Εκτύπωση

    farm286 Ήταν ο Φράγκος, ο Γιάννης Φράγκος, όπως τον έλεγαν. Στα χαρτιά όμως ήταν κανονικά Παπαστέργιος Ιωάννης του Γεωργίου. Για να καταλάβουμε όλοι μας ήταν ο πατέρας του Φραγκουγιώρη και Φραγκουτσέλιου. Ήταν ο αδελφός του θετού παππού μου του Βασίλη, απ’ τη μεριά του πατέρα μου.

Ικανός πολύ, σωστός νοικοκύρης που λέμε. Ήταν θαρραλέος, γεροδεμένος, σωστό παλληκάρι, μα και πολύ οξύθυμος.

      Τα χρόνια δύσκολα. Όλοι μα όλοι οι άνδρες στο χωριό, στο Λιβαδερό ένα πράγμα ήξεραν να κάνουν καλά. Τον τσομπάνο. Έτσι κι ο Φράγκος. Απ’ τα μικρά του χρόνια τσομπάνος ήταν και σαν μεγάλωσε πάλι τσομπάνος.

      1936. Κάποιο βράδυ καλοκαιριού με ξαστεριά λαγοκοιμόταν πάνω στην κάπα του και δίπλα το κοπάδι του. Κοιμόταν κι αυτό. Μέσα στην νύχτα ακούει ποδοβολητό. Ήταν απ’ το κοπάδι. Τα τσομπανόσκυλα έκαναν φασαρία μεγάλη. Ξύπνησε και γρήγορα κατάλαβε τι γινόταν. Ένας λύκος, λυσσασμένος είχε μπει στο κοπάδι και το έκανε άνω κάτω. Πιάνει την γκλίτσα του και τον κυνηγάει. Ο λύκος κυνηγάει τα σκυλιά του Φράγκου. Το κοπάδι γίνεται πέντε κομμάτια. Ο Φράγκος φωνάζει και βλαστημάει. Δεν αργεί πολύ και πιάνεται «στα χέρια» με τον λύκο. Παλεύει μαζί του ώρα. Είναι όμως άτυχος. Το μαχαίρι, που πάντα κουβαλούσε μαζί του απόψε δεν το έχει. Ο λύκος τον δαγκώνει στα χέρια και στο πρόσωπο. Για μια στιγμή ο Φράγκος του ξεφεύγει και με ένα σάλτο ανεβαίνει στο δένδρο. Πληγωμένος όπως είναι κλαίει. Κλαίει σαν μικρό παιδί. Δεν κλαίει απ’ το πόνο του, μα για την ατυχία του. Που ήταν χωρίς μαχαίρι την ώρα εκείνη.

       Αφήνει τα ζωντανά του και πάει στο χωριό, από κει στα Σέρβια και στην συνέχεια Θεσσαλονίκη σε γιατρούς. Κανείς δεν ξέρει αν υπήρχε κείνα τα χρόνια φάρμακο για λύσσα και αν του έδωσαν κάτι τέτοιο. Ύστερα επιστρέφει στο χωριό. Ανάμεσα σε όλα τα γιατρικά, που του έκαναν ήταν και τούτο: Τον άλειβαν με μέλι στις πληγές του, σαν αντισηπτικό. Oι συγγενείς του πάντα φοβόταν μην αρρωστήσει. Ο Φράγκος όμως δεν αρρώστησε, μα η μοίρα του άλλα του είχε γράψει.

      Κάποιο Μάιο του 1938 ή του 1939 μία άτυχη ημέρα γι αυτόν και έναν δασοφύλακα πολύ φίλο του ξημέρωνε. Ο Φράγκος έβοσκε τα γιδοπρόβατα σε μέρος, που προφανώς ήταν απαγορευμένο. Κοντά στην Παλημάνα στην θέση Τζιουβάρα. Ο δασοφύλακας και συνάμα φίλος του, τον πλησίασε και του έκανε παρατήρηση. Ο Φράγκος του απάντησε οργισμένος. Λόγο στον λόγο δεν άργησε πολύ να ανάψει η φωτιά. Ο Φράγκος νευρίασε. Ο εκπρόσωπος του νόμου του δάσους δεν έφευγε. Τα πράγματα σε λίγο ξέφυγαν. Ο Φράγκος σηκώνει τ’ όπλο του. Το κακό δεν άργησε να γίνει. Χάθηκε με μιας ένας άνθρωπος. Γι αυτό το κακό ο Φράγκος δικάσθηκε και τιμωρήθηκε βαριά. Έκανε αρκετά χρόνια φυλακή στα Τρίκαλα. Σαν τέλειωσε τη φυλακή επιστρέφει ξανά στο χωριό και στο κοπάδι του.

       Λέγεται ότι πήγε και στην χήρα του φίλου του, του δασοφύλακα και ζήτησε συγνώμη για το φονικό.

       Αργότερα μια νύχτα, πολύ πριν ξημερώσει, ο Φράγκος φόρτωσε το άλογο του με τυριά και ξεκίνησε για τα Σέρβια. Στο δρόμο, ανάμεσα Τρανόβαλτο-Μικρόβαλτο του είχαν στήσει καρτέρι. Τρεις ήταν αυτοί και εκείνος ήταν μόνος. Μονάχος με την γκλίτσα του. Στην αρχή, για να μπορέσουν να τον πλησιάσουν του πετούν χώμα να τον τυφλώσουν. Η μάχη, στην μέση ενός σπαρμένου χωραφιού, που γρήγορα από την πάλη έγινε αλώνι, ήταν άνιση και ο Φράγκος την έχασε.

       Άλλη μια φορά κέρδισε, δυστυχώς, το μίσος και η τοπική βεντέτα της εποχής εκείνης.

Υ.Γ. Τα παραπάνω γεγονότα τα γράφω, όπως τα άκουσα από άτομα, που έζησαν την εποχή εκείνη και ανθρώπους, που τα άκουσαν και αυτοί από άτομα της εποχής εκείνης.

Κώστας Ι. Φαρμάκης

Ξάνθη

farm286