεταλλουργών, που μπόρεσε να καλύψη αργότερα τις ανάγκες της χώρας σε μηχανικούς μεταλλείων.

Την ίδια χρονιά (1952), στο Στρατώνι Χαλκιδικής, άρχισε να λειτουργεί το πρώτο από τα τρία σημερινά εργοστάσια εμπλουτισμού μεταλλευμάτων. Έτσι το 1953 αξιοποιήθηκαν και τα φτωχά μικτά θειούχα μεταλλεύματα της ανατολικής Χαλκιδικής, από τα οποία παράγονται τα συμπυκνωμένα μεταλλεύματα σφαλερίτη και γαληνίτη, που εξάγονται στο εξωτερικό. Παράλληλα, άρχισε να λειτουργεί και το θερμικό εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής του Αλιβερίου, με ισχύ 80.000 kw.

Το 1953 το Ι.Γ.Ε.Υ. άρχισε μια σειρά νέων ερευνών για την ανακάλυψη ραδιενεργών ορυκτών.

Το 1954 εκδηλώνεται οικονομικό ενδιαφέρον για το αμιαντοφόρο κοίτασμα στο Ζιδάνι της Κοζάνης, που τα βέβαια αποθέματά του, εκτιμημένα μετά από έρευνες, ανέρχονταν σε 20 εκατ. ΤΝ, με μία μέση περιεκτικότητα σε αμίαντο 4,5% (Κατά τη σύσκεψη της 15/11/78 στο Υπουργείο Βιομηχανίας και Ενεργείας, αναφέρθηκαν αποθέματα αμιάντου της τάξεως των 100 εκατ. ΤΝ). Ενδιαφέρον εκδήλωσαν στην αρχή Έλληνες κι Αμερικανοί ιδιώτες και στη συνέχεια η αμερικανική μεταλλευτική εταιρία “Κennecot Copper Crp”, που το 1955 ίδρυσε τη θυγατρική της εταιρία “Kembestos” η οποία, αφού έκαμε ως το 1964 πολλές έρευνες και 63 γεωτρήσεις, και επεξεργάστηκε σε ημιβιομηχανική κλίμακα δείγματα και πυρήνες, παραχώρησε τα μεταλλευτικά της δικαιώματα στο Ελληνικό Δημόσιο, που κι αυτό τα μεταβίβασε στην Ε.Τ.Β.Α.

Το 1955, από τις εταιρίες “Dresser Industries” και “Dresser A.G. Vaduz” ιδρύθηκε η “Α.Ε. Μυκομπάρ Μεταλλευτική Εταιρία”, με δραστηριότητα στη Μύκονο για βαρυτίνη και στη Μήλο για μπεντονίτη.

Μετά τις καταστροφές, που έπαθαν κατά την πολεμική περίοδο τα μεταλλεία σιδηρομεταλλευμάτων, παρουσιάσθηκε κάμψη στην παραγωγή μεταλλευμάτων σιδήρου (μαγνητίτης, αιματίτης, λειμονίτης κ.α.). Από 350.000ΤΝ, που ήταν προπολεμικά, το 1952 μειώθηκε στους 158.000 ΤΝ και το 1953 στους 88.000 ΤΝ. Το ίδιο έγινε και με άλλα μεταλλεύματα, με εξαίρεση τους λιγνίτες, που η παραγωγή τους αυξήθηκε στην περίοδο του πολέμου και της κατοχής (500.000 ΤΝ τον χρόνο) και που η άνοδός τους συνεχίστηκε και μετά, με κύρια χρήση την τροφοδότηση των θερμοηλεκτρικών εργοστασίων της Δ.Ε.Η.

Το 1957 το μεταλλείο λευκολίθου της Βάβδου Χαλκιδικής περιήλθε στην εταιρία “Magnomin”, η οποία εγκατέστησε εκεί περιστροφικό κλίβανο για την παραγωγή δίπυρης μαγνησίας σε βιομηχανική κλίμακα.

Μετά δύο χρόνια (1959) ιδρύεται η εταιρία “Ελληνικοί Λευκόλιθοι Ανώνυμος Μεταλλευτική Βιομηχανική, Ναυτιλιακή και Εμπορική Εταιρία”, με αξιόλογη στη συνέχεια δραστηριότητα στην αξιοποίηση των μεταλλευμάτων λευκόλιθου του δημοσίου μεταλλείου Γερακινής Χαλκιδικής, με δύο περιστροφικούς κλιβάνους και με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης. (Σημειώνεται εδώ, ότι ο λευκόλιθος, για να φθάσει να αξιοποιηθεί σε δίπυρη μαγνησία, πέρασε από διαδικασίες που κράτησαν μισό περίπου αιώνα. Πολλοί ασχολήθηκαν με τον λευκόλιθο, όμως τη σημαντική πυρίμαχη ιδιότητά του δεν την είχαν προσέξει. Εξάλλου, ως το 1950 επικρατούσε η άποψη ότι ειδικά ο ελληνικός λευκόλιθος δεν καμινεύεται σε δίπυρη μαγνησία, άποψη που ξεπεράσθηκε το 1958, ύστερα από πολλές προσπάθειες. Έτσι, στη συνέχεια αξιοποιήθηκαν και τα πιο πτωχά μεταλλεύματα λευκόλιθου με μηχανοποιημένη διαλογή, που την ακολουθούσε εκκαμίνευση).

Τα λατομικά προϊόντα, στη μεταπολεμική περίοδο ως το 1953, παρουσίασαν αύξηση την παραγωγή, εκτός από τη θηραϊκή γη, που το 1953 είχε πέσει κοντά στο 1/4 της παραγωγής του 1938 (1938 : 149.729 ΤΝ, 1953 : 40.000 ΤΝ). Μεγάλη άνοδο παρουσίασαν τα μάρμαρα, ο καολίνης και ο γύψος.

Στα φυσικά μεταλλεύματα η παραγωγή στην πενταετία 1956-1960 σχεδόν διπλασιάσθηκε (1956: 2.114.759 ΤΝ, 1960: 4.140.257 ΤΝ), σημειώνοντας μεγαλύτερη αύξηση στον λευκόλιθο, στη βαρυτίνη, στο μαγγάνιο και στον λιγνίτη. Αντίθετα, στα εμπλουτισμένα μεταλλεύματα και στα προϊόντα κατεργασίας η παραγωγή έμεινε σχεδόν σταθερή, με κάποια ανοδική πορεία στη διετία 1957 και 1958. Από τα προϊόντα καμινείας ανοδική πορεία σημείωσαν η καυστική και η δίπυρη μαγνησία. Η δεύτερη άρχισε να παράγεται στην Ελλάδα σε βιομηχανική κλίμακα από το 1958.

Στην περίοδο 1956-1960, ιδιαίτερη άνοδο παρουσίασε η θηραϊκή γη, ενώ στα μάρμαρα επταπλασιάστηκε η παραγωγή (1956: 3.000 κυβ. μέτρα, 1960 : 20.000 κυβ. μέτρα). Επίσης, αύξηση σημείωσαν και ο μπεντονίτης και ο περλίτης, που η παραγωγή του ξανάρχισε το 1958 (παραγωγή περλίτη γινόταν και προπολεμικά, αλλά με την ονομασία “ζαχαρόπετρα”).

Το 1960 οι πωλήσεις στο εξωτερικό απέφεραν 572 περίπου εκατ. δρχ., με ιδιαίτερη έμφαση στις εξαγωγές βωξίτη, βαρυτίνης και σιδηρομεταλλευμάτων. Δυστυχώς όμως, σε λίγο η επιχείρηση των σιδηρομεταλλευμάτων στη Θάσο “Α. Χονδροδήμος”, καταποντίσθηκε, γιατί στην Αφρική και αλλού βρέθηκαν σιδηρομεταλλεύματα με διπλάσια σχεδόν περιεκτικότητα σε σίδηρο.

Στη χρονιά του 1960 διακρίνονται για τη δραστηριότητά τους :

- Δύο επιχειρήσεις, που εκμεταλλεύονται βαρυτίνη στη Μήλο και στη Μύκονο.

- Πέντε, που εκμεταλλεύονται βωξίτες στον Παρνασσό, στο Δίστομο, στον Ελικώνα, στη Μάνδρα Ελευσίνας και στη Γραβιά (Ο Γεώργιος Λ. Μπάρλος αποχώρησε τότε από την “Α.Μ.Ε. Μπάρλου Βωξίται Ελλάς” και ίδρυσε αρχικά (1960) ατομική επιχείρηση, που το 1964 μετέτρεψε στην “Α.Ε. Ελληνικοί Βωξίται Ελικώνος Γεώργιος Λ. Μπάρλος”).

- Δύο, που εκμεταλλεύονται θηραϊκή γη.

- Τρεις, που εκμεταλλεύονται καολίνη, μπεντονίτη και περλίτη στη Μήλο.

- Μια, που εκμεταλλεύεται μαγγάνιο στη Δράμα.

- Τρεις, που εκμεταλλεύονται μεταλλεύματα μολύβδου στο Λαύριο και στη Χαλκιδική.

- Ένδεκα, που εκμεταλλεύονται λευκόλιθο στην Εύβοια και στη Χαλκιδική.

- Μια, που εκμεταλλεύεται νικελιούχα μεταλλεύματα.

- Μία, που εκμεταλλεύεται σιδηρομεταλλεύματα στη Θάσο.

- Γύρω στις 27 επιχειρήσεις, που παράγουν λιγνίτες.

- Μερικές άλλες μικρότερες επιχειρήσεις, που παράγουν διάφορα μεταλλεύματα.

8.4. Περίοδος 1961 - 1979.

Η περίοδος από το 1961 έως το 1979 είναι η σημαντικότερη στη νεώτερη μεταλλευτική ιστορία της Ελλάδος. Η ελληνική μεταλλεία στην περίοδο αυτή πήρε σημαντικές διαστάσεις και καταδείχθηκε ότι το υπέδαφος του ελλαδικού χώρου έχει πάνω από 50 είδη ορυκτών υλών, που 20 από αυτές -ανάμεσα τους και πολλά στρατηγικής σημασίας- είναι οικονομικά εκμεταλλεύσιμες.

Οι έρευνες πια άρχισαν να γίνονται οργανωμένα και με τα πιο σύγχρονα μέσα, με συνέπεια να αυξάνονται τα αποθέματα και να βρίσκονται καινούργιες μεταλλοφόρες περιοχές. Το 1962 μάλιστα έγιναν γνωστές και 40 περιοχές (οι 32 στη Μακεδονία και στη Θράκη) με ραδιενεργά μεταλλεύματα (καταλληλότερη για δοκιμαστικές έρευνες κρίθηκε η περιοχή Βάθης στο Κιλκίς).

Η παραγωγή μεταλλευμάτων και ορυκτών αυξάνει με γοργό ρυθμό και τα προϊόντα εξάγονται μεταποιημένα στις αγορές του εξωτερικού. Έτσι, στη χώρα μπαίνει περισσότερο συνάλλαγμα, κάτι που κάνει τη μεταλλεία και τις συναφείς δραστηριότητες πρώτο εξαγωγικό τομέα της χώρας, μια και από το 1969 ξεπέρασε κι αυτόν τον καπνό. Παράλληλα, οι επενδύσεις κεφαλαίων για τον εκσυγχρονισμό των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων αυξάνονται γοργά κι αυτές, ενώ αρχίζουν να παίρνονται αποφασιστικά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος.

Η επιστημονική και η τεχνική κατάρτιση του προσωπικού, που απασχολείται στις μεταλλευτικές και τις μεταλλουργικές επιχειρήσεις, βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα και δεν έχει να ζηλέψει πια σε τίποτε τους ξένους.

Στην περίοδο αυτή συγκροτούνται καινούργιες μεταλλευτικές επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα:

-Το 1961 ιδρύεται η εταιρία “Αλουμίνιον της Ελλάδος Α.Ε.Β.Ε.”, η οποία παράγει από τα μεταλλεύματα του βωξίτη αλουμίνα και αλουμίνιο, που η ζήτηση τους στην παγκόσμια αγορά αυξάνει γρήγορα.

-Το 1963 η “Α.Ε.Ε.Χ.Π. και Λιπασμάτων” ιδρύει ανεξάρτητο φορέα για την εκμετάλλευση και τη μεταλλουργική επεξεργασία των νικελιούχων μεταλλευμάτων στη Λάρυμνα και στην Εύβοια. Είναι η “Α.Ε.Μ.Μ.Ε.Λ. ΛΑΡΚΟ”, που με αλματώδη ρυθμό ανέπτυξε μεταλλευτική και μεταλλουργική δραστηριότητα κι αξιοποίησε τους πτωχούς σε περιεκτικότητα νικελίου λατερίτες, με ελληνική τεχνολογία, παράγοντας από αυτούς σιδηρονικέλιο.

-Το 1967 ιδρύεται η “Α.Β.Μ.Ε. Ελληνικοί Βωξίται Διστόμου” και η “Μακεδονικοί Λευκόλιθοι Ανώνυμος Μεταλλευτική, Βιομηχανική και Ναυτιλιακή Εταιρία”.

-Το 1971 ιδρύεται η “Ανώνυμος Μεταλλευτική, Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρία Μαγνησίτου Α.Ε.”.

Παράλληλα, δημιουργούνται οι πιστωτικοί οργανισμοί Ε.Τ.Β.Α. (“Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως”, η οποία διαδέχθηκε τον “Οργανισμό Βιομηχανικής Αναπτύξεως” (Ο.Β.Α.)) και Ε.Τ.Ε.Β.Α. (Ελληνική Τράπεζα Επενδύσεων Βιομηχανικής Αναπτύξεως), που για κύριο σκοπό τους έχουν την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας γενικά.

Το 1973 και το 1976 αναπροσαρμόζεται η μεταλλευτική νομοθεσία και το 1977 η λατομική.

Παραστατική εικόνα της ανοδικής πορείας, που ακολούθησε η ελληνική μεταλλεία κατά την ιστορούμενη περίοδο, δίνουν τα παρακάτω κατά τομείς στοιχεία :

8.4.1. Έρευνα και Αποθέματα.

Η έρευνα με γεωτρήσεις την περίοδο αυτή βρίσκεται σε υψηλό σημείο. Το συνολικό βάθος των γεωτρήσεων που εκτελέστηκαν για τον εντοπισμό συγκεντρώσεων μεταλλευμάτων ανέρχεται σε πάνω από 3.300.000 μέτρα, χωρίς να υπολογισθούν οι γεωτρήσεις, που έγιναν για την ανακάλυψη πετρελαίου. Με τη γεωτρητική αυτή έρευνα αυξήθηκαν τα διαπιστωμένα αποθέματα μεταλλευμάτων και ορυκτών σε σημαντικό βαθμό. Ειδικότερα, κατά το διάστημα 1966-1976 τα βέβαια αποθέματα βωξίτη αυξήθηκαν κατά 100 εκατ. ΤΝ, τα νικελιούχα μεταλλεύματα κατά 280 εκατ. ΤΝ, τα μικτά θειούχα κατά 10 εκατ. ΤΝ, τα αποθέματα λευκόλιθου κατά 25 εκατ. ΤΝ και τα αποθέματα περλίτη κατά 200 εκατ. ΤΝ. Για τις έρευνες αυτές μόνο οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις δαπάνησαν γύρω στα 2 δισ. δρχ. Επίσης, οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις, για ερευνητικούς και παραγωγικούς σκοπούς, άνοιξαν καινούργιες υπόγειες στοές ή προχώρησαν παλιές, συνολικού μήκους 126 χιλιομέτρων.

Στην αύξηση αποθεμάτων που αναφέρεται παραπάνω, δεν συμπεριλαμβάνονται οι λιγνίτες, που τα βεβαιωμένο δυναμικό τους το 1977 έφθασε στους 3,5 δισ. ΤΝ περίπου (το 1964 τα αποθέματα λιγνίτη υπολογίζονταν σε 1 δισ. ΤΝ), με εκτίμηση ότι ένα ποσοστό 65% ( 2,2 δισ. ΤΝ) είναι απολήψιμοι.

Έρευνες άρχισαν το 1972 και στα ραδιενεργά ορυκτά της Μακεδονίας και Θράκης από την Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενεργείας (Ε.Ε.Α.Ε.).

Βασικά, φορείς της μεταλλευτικής έρευνας αυτό το χρονικό διάστημα ήταν το Υπουργείο Βιομηχανίας και Ενέργειας, το “Ίδρυμα Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών” (Ι.Γ.Μ.Ε.), η “Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού” (Δ.Ε.Η.), η “Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίων” (Δ.Ε.Π.), η “Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας” (Ε.Ε.Α.Ε.), η “Γενική Εταιρία Μεταλλευτικών Ερευνών και Εκμεταλλεύσεων” (Γ.Ε.Μ.Ε.Ε.), θυγατρικές εταιρίες της “Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Ανάπτυξης” (Ε.Τ.Β.Α.) και οι ιδιωτικές μεταλλευτικές επιχειρήσεις.

8.4.2. Παραγωγή.

Η παραγωγή φυσικών μεταλλευμάτων από 8.123.477 ΤΝ το 1967, ανήλθε σε 29.454.529 ΤΝ το 1976 (αύξηση 263%). Τα μεταλλευτικά προϊόντα με μηχανική επεξεργασία κι εμπλουτισμό, δεν παρουσίασαν πολύ μεγάλες διαφορές : 278.406 ΤΝ το 1967 και 380.526 ΤΝ το 1976 ( αύξηση 37%). Σε ότι αφορά όμως τα μεταλλουργικά προϊόντα, η παραγωγική δραστηριότητα ήταν σημαντική. Κι αυτό πιο πολύ, γιατί αυξήθηκε η παραγωγή της αλουμίνας, του αλουμινίου, του νικελίου και της καυστικής και δίπυρης μαγνησίας. Η συνολική παραγωγή αυτών των προϊόντων το 1967 ήταν 401.137 ΤΝ, ενώ το 1976 έφθασε στους 1.015.575 ΤΝ, δηλαδή αυξήθηκε κατά 153%.

Η παραγωγή λιγνίτη έφθασε το 1977 στους 23,5 εκατ. ΤΝ, με συμμετοχή κατά 97% περίπου των δύο μεγάλων λιγνιτικών κέντρων της Πτολεμαΐδας και της Μεγαλούπολης (παραγωγή 1959 : 1,6 εκατ. ΤΝ).

Τέλος, η παραγωγή τσιμέντου από 399.000 ΤΝ το 1950 και 1.582.000 ΤΝ το 1960, έφθασε το 1977 στους 11.000.000 ΤΝ περίπου.

8.4.3. Εξαγωγές.

Η αξία των εξαγωγών των μεταλλευμάτων, των προϊόντων επεξεργασίας και εμπλουτισμού τους, των λατομικών προϊόντων και των προϊόντων που προέρχονται από την κατεργασία εγχώριων πρώτων υλών (νικέλιο, αλουμίνα, αλουμίνιο, τσιμέντο) το 1964 ήταν 630.016.000 δρχ. Μετά 13 χρόνια, το 1976, ανέβηκε στις 14.544.138.000 δρχ. Η διαφορά αυτή δίνει στα δεκατρία χρόνια μια ποσοστιαία αύξηση 2.209% στην αξία των εξαγωγών, πράγμα που αδιάψευστα καταδεικνύει την αλματώδη άνοδο της παραγωγής ορυκτού πλούτου και τη συμβολή του στην εθνική οικονομία της χώρας μας. Παράλληλα, τριπλασιάστηκαν σχεδόν και οι εξαγωγές λατομικών προϊόντων, με σημαντική αύξηση της εξαγωγικής βάσης στα μάρμαρα (1966 : 30.858.000 δρχ., 1976 : 315.012.000 δρχ.). Θα μπορούσε βέβαια να υποστηριχθεί, ότι η τόσο μεγάλη αύξηση της αξίας των εξαγωγών από το 1964 έως το 1976 οφείλεται και στον πληθωρισμό. Ο ισχυρισμός αυτός όμως, έχει πολύ μικρή σημασία, γιατί οι ρυθμοί πληθωρισμού απέχουν πολύ από το ποσοστό αύξησης της αξίας των εξαγωγών (2.209%).

Αξιοσημείωτο εδώ είναι, ότι η αξία των εξαγωγών της χώρας για όλα τα είδη των προϊόντων της (γεωργικά και βιομηχανικά), ήταν το 1964 9.252.719.000 δρχ. με συμμετοχή του ορυκτού πλούτου 6,81%, ενώ το 1976, που οι συνολικές εξαγωγές της χώρας έφθασαν στην αξία των 93.811.500.000 δρχ., ο ορυκτός πλούτος παρουσίασε υπερδιπλάσια συμμετοχή σε αυτές (15,5%).

8.4.4. Εσωτερική Κατανάλωση.

Ο ορυκτός πλούτος κάθε χώρας αποτελεί το υπόβαθρο στην εκβιομηχάνισή της. Τα παρακάτω στοιχεία δείχνουν παραστατικά τη συμμετοχή του ορυκτού πλούτου στην εκβιομηχάνιση της χώρας μας :

-Το 1960 η αξία των μεταλλευμάτων και των προϊόντων τους, που διακινήθηκαν στο εσωτερικό της χώρας, ήταν της τάξεως των 280.000.000 δρχ. περίπου. Το 1965 ανέβηκε στις 506.971.311 δρχ. και το 1976 στις 1.706.422.242 δρχ. Παράλληλα, τριπλασιάστηκε σε ποσότητα η εσωτερική κατανάλωση στα λατομικά ορυκτά.

-Στην περίοδο 1965 – 1976, η εσωτερική κατανάλωση πρώτων υλών από το υπέδαφος της χώρας υπερτριπλασιάστηκε, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτήν η τεράστια κατανάλωση του ελληνικού λιγνίτη, που το μεγαλύτερο ποσοστό του (90%) χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ το υπόλοιπο (10%) για άλλες χρήσεις.

-Η συνολική εγκατεστημένη ισχύς των λιγνιτικών θερμοηλεκτρικών μονάδων της χώρας έφθασε το 1978 στα 1.915 Mw, δηλαδή το 42% όλης της εγκατεστημένης ισχύος του διασυνδεδεμένου συστήματος (ηπειρωτική χώρα). Μόνο στην Πτολεμαΐδα, όπου και τα μεγαλύτερα λιγνιτικά αποθέματα, η εγκατεστημένη ισχύς έφθανε στα 1.265 Μw. Το δεύτερο ηλεκτροενεργειακό κέντρο, με τότε ισχύ 550 Μw, βρίσκεται στη Μεγαλόπολη της Πελοποννήσου, κοντά στο εκεί κοίτασμα λιγνίτη. Το σημαντικότερο όμως είναι, ότι η συμμετοχή του λιγνίτη στην καθαρή παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αυξανόταν σταθερά την εποχή εκείνη. Το 1975 έφθασε στο 50% περίπου (έναντι του 36% το 1972 ) και το 1976 στο 55,2% (από τις 16.323 εκατ. kwh, που έφθανε όλη η παραγόμενη ενέργεια, οι 9.007 εκατ. kwh παραγόταν από λιγνίτη και οι υπόλοιπες από πετρέλαιο και υδατοπτώσεις).

Κατανάλωση μεταλλευμάτων – προϊόντων εμπλουτισμού – μεταλλουργικών

στο εσωτερικό της χώρας.

Έτος

Αξία σε δραχμές

Έτος

Αξία σε δραχμές

1965

506.971.311

1971

1.144.550.545

1966

643.299.705

1972

1.061.499.919

1967

714.359.322

1973

1.636.994.702

1968

729.315.387

1974

2.328.659.251

1969

906.942.628

1975

1.408.547.712

1970

993.981.210

1976

1.706.422.242

8.4.5. Απασχόληση.

Η ελληνική μεταλλεία, με δραστηριότητα που στο σύνολό της επικεντρώνεται μακριά από αστικά κέντρα (αρκετές μάλιστα στα παραμεθόρια), συμβάλλει στην ανάπτυξη της υπαίθρου, με συνέπεια τη διατήρηση του πληθυσμού σ’ αυτήν και τον αντίστοιχο περιορισμό της μετανάστευσης. Στα δώδεκα χρόνια 1965-1976, παρ’ όλο που η μηχανοποίηση της εκμετάλλευσης των μεταλλείων επεκτάθηκε, η απασχόληση του προσωπικού αυξήθηκε. Το 1965 στον μεταλλευτικό τομέα εργάζονταν 10.407 εργατοϋπάλληλοι, που το 1976 έγιναν 16.413.

Μέσα στη 10ετία του 70, το εργαζόμενο στα μεταλλευτικά συγκροτήματα δυναμικό γίνεται πλέον εξειδικευμένο, ενώ οι συνθήκες εργασίας του, μέσω της μηχανοποίησης βελτιώνονται σημαντικά.

Απασχόληση προσωπικού στα μεταλλευτικά συγκροτήματα

Έτος

Μέσος όρος απασχολημένων ημερησίως

Πραγματοποιηθέντα ημερομίσθια

1965

10.407

3.122.356

1966

10.779

3.233.771

1967

10.300

3.090.293

1968

10.684

3.205.267

1969

11.751

3.525.589

1970

12.359

3.707.710

1971

13.227

3.968.135

1972

12.706

3.811.870

1973

13.967

4.190.094

1974

15.052

4.515.903

1975

18.812

5.643.847

1976

16.413

4.923.809

8.4.6. Επενδύσεις.

Ανοδική ήταν και η καμπύλη που διέγραψαν οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στις κυριότερες μονάδες της μεταλλείας. Οι επενδύσεις αυτές, που αποτελούν το 70% περίπου των συνολικών επενδύσεων στον τομέα ορυχεία - λατομεία (το υπόλοιπο 30% είναι του Δημοσίου), από 418 εκατ. δρχ. που ήταν το 1965, έφτασαν το 1976 στις 3.019 εκατ. δρχ. Ως το 1969 οι επενδύσεις ακολούθησαν μέτρια αυξητική πορεία για να σημειώσουν σημαντική άνοδο από το 1970 και μετά.

Η ανοδική πορεία των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου από τα μεταλλευτικά συγκροτήματα φαίνεται καλύτερα, αν συγκριθεί με το σύνολο των επενδύσεων, που έγιναν στις μεταποιήσεις του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα, όπως δείχνει ο παρακάτω πίνακας :

Έτος

Επενδύσεις στον τομέα της μεταποίησης

(ιδιωτικός

και δημόσιος)

σε δρχ.

Επενδύσεις

μεταλλευτικού κλάδου

(ιδιωτικός τομέας)

σε δρχ.

Ποσοστιαία συμμετοχή των επενδύσεων των μεταλλευτικών επιχειρήσεων στο σύνολο

1965

5.778.000.000

418.000.000

7

1966

5.813.000.000

420.000.000

7

1967

5.461.000.000

539.000.000

10

1968

6.828.000.000

563.000.000

8

1969

7.777.000.000

591.000.000

8

1970

10.044.000.000

1.067.000.000

11

1971

12.413.000.000

1.892.000.000

15

1972

16.688.000.000

1.295.000.000

8

1973

20.919.000.000

1.705.000.000

8

1974

25.882.000.000

2.180.000.000

8

1975

26.584.000.000

2.177.000.000

8

1976

31.346.000.000

3.019.000.000

10

Σύνολο

175.533.000.000

15.866.000.000

9

Οι επενδύσεις που προγραμματίσθηκαν από το 1974 έως το 1979 έφθασαν στο ύψος των 24 δισ. δρχ. και στο μεγαλύτερο μέρος τους αφορούν στην αξιοποίηση των βωξιτών (αλουμινίου), των νικελιούχων μεταλλευμάτων, των μικτών θειούχων και των λευκόλιθων.
Για τους λιγνίτες, οι επενδύσεις της ΔΕΗ σε εγκαταστάσεις ορυχείων στο ίδιο χρονικό διάστημα (1974-1978) ανήλθαν σε έξι δισ. δρχ. περίπου.

Από τον Δεκέμβριο του 1975 η ΛΙ.ΠΤΟΛ, που εκμεταλλευόταν τα μεγάλα λιγνιτωρυχεία Πτολεμαΐδας, συγχωνεύτηκε με την Δ.Ε.Η. που εκμεταλλευόταν τα λιγνιτωρυχεία της Μεγαλούπολης και του Αλιβερίου. Προς το τέλος της δεκαετίας του ‘70 , η Δ.Ε.Η. αρχίζει να αξιοποιεί και τα μεγάλα κοιτάσματα λιγνίτη της περιοχής Αμυνταίου. Το ίδιο χρονικό διάστημα δραστηριοποιήθηκαν και πολλά άλλα μικρά ιδιωτικά λιγνιτωρυχεία, από τα οποία η Δ.Ε.Η. προμηθεύεται λιγνίτη για τις ανάγκες κυρίως του θερμοηλεκτρικού εργοστασίου του Αλιβερίου, που τα αποθέματά του σε κοιτάσματα λιγνίτη έχουν σχεδόν εξαντληθεί.

Όλες οι πιο πάνω, μεγάλες για τα ελληνικά μέτρα, επενδύσεις, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό της αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου της χώρας, με τη χρήση σύγχρονων μεθόδων και μηχανημάτων απόληψης του και με την καθετοποίηση της παραγωγής -μεταλλευτικής και μεταλλουργικής-, επιτεύγματα που τόνωσαν την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας.

8.5. Περίοδος 1980 - 1989.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι δυσμενείς συγκυρίες στις διεθνείς αγορές μεταλλευμάτων και οι ανακατατάξεις που σημειώθηκαν σ’ αυτές, οδήγησαν μία σειρά από μεταλλευτικές και μεταλλουργικές επιχειρήσεις σε μαρασμό, στην υπαγωγή τους στην κατηγορία των προβληματικών επιχειρήσεων και ορισμένες από αυτές στο κλείσιμο.
Σημαντική εξέλιξη, που δημιούργησε θεμελιώδεις ανακατατάξεις σ’ όλους τους τομείς της εθνικής οικονομίας και φυσικά επηρέασε και την ελλαδική μεταλλεία, ήταν η πλήρης ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή κοινότητα.

Την ίδια δεκαετία γίνεται φανερή η αύξηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων στην παραγωγή βιομηχανικών ορυκτών έναντι των μεταλλευμάτων και γίνεται στροφή προς αυτή την κατεύθυνση.

Παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές μεταλλευτικές επιχειρήσεις, προωθούν τη δραστηριότητά τους στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογίας για την αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών τους, με έκδηλα όμως τα σημάδια της ύφεσης που πλήττει τον κλάδο, πάνω σ’ αυτές του τις προσπάθειες.

Για την δεκαετία που αναφερόμαστε παραθέτουμε τα εξής σημαντικά και ενδεικτικά στοιχεία που περιγράφουν την πορεία επιμέρους τομέων του κλάδου :

Βωξίτης, αλουμίνα, αλουμίνιο :

-        Προς το τέλος της δεκαετίας έχουμε την αλλαγή της πολιτικής κατάστασης στις ανατολικές χώρες και την κατάρρευση των οικονομιών τους. Αυτό επηρέασε σημαντικά τις εξαγωγές ορυκτών πρώτων υλών και ιδιαίτερα του βωξίτη, με αποτέλεσμα την συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής, ανακατατάξεις στον χώρο, επαναπροσανατολισμό της εμπορικής πολιτικής των εταιρειών και την λήψη αναγκαίων οργανωτικών μέτρων.

-        Επιδοτείται η παραγωγή βωξίτη τρίτων χωρών από τα κοινοτικά ταμεία με βάση την εφαρμογή της συνθήκης LOME.

Λευκόλιθος :

-        Συντελείται πλήρης καθετοποίηση της παραγωγής λευκόλιθου από τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο, με εφαρμογή αντίστοιχης τεχνολογίας αιχμής. Η καυστική μαγνησία καλύπτει πλέον ένα ευρύ φάσμα εφαρμογών, όπως δομικές κατασκευές , παραγωγή ηλεκτροτετηγμένης μαγνησίας, χαρτοβιομηχανία, βιομηχανία πλαστικών, κεραμικών, ρητινών, μεταλλουργία, πετροχημικά, ζωοτροφές, λιπάσματα, φαρμακοβιομηχανία κ.ά. Επίσης εμφανίζεται σημαντική αύξηση ζήτησης πυρίμαχων από την χαλυβουργία, την υαλουργία, την τσιμεντοβιομηχανία κ.ά.

-        Τα κυριότερα προϊόντα της δίπυρης και καυστικής μαγνησίας δέχονται τον έντονο ανταγωνισμό της Κίνας, η οποία καταγγέλλεται για πολιτική dumping.

Μικτά θειούχα μεταλλεύματα :

-        Ο τομέας αυτός δοκιμάζεται σκληρά, λόγω των χαμηλών τιμών που επικρατούν στις διεθνείς αγορές και τις εγγενείς δυσκολίες της εθνικής παραγωγής. Η παραγωγή βαίνει σημαντικά μειούμενη.

-        Μηδενίζονται σχεδόν οι εξαγωγές του χρυσοφόρου σιδηροπυρίτη της Ολυμπιάδος.

-        Παρατηρείται μεγάλη αύξηση της αξίας των εξαγωγών σε σφαλερίτη (ZnS).

Σιδηρονικελιούχα μεταλλεύματα, Νικέλιο :

-        Οι εξαγωγές Νικελίου αποτελούν το 29,2% του συνόλου της αξίας των εξαγωγών των μεταλλευτικών - μεταλλουργικών προϊόντων, φτάνοντας στο ύψος ρεκόρ για τα ελληνικά δεδομένα των 30 δις δρχ. το 1989.


Βιομηχανικά Ορυκτά :

-        Σημειώνεται πολύ μεγάλη ανάπτυξη στην παραγωγή και τις εξαγωγές του μπεντονίτη και του περλίτη. Η εθνική παραγωγή παίρνει παγκόσμια ηγετική θέση.

-        Σε όλη την δεκαετία 1980 - 1989 η συνολική παραγωγή των βιομηχανικών ορυκτών κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα φτάνοντας το 1989 τους 2.249,1 χιλ. ΤΝ ορυκτών σε φυσική κατάσταση. Ακόμη εντυπωσιακότερη είναι η εξέλιξη της παραγωγής σε επεξεργασμένα ορυκτά, φτάνοντας το 1989 τους 789,6 χιλ. ΤΝ.

8.6. Περίοδος 1990 - 1999

Στο πρώτο μισό της δεκαετίας αυτής συνεχίζονται τα σοβαρά προβλήματα, λόγω της συνεχιζόμενης ύφεσης που κληροδότησε η προηγούμενη δεκαετία. Η παρατεταμένη διατήρηση χαμηλών τιμών των μεταλλευτικών και μεταλλουργικών προϊόντων, η συνεχιζόμενη αδυναμία απορρόφησης ελληνικών προϊόντων από παραδοσιακές αγορές σε συνδυασμό με τον αθέμιτο ανταγωνισμό των προϊόντων μας τόσο από χώρες του τρίτου κόσμου (υποστηριζόμενες από κοινοτικούς πόρους) όσο και από άλλες χώρες (Λ.Δ. Κίνας), που διαθέτουν στην διεθνή και ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή αγορά ομοειδή μεταλλευτικά και μεταλλουργικά προϊόντα υπό συνθήκες dumping, καθώς και η έλλειψη “κοινοτικής συμπαράστασης” για τα επί κοινοτικού εδάφους παραγόμενα μεταλλευτικά προϊόντα, συνιστούν τα βασικά προβλήματα της, κατ’ εξοχήν εξαγωγικού προσανατολισμού, ελληνικής μεταλλείας.

Στο εσωτερικό τα πειράματα ιδιοκτησιακού καθεστώτος, διοίκησης και οργάνωσης προβληματικών μεταλλευτικών παραγωγικών μονάδων και επιχειρήσεων δεν φέρνουν ουσιαστική βελτίωση της οικονομικής τους εικόνας και αρκετές από αυτές (Μεταλλεία Κασσάνδρας, FIMISCO κ.ά.) οδηγούνται σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης.
Λόγω παρόμοιων προβλημάτων της παραγωγού εταιρείας αλλά και του διεθνούς ανταγωνισμού, σε συνδυασμό με την συνεχιζόμενη διατήρηση χαμηλών τιμών των μεταλλευτικών προϊόντων, σταματά το 1993 η ιστορική παραγωγή χρωμίτη – σιδηροχρωμίου από την “ΕΛ.ΣΙ.” Α.Ε.

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας εμφανίζονται σαφή σημεία διεθνούς ανάκαμψης στον κλάδο και αρκετά ελληνικά μεταλλευτικά προϊόντα κερδίζουν και πάλι έδαφος στην παγκόσμια αγορά. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο μπεντονίτης φτάνει στο υψηλότερο ιστορικό επίπεδο πωλήσεων, το ίδιο και η παραγωγή και οι πωλήσεις νικελίου, ενώ οι εξαγωγές περλίτη και βωξίτη σημειώνουν αύξηση 25% έναντι των μεγεθών του πρώτου μισού της δεκαετίας. Σημαντική αύξηση παραγωγής και πωλήσεων σημειώνεται σε όλα γενικώς τα προϊόντα του κλάδου.

Μεταβιβάζονται οι μεταλλευτικές εταιρείες που βρίσκονταν σε εκκαθάριση σε ιδιώτες. Συγκεκριμένα στις 21.12.1995 υπεγράφη το συμβόλαιο μεταβίβασης στην “T.V.X. HELLAS Α.Ε. Μεταλλείων & Βιομηχανίας Χρυσού”, θυγατρική Εταιρία της T.V.X. Gold Inc., του ενεργητικού των Μεταλλείων Κασσάνδρας της Α.Ε.Ε.Χ.Π. & Λιπασμάτων, που βρισκόταν σε ειδική εκκαθάριση εν λειτουργία από τις 23.4.1992. Τερματίσθηκε έτσι η μεταλλευτική δραστηριότητα της Α.Ε.Ε.Χ.Π. & Λιπασμάτων στην Ανατολική Χαλκιδική, που διήρκησε επί 68 χρόνια (1927-1995). Αναπτύχθηκε σε μια περιοχή με μεγάλο και ποικίλο μεταλλευτικό δυναμικό και με μια ιστορία εκμετάλλευσης που χάνεται βαθειά στο παρελθόν, μέχρι και τους αρχαίους χρόνους. Η Α.Ε.Ε.Χ.Π. & Λιπασμάτων, δια του ιδρυτού της κ. Νικ. Κανελλόπουλου, αγόρασε τα μεταλλεία το 1927 από μία Γαλλοοθωμανική Εταιρία. Το 1947 ο κ. Μποδοσάκης Αθανασιάδης (1891-1978) γίνεται κύριος της πλειοψηφίας των μετοχών της Α.Ε.Ε.Χ.Π. & Λιπασμάτων και δίνει νέα πνοή στην δραστηριότητα των μεταλλείων, που αναπτύσσονται εντυπωσιακά κατά την 25ετή διεύθυνσή τους από τον κ. Αλέξανδρο Αθανασιάδη. Σε αυτούς και σε συνεργάτες τους οφείλεται η ανακάλυψη το 1967, και στη συνέχεια η εκμετάλλευση, του γνωστού κοιτάσματος μικτών θειούχων μεταλλευμάτων (μολύβδου, ψευδαργύρου, αργύρου και χρυσού) της Ολυμπιάδος.

Επίσης μεταβιβάζονται η FIMISCO, οι “Βωξίτες Ελευσίνος”, οι “Μακεδονικοί Λευκόλιθοι” και οι “Βωξίται Ελικώνος”. Η εταιρεία ΜΑΓΚΝΟΜΙΝ συνεχίζει την προσπάθεια παραγωγής - καθετοποίησης λευκόλιθου στα ορυχεία και τις εγκαταστάσεις της παλαιάς FIMISCO, στην Εύβοια, μέχρι το 1997 οπότε και σταματά οριστικά. Μία ακόμα ιστορική μεταλλευτική περιοχή εγκαταλείπεται.

Στον τομέα του Λιγνίτη συνεχίζεται η αύξηση της παραγωγής, σε συνδυασμό με τις αυξημένες ανάγκες σε ενέργεια της χώρας, φτάνοντας στο επίπεδο των 62 εκατ. ΤΝ. Ποσοστό 96% περίπου προέρχεται από τα λιγνιτωρυχεία που εκμεταλλεύεται η Δ.Ε.Η. (Πτολεμαΐδα - Μεγαλόπολη) και το υπόλοιπο 4% από ιδιωτικές εταιρείες όπως ΒΙΟΛΙΓΝΙΤ Α.Μ.Ε.Τ.Β.Ε., ΛΙΓΝΙΤΩΡΥΧΕΙΑ ΑΜΥΝΤΑΙΟΥ Α.Ε. κ.ά. Η συμμετοχή των ορυχείων λιγνίτη στην συνολική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα και για το διασυνδεδεμένο δίκτυο, ανέρχεται προς το τέλος της δεκαετίας σε 70%, έναντι 8% του πετρελαίου, 11% των υδροηλεκτρικών και 11% του φυσικού αερίου, με κόστος παραγωγής ανά kwh ασύγκριτα χαμηλότερη έναντι οποιουδήποτε άλλου καυσίμου ή μέσου, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.

Προς το τέλος της δεκαετίας κατασκευάζεται νέος ατμοηλεκτρικός σταθμός στην περιοχή του Νομού Φλώρινας, εντατικοποιώντας την εξορυκτική δραστηριότητα στην λιγνιτοφόρο λεκάνη της περιοχής.

Τέλος σημειώνουμε την συνεχιζόμενη με εντατικό ρυθμό έρευνα για νέα προϊόντα, όπως χρυσό και βιομηχανικά ορυκτά.

8.7. Περίοδος 2000 - 2009.

Την περίοδο αυτή, και ιδιαίτερα μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2008, όλος ο κλάδος της εξορυκτικής βιομηχανίας ζει ημέρες ιδιαίτερης άνθησης. Η ζήτηση των πρώτων υλών στις παγκόσμιες αγορές αυξάνεται, όπως αυξάνονται και οι τιμές τους, ενώ στην εσωτερική αγορά, λόγω των Ολυμπιακών αγώνων και των κατασκευαστικών έργων τους, αλλά και της άνθησης των οικοδομικών δραστηριοτήτων, η παραγωγή αδρανών και γενικότερα δομικών υλικών φτάνει σε σημαντικά ύψη μέχρι και το 2005.

Η οικονομική ανάκαμψη των αναπτυγμένων χωρών, αλλά προπαντός οι μεγάλοι ρυθμοί ανάπτυξης της Κίνας, της Ινδίας και άλλων Ασιατικών χωρών, επαναφέρουν στο προσκήνιο εντονότερα από ποτέ τη στρατηγική σημασία των πρώτων υλών. Η ραγδαία αύξηση που παρατηρείται μέχρι και το 2007 σε ζήτηση ενέργειας και φυσικών πόρων όπως και βασικών μετάλλων (σίδηρος, χαλκός, νικέλιο, αλουμίνιο κ.α.) οδηγεί στην εκτόξευση των τιμών ενέργειας, πρώτων υλών και μετάλλων σε ύψη ρεκόρ.

Παράλληλα με τα θετικά αυτά στοιχεία, όλη η διεθνής οικονομία βιώνει και αρνητικές συνέπειες από την υψηλή ζήτηση ενέργειας και πρώτων υλών. Αυξάνεται σημαντικά το κόστος ενέργειας, τα ναύλα των θαλάσσιων μεταφορών, το κόστος πρώτων υλών, οπότε αυξάνεται αντίστοιχα και το κόστος παραγωγής πολλών προϊόντων, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται αυξητικές τάσεις στον πληθωρισμό.

Επίσης, στο διάστημα 2000-2005 αυξάνει σημαντικά η τιμή του ευρώ έναντι του δολαρίου, δημιουργώντας προβλήματα στις εξαγωγικές εταιρείες του κλάδου, αφού σημαντικό μέρος των πωλήσεων τους υλοποιείται σε δολάρια.

Μέσα στα πλαίσια αυτά, σημαντικές εταιρείες του κλάδου δραστηριοποιούνται έντονα και στο εξωτερικό, τόσο σε θέματα εμπορίας και διάθεσης προϊόντων, όσο και σε θέματα πρωτογενούς παραγωγής, καθετοποίησης και διανομής (S&B Βιομηχανικά Ορυκτά, Ελληνικοί Λευκόλιθοι, εταιρείες μαρμάρου).

Μέσα στις αρνητικές εξελίξεις πρέπει να σημειώσουμε τα ιδιαίτερα προβλήματα σε δύο τομείς της εξορυκτικής - μεταλλευτικής βιομηχανίας, στον τομέα του μαρμάρου και στον τομέα του χρυσού.

Στο τομέα του μαρμάρου αυξάνονται συνέχεια οι εισαγωγές από τρίτες χώρες, ενώ ο έντονος ανταγωνισμός περιορίζει επίσης έντονα και τις εξαγωγές. Οι εταιρείες μαρμάρου, σε συνδυασμό με την προβληματική αδειοδότηση νέων εξορυκτικών έργων λόγω του πολυδαίδαλου κανονιστικού πλαισίου, λαθεμένης ή γραφειοκρατικής αντίληψης των αδειοδοτικών αρχών και μη έγκαιρης προσαρμογής των εταιρειών, οδηγούνται, ιδιαίτερα μετά το 2004, σε έντονη παρακμή σ’ ότι αφορά την πρωτογενή παραγωγή και αξιοποίηση ελληνικών πετρωμάτων.

Στο τομέα του χρυσού, οι έντονες αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών, η έλλειψη πολιτικής βούλησης για την προώθηση των σχεδίων ανάπτυξής του, η μη κατανόηση των νέων τεχνολογιών που εγγυώνται την βιώσιμη ανάπτυξη της παραγωγής, οδηγούν στο κλείσιμο της TVX Hellas στη Χαλκιδική μετά από προσπάθειες αρκετών ετών και σημαντικών επενδύσεων και το σταμάτημα της ιστορικής παραγωγής συμπυκνωμάτων μολύβδου – ψευδαργύρου. Τα σχέδια έργων εκμετάλλευσης χρυσού στη Θράκη τίθενται σε τροχιά πολύχρονης ταλαιπωρίας για την αδειοδότησή τους, διαδικασία που βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.

Σημαντικές αλλαγές από πλευράς νέων δραστηριοτήτων αποτελούν η εμφάνιση της ΓΕΩΕΛΛΑΣ Α.Μ.Μ.Α.Ε., νέας εταιρείας που ξεκινά την εκμετάλλευση κοιτάσματος ατταπουλγίτη και σαπωνίτη στα Γρεβενά, όπως επίσης και η ανάπτυξη παραγωγής δομίτη και προϊόντων ανθρακικού ασβεστίου στη Β. Ελλάδα.

Επίσης, ο όμιλος Αλουμινίου της Ελλάδος περνά στα χέρια της Alcan και στη συνέχεια (2004) εξαγοράζεται από τον όμιλο Μυτιληναίου.

Χαρακτηριστικό όλης αυτής της εποχής είναι η μεγάλη αντίφαση ανάμεσα στις προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου και τις πραγματικές δυνατότητες λειτουργίας του. Η εξορυκτική δραστηριότητα ταλανίζεται από το πολύπλοκο νομοθετικό πλαίσιο αδειοδότησης - λειτουργίας των εξορυκτικών έργων, τις χρονοβόρες διαδικασίες εγκρίσεων από την Δημόσια Διοίκηση, την αντιφατικότητα νόμων όπως ο 3010, την ατυχή μεταφορά των ευρωπαϊκών οδηγιών στο εθνικό δίκαιο, τις περιβαλλοντικές υπερβολές, τη συνεχή παραγωγή περιβαλλοντικής νομοθεσίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις λαθεμένες αντιλήψεις παραγόντων της Δημόσιας Διοίκησης, τις έντονες αντιδράσεις μερών της κοινής γνώμης και των τοπικών κοινωνιών απέναντι στο αντικείμενο της εκμετάλλευσης των ορυκτών πόρων, σε συνάρτηση και με την άγνοια της σημασίας των ορυκτών πόρων για την εθνική οικονομία και τον ρόλο τους στην καθημερινή ζωή, τις λανθασμένες αντιλήψεις για την εφαρμογή αρχών βιώσιμης ανάπτυξης από μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας και τέλος από τον αντιφατικό ρόλο των Ο.Τ.Α. (αντιδράσεις σε αδειοδοτήσεις έργων, επιβολή πρόσθετων τελών κλπ).

Ο κλάδος συνεχίζει την παραγωγική του δραστηριότητα συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, στηρίζοντας την ελληνική και ευρωπαϊκή βιομηχανία, πραγματοποιώντας σημαντικές εξαγωγές (πάνω από το 65% του κύκλου εργασιών των εταιρειών μελών προέρχεται από εξαγωγές). Επίσης συμβάλει ουσιαστικά στην περιφερειακή ανάπτυξη.

Παραθέτουμε βασικά στοιχεία που συνθέτουν την σημασία του κλάδου στην εθνική οικονομία και την περιφερειακή ανάπτυξη :

-        Λιγνίτης : Η πρώτη σε μέγεθος εξορυκτική δραστηριότητα στη χώρα, η 2η μεγαλύτερη στην Ε.Ε. και η 5η παγκόσμια. Καλύπτει το 65% της εγχώριας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, με το φθηνότερο κόστος συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη πηγή ενέργειας, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην ανάπτυξη της χώρας και στην ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας.

-        Σιδηρονικέλιο : Μία από τις μεγαλύτερες σε ύψος παραγωγές στην Ευρώπη, το σύνολο της οποίας εξάγεται στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες ανοξείδωτου χάλυβα, καλύπτοντας περίπου το 7% των αναγκών της ευρωπαϊκής αγοράς.

-        Βωξίτης : Η μεγαλύτερη μεταλλευτική παραγωγή της χώρας και πρώτη σε μέγεθος για το ορυκτό αυτό σε όλη την Ευρώπη. Αποτελεί την πρώτη ύλη στην, ιδιαίτερης σημασίας για την ελληνική οικονομία, εγχώρια παραγωγή αλουμίνας - αλουμινίου και σημαντικό εξαγωγικό προϊόν.

-        Μάρμαρα : Παγκοσμίου φήμης ποιότητα, η συνολική παραγωγή των οποίων κατέχει ακόμη, παρά τον έντονο διεθνή ανταγωνισμό και τα προβλήματα ανάπτυξης στο εσωτερικό της χώρας, ηγετική θέση στην παγκόσμια αγορά.

-        Ασβεστολιθικά αδρανή : Ζωτικής σημασίας για την βιομηχανία τσιμέντων και τις κατασκευές, με ουσιαστική συμμετοχή στην περιφερειακή ανάπτυξη.

-        Λευκόλιθος – Μαγνησία : Παραγωγή που κατέχει την πρώτη θέση σε εξαγωγές στην Ε.Ε., καλύπτοντας ευρύτατο φάσμα βιομηχανικών και άλλων εφαρμογών.

-        Περλίτης : Η μεγαλύτερη παραγωγή παγκόσμια, συμμετέχοντας κατά 25% στο παγκοσμίως παραχθέν προϊόν.

-        Μπεντονίτης : Πρώτη σε μέγεθος παραγωγή στην Ευρώπη και δεύτερη παγκόσμια, με ευρύτατες βιομηχανικές χρήσεις.

-        Κίσσηρις : Μονωτικό υλικό, η σημαντικού ύψους παραγωγή του οποίου διοχετεύεται στην ελληνική και διεθνή αγορά.

-        Ποζολάνη, Άστριοι, Χαλαζίας, Γύψος, Καολίνης, Ανθρακικό ασβέστιο, Τάλκης, Χουντίτης, Ατταπουλγίτης, Μικτά θειούχα : Εκμεταλλεύσεις που καλύπτουν βασικές ανάγκες της εγχώριας και διεθνούς βιομηχανίας.

-        Χρυσός : Σημαντικά κοιτάσματα κύρια στην Β. Ελλάδα, που βρίσκονται σε φάση αδειοδότησης.

Το Φεβρουάριο του 2008 ξεσπά η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία, περνώντας στην πραγματική οικονομία, παρασύρει τα πάντα, αφήνοντας σοβαρό αρνητικό αποτύπωμα στη διεθνή ανάπτυξη. Μετά από μία μακρά περίοδο θετικών ρυθμών ανάπτυξης, το 2009 η Ελληνική Οικονομία εισήλθε σε ύφεση. Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν τόσο στην Ελληνική, όσο και στη διεθνή οικονομία, επηρέασαν σημαντικά το εμπόριο των μεταλλευτικών - μεταλλουργικών προϊόντων, που σε συνδυασμό με την καθίζηση του κατασκευαστικού κλάδου, οδήγησαν σε μείωση της δραστηριότητας του μεταλλευτικού - εξορυκτικού κλάδου στην χώρα μας. Η μείωση δραστηριοτήτων όπως της χαλυβουργίας, των κατασκευών, της οικοδομής, και των λιπασμάτων, ήταν οι βασικές αιτίες αυτής της παρατηρούμενης σημαντικής μείωσης στον τομέα των μεταλλευμάτων και των μετάλλων.

Αναλυτικότερα, σε ότι αφορά τα μεταλλευτικά - μεταλλουργικά προϊόντα καταγράφηκε σημαντική μείωση παραγωγής πρωτόχυτου αλουμινίου και σιδηρονικελίου, η οποία έφτασε σε ιστορικά χαμηλά, με βασική αιτία τη χαμηλή ζήτηση και τις μειωμένες τιμές, παρασύροντας πτωτικά την εγχώρια παραγωγή βωξίτη και την εξόρυξη των σιδηρονικελιούχων μεταλλευμάτων. Σημαντικές μειώσεις παραγωγής είχαν επίσης τα μαγνησιακά προϊόντα όπως και τα συμπυκνώματα μολύβδου, ψευδαργύρου, κλπ.

Ανάλογα επλήγησαν και τα βιομηχανικά ορυκτά, που επηρεάστηκαν σημαντικά από τη οικονομική κρίση, παρουσιάζοντας σημαντική πτώση παραγωγής και πωλήσεων.

Τα αδρανή δομικά υλικά, κλάδος που συνδέεται άμεσα με την εγχώρια ζήτηση, συνέχισαν για τρίτη συνεχή χρονιά να βρίσκονται σε καθοδική τροχιά με δεδομένη την μεγάλη κρίση που πλήττει την οικοδομική και κατασκευαστική δραστηριότητα, η οποία επιδεινώθηκε σημαντικά με την οικονομική κρίση της χώρας. Εκτιμάται ότι το 2009, σημειώθηκε μείωση της ζήτησης αδρανών υλικών κατά 25% έναντι του 2008.

Ομοίως, για ίδιους λόγους, επηρεάστηκαν και τα μάρμαρα, με περιορισμένη ζήτηση στην εγχώρια αγορά αλλά και στο εξωτερικό (διεθνής κρίση οικοδομικού τομέα, έντονος διεθνής ανταγωνισμός).

Η εγχώρια παραγωγή ενεργειακών ορυκτών (λιγνίτης) παρέμεινε στα ίδια επίπεδα.

Από το τέλος του 2009 και εντονότερα το 2010 εμφανίζονται προοπτικές ανάκαμψης του κλάδου διεθνώς, λόγω της κλιμακούμενης αύξησης στη ζήτηση των πρώτων υλών. Τα προϊόντα που απευθύνονται στις αγορές του εξωτερικού βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα σε σχέση με αυτά που προορίζονται για την εσωτερική αγορά. Ιδιαίτερα όσα απευθύνονται στον κατασκευαστικό τομέα αντιμετωπίζουν τις έντονες συνέπειες της εγχώριας κρίσης.