Εκτύπωση

farm21 1Ο κύριος Στέφανος, ο δάσκαλος του Λιβαδερού, είχε πει στον πατέρα μου: Το παιδί να το στείλεις οπωσδήποτε στο γυμνάσιο, γιατί είναι καλός και τα παίρνει τα γράμματα. Το παιδί αυτό κατά σύμπτωση ήταν η αφεντιά μου. Γιατί εκείνα τα χρόνια προ του 1965 και για μερικά χρόνια αργότερα δεν πήγαιναν όλοι στο γυμνάσιο. Δεν ήταν υποχρεωτικό από το κράτος.

Έτσι σαν έφθασε το πλήρωμα του χρόνου και συγκεκριμένα το τέλος Αυγούστου του ‘65 και έπρεπε να γίνει πράξη η γνώμη του δάσκαλου, εγώ ήμουνα απών. Βρισκόμουν κάπου στο Παλιχώρι και συγκεκριμένα για εκπαίδευση. Ειδικότητα; Βοσκός, ναι βοσκός γουρουνιών. Μέχρι τότε είχα βοσκήσει πρόβατα, γίδια ακόμη και αγελάδες κάποτε στην Τσουκνίδα με την Ελένη, την μεγάλη αδελφή του φίλου μου του "χωραφά", του Γιώργου Παπαστέργιου. Που και που κάναμε και ανασκαφές σκάβοντας μ’ ένα τσαπί κάτω από μεγάλες πέτρες για θησαυρούς, γιατί τότε συχνά πυκνά ακούγαμε ιστορίες για τσουκάλια, για κιούπια, και χρυσές λίρες. Έτσι ψάχναμε κι εμείς. Αλλά τα γουρούνια ήταν το κάτι διαφορετικό. Εκείνη την χρονιά αγοράσαμε γουρούνες, μαλτέζικες σκρόφες όπως εμείς τις ξέραμε. Θυμάμαι και πόσες ήταν. Ήταν 18. Τις αγοράσαμε από έναν χωριανό μας, που έκανε τον έμπορο στην χάση και στην φέξη αλλά τα πήγαινα πολύ καλά, αν υπολογίσω την πολύ αλμυρή τιμή που μας πούλησε τα ζώα.

         Αυτά λοιπόν τα ζώα που δεν τα έλεγες και βελτιωμένα εκατό τοις εκατό αλλά κάτι ενδιάμεσο, μαζί με άλλα 5-6 κάποιου συγγενή (και συγκεκριμένα του Νταλαβασίλα), στις αρχές Ιουλίου τα πήραμε και με τα πόδια φθάσαμε αργά το απόγευμα κοντά στο Παλιχώρι σε ένα ξέφωτο ίσιωμα. Εδώ θα ήταν για δύο μήνες περίπου η έδρα μου. Το μέρος αυτό, είχε και έχει συγκεκριμένο όνομα. Ημιρουγκουρτσιά. Σήμερα δεν είναι του χωριού μας αλλά της Ελάτης. Το κέρδισε η Ελάτη δικαστικά πριν πολλά χρόνια. Aργά και πριν νυχτώσει μ’ άφησε μόνο ο πατέρας μου αφού παρά το ότι ήταν καλοκαίρι μου έκοψε και κάμποσα ξύλα για φωτιά. Εδώ τα γουρούνια θα εύρισκαν αρκετό βελανίδι για τροφή και θα κοιμόταν σε κουμάσια ,που είχαμε φκιάσε πιο νωρίς και σχημάτιζαν μια μικρή από ξύλα και άχυρο γειτονιά. Εγώ έμενα πιο δίπλα από αυτά, σε μία μικρή καλύβα από άχυρο, με μικρή σκεπή χωρίς πόρτα και πάντα μπροστά κλειστή ίσαμε με την μέση. Από εκεί πηδούσα μέσα για να κοιμηθώ και πάντα μόλις νύχτωνε μ’ έπαιρνε ο ύπνος πάνω στο άχυρο που είχα για στρώμα. Είχα και ένα σκυλί μικρό, σκύλα παρδαλή ήταν για την ακρίβεια. Όλη την μέρα κοιμόταν. Τέτοιο χούι είχε. Και πώς να έκανε διαφορετικά αφού όλη μα όλη την νύχτα μάτι δεν έκλεινε, δεν κοιμόταν και όλο γαύγιζε για τα αγρίμια, που συνέχεια περνούσαν από το μέρος μας. Με το δίκιο της λοιπόν η Λιάρα, όπως την έλεγα όλη μέρα το έριχνε στον ύπνο, γιατί το βράδυ ξαγρυπνούσε και φύλαγε εμένα, το αφεντικό της.

           Στο μέρος εκείνο είχα μόνο έναν "συνάδελφο" που τον έβλεπα που και που. Συναντιόμασταν στην Σμίξη με τα πλατάνια και το πολύ νερό. Συναντιόμασταν στο σύνορο με την Ελάτη, όπου τα ζωντανά και των δύο μας ερχότανε λες και ήταν συνεννοημένα για να απολαύσουν χωρίς ντροπή πράσινο σπαρμένο τριφύλλι από τα ξένα χωράφια. Ήταν ο μπάρμπα Φώτς (Κουμαντζιάς Φώτιος, ο πατέρας του Γιώργου που είχε τρακτέρ), με πιο πολλά ζώα από μένα και το λημέρι του πολύ μακριά από το δικό μου. Δύο κοπάδια γίδια, ένα απ’ το χωριό μας και ένα άλλο από το Λουτρό της Ελλασόνας κάθε βράδυ τα άκουγα να τα βοσκούν πολύ μακριά από μένα, αλλά και πολύ κοντά ώστε να ακούω το χούγιασμα των τσομπάνων αλλά και τα κυπριά να με ξυπνούν στον ύπνο μου πολύ συχνά. Οι λύκοι σχεδόν κάθε βράδυ δεν τα ξεχνούσαν. Το φαγητό μου είχε πολύ… ποικιλία. Ψωμί-τυρί και μετά για αλλαγή τυρί-ψωμί. Το ψωμί συνήθως στεγνό και το τυρί ταγγισμένο πολλές φορές επειδή "άναβε" στην πλαστική σακούλα. Αλλά και τα δύο πολύ γευστικά, γιατί όταν πεινάς όλα είναι πεντανόστιμα. Δύο με τρείς φορές το μήνα είχα και γιορτή. Η μάνα μου μ’ έστελνε και φαγητά σε βάζα. Γεμιστά, πιπεριές και μελιτζάνες τηγανητές. Ροδάκινα. Μου τα έφερνε ο "συνάδελφος", που είπαμε παραπάνω, όταν αυτός πήγαινε στο χωριό. Η δουλειά ήταν εύκολη, πολλά τζιτζίκια μα πολύ μοναξιά βρε αδελφέ. Αδελφέ Λάζαρε που ένα πρωί, αργά προς το μεσημέρι ήρθες με το γαϊδούρι και με βρήκες εκεί. Στο καθήκον. Πράγματι μια μέρα προς το τέλος Αυγούστου ήρθε ο αδελφός μου. Ήταν 10 χρονών. Εγώ δώδεκα. Μου είπε: Μ’ έστειλε ο πατέρας να σε αλλάξω, να πάμε τα γουρούνια στον Αϊ-Γιώρ(η) και εσύ να πας γυμνάσιο.

  farm21 2Ήταν αργά, πολύ αργά. Είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Έπρεπε όμως να φύγουμε. Να πάμε στον Αϊ-Γιώρ(η), όπου είχαν θερίσει και είχε πολύ τροφή για τα ζώα. Εδώ λοιπόν ξεκινά η μεγάλη ανάβαση των χοίρων, σαν την Κύρου Ανάβαση του Ξενοφώντα, που θα μάθαινα αργότερα στο γυμνάσιο. Ξεκινάμε λοιπόν. Κατηφορίζουμε λίγο. Μπροστά τα γουρούνια και πίσω εμείς με τα κατούνια (πράγματα τσομπάνου) φορτωμένα όπως –όπως στο γαϊδούρι. Σε λίγο φθάνουμε στην Σμίξη. Τα γουρούνια βουτούν στο νερό, πίνουν πολύ λες και ήξεραν τι τους περιμένει. Αρχίζουμε να ανηφορίζουμε, περνάμε το μονοπάτι ανάμεσα από τον Κόκκινο Νόχτο. Ζέστη πολύ. Μετά από κάνα χιλιόμετρο ανηφόρα, δυστυχώς μένουμε από καύσιμα. Όχι βέβαια εμείς μα τα ζωντανά .Λαχανιάζουν πολύ και ξαπλώνουν στην σκιά των δέντρων. Τρομάξαμε, είπαμε τώρα θα μας ψοφήσουν. Μικρά παιδιά ήμασταν. Δεν ξέραμε πολλά. Τ’ αφήσαμε να ξεκουραστούν και το τ’ απόγευμα πάλι ξεκινήσαμε. Αργά το βράδυ με το που βασίλευε ο ήλιος, δόξα το θεό, φθάνουμε στον προορισμό. Φθάνουμε λοιπόν στον Αϊ-Γιώρ(η). Εκεί πριν από εμάς είχε φθάσει ο μπάρμπα Φώτς που λέγαμε με τα ζωντανά του. Αυτός, βλέποντας το κοπάδι μας να ορμάει στη χαράδρα με τα νερά μας λέει σε τοπική λαλιά: Πιδιά αφσήτε τα να παν ,τα τέλειουσι του νιρό απ’του τσκάλ(ι). Έτσι τα αφήσαμε. Εγώ στην συνέχεια άφησα τον Λάζαρο εκεί και έφυγα για το χωριό όπου έφθασα στις 10 η ώρα το βράδυ. Εκείνος από μόνος του και χωρίς να το συζητήσουμε καν μαζί, έπρεπε να σκεφθεί για το βράδυ που ερχόταν που θα βολέψει τα ζώα και που τον εαυτό του. Σε τι λημέρι θα πλάγιαζε την νύχτα εκείνη με πάπλωμα πάντα τον ουρανό.

         Την άλλη μέρα θα ξεκινούσα για την πόλη, την Κοζάνη, θα πήγαινα να γραφώ στο γυμνάσιο βρε που είπαμε. Εδώ αρχίζει το δεύτερο ημίχρονο της ιστορίας, ημίχρονο εκτός έδρας, γι’ αυτό ήταν και πιο δύσκολο απ’ το πρώτο. Δύσκολο ήταν για μένα γιατί είχε πολλούς αγνώστους Χ. Ο πατέρας μου είχε συνεννοηθεί. Θα φεύγαμε με ένα φορτηγό που κουβαλούσε καυσόξυλα. Μαζί μας και ένας ξάδελφος του πατέρα, που ήταν μορφωμένος και ήξερε καλά τα πράγματα. Έτσι κι έγινε. Όταν έφθασε η ώρα ανεβήκαμε στο φορτηγό. Ο πατέρας μου ανέβηκε στην καρότσα πάνω από τα ξύλα, για να μπω εγώ ως μικρό παιδί δίπλα στον οδηγό. Μπήκα λοιπόν στο κουβούκλιο του αυτοκινήτου. Κάθισα ανάμεσα στον θείο μου και σε έναν άλλο που έτυχε να έρθει μαζί μας. Αυτοί χωρίς να το καταλάβουν με στρίμωξαν τόσο πολύ που είπα θα σκάσω. Τέλος πάντων. Ξεκινάει το φορτηγό. Θα μας πήγαινε μέχρι την διακλάδωση του Μεταξά, όπως την έλεγαν τότε. Χωμάτινος ο δρόμος, όπως τον είχε ανοίξει κάποιος Μπάμπης με την φαγάνα (μπουλντόζα) του. Ήταν όμως η ίδια η σημερινή διαδρομή. Μικρή διαδρομή αλλά αρκετός χρόνος για να είσαι μουγγός. Έτσι οι μεγάλοι άρχισαν να μιλούν για μία ωραία γυναίκα. Ένας από αυτούς την είχε δει να πλένει στην αυλή με την σκάφη. Ο άλλος τον έκοψε και του είπε να σταματήσει γιατί εκεί μέσα ήταν κι ένα παιδί. Εκείνος συνέχισε για τα κάλλη της χωριανής μας, λέγοντάς του: Σιγά μωρέ τι καταλαβαίνει το παιδί από τέτοια. Και με αυτά και αυτά είδα να πλησιάζουμε στην διακλάδωση που σας είπα. Βλέπω μπροστά ένα δρόμο μαύρο. Όχι βέβαια απ’ το κακό του αλλά από την μαύρη πίσσα που είχε. Ήταν άσφαλτος. Τότε ακριβώς γνωρίστηκα με ασφαλτωμένο δρόμο. Όλοι οι γνωστοί μου δρόμοι μέχρι τότε ήταν από χώμα. Κι αυτό γιατί ήταν η πρώτη φορά που έφευγα απ΄ το χωριό. Μας κατεβάζει λοιπόν ο οδηγός στο αποκεντρωμένο καφενείο του Τάσιου από το Μεταξά.          

           Εκεί θα περιμέναμε το λεωφορείο από Αθήνα ή Λάρισα για να πάμε Κοζάνη. Πράγματι σε μισή ώρα ήρθε. Ο πατέρας, ο θείος κι εγώ ανεβαίνουμε ο ένας μετά τον άλλο. Πρώτος ανεβαίνω εγώ και πριν καλά -καλά καθίσω πετιέμαι πάνω σαν ελατήριο. Στο τασάκι της προσθινής θέσης που καθρέφτιζε είδα κάποιον με μαλλιά ξανθά ανασηκωμένα, ένα πράγμα σαν σκαντζόχοιρος περίπου και μια μύτη κατακόκκινη και ξεφλουδισμένη απ’ τον ήλιο. Είδα κι έπαθα να πείσω τον εαυτό μου πως την φάτσα αυτή κάπου την ξέρω, απλά είχα πολύ καιρό να την δω στον καθρέπτη. Ηρέμησα. Συνεχίσαμε. Φθάσαμε στα Σέρβια. Σκέφθηκα. ΑΑΑ! Εδώ γίνεται ο νιάημερους κάθε χρόνο και εγώ ποτέ ο δύστυχος δεν μπόρεσα να έρθω. Κάποιοι κατέβηκαν, κάποιοι ανέβηκαν και ξεκινήσαμε. Μετά από λίγο περνούσαμε την γέφυρα του Αλιάκμονα, που σήμερα δεν υπάρχει, την κατάπιε η λίμνη της ΔΕΗ. Είδες η ΔΕΗ, που έλεγε κάποτε η διαφήμιση. Φθάσαμε επιτέλους στη Κοζάνη. Μεγάλη πόλη. Πολύ μεγάλη στα δικά μου μάτια, αφού άλλη πόλη εγώ δεν είχα δει μέχρι τότε. Και πολλά αυτοκίνητα. Πήγαιναν και ερχόταν και ένας τροχονόμος κουνούσε τα χέρια πέρα –δώθε. Έμεινα τόσο πολύ κοντά του μέχρι που να γυρίσουν οι δικοί μου, που είχαν πάει να με γράψουν στο γυμνάσιο. Όλη αυτήν την ώρα πέρασαν πολλά αυτοκίνητα και εγώ πίστεψα πως αυτά έκαναν συνέχεια το γύρο της πλατείας, ενώ οι άνθρωποι πήγαιναν στις δουλειές τους.

          farm21 1 1 Τέλος φύγαμε. Προορισμός μας το Οικοτροφείο των Αγίων Αναργύρων. Αργότερα έμαθα πως αυτοί οι Ανάργυροι ήταν δύο: Ο Κοσμάς και ο Δαμιανός. Το οικοτροφείο ήταν της Μητρόπολης. Γράφθηκα σαν οικότροφος. Από τους πρώτους. Έμεινα τότε εκεί μέχρι να ανοίξει το Γυμνάσιο, παρά να φύγω στο χωριό και να ξαναγυρίσω. Μεγάλη ταλαιπωρία θα ήταν. Αλλά ήμουν μόνος. Πολύς ο ελεύθερος χρόνος και είπα να μάθω, να γνωρίσω ρε παιδί μου την Κοζάνη. Είχα ακούσει από μικρός ότι στις πόλεις μπορείς εύκολα να χαθείς. Μου το είχε πει και η μάνα μου. Το είχα τυπώσει αυτό στο μυαλό μου και πριν το εγχείρημα κατέστρωσα ολόκληρο σχέδιο για να μην χαθώ. Ξεκίνησα την πρώτη μέρα, κατέβηκα μέχρι το δρόμο που πάει νοσοκομείο και τσουπ γύρισα πίσω. Την δεύτερη μέρα της εξερεύνησης προχώρησα πιο κάτω από την πρώτη φορά, έβαλα σημάδι δύο κολώνες και πάλι πίσω. Την Τρίτη μέρα ούφ, έφθασα στο καμπαναριό με το ρολόι στην κεντρική πλατεία, εκεί που αργότερα έβγαλα την πρώτη μου φωτογραφία. Αγέρωχος νομίζω, παρά το τρυπημένο μπροστά αριστερό μου παπούτσι.

       Αυτό ήταν. Τα κατάφερα. Έμαθα την Κοζάνη και δεν θα χανόμουνα. Χάθηκα όμως απ΄ το χωριό. Ήρθα στην πόλη. Προσωρινά στην αρχή. Λιγότερα προσωρινά αργότερα. Το απαιτούσαν δυστυχώς οι καιροί και οι καταστάσεις.

Κώστας Ι. Φαρμάκης

Ξάνθη