Εκτύπωση

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Η μόνη λύση

του Στάθη Κ. Κωνσταντινίδη

Υποψήφιου Βουλευτή Ν. Κοζάνης

kwnstantinidis_stathisΣτην Ελλάδα, την τελευταία τριακονταετία, σημειώθηκε μια μαζική στροφή προς τον κρατικισμό που προοδευτικά έφτασε να καταλάβει, συμπεριλαμβανομένων των παρασιτικών του Δημοσίου ιδιωτικών εταιρειών, σχεδόν το 70% της εγχώριας δραστηριότητας (ΑΕΠ). Το παράδοξο είναι ότι, ενώ ο λαός εξέλεγε κυβερνήσεις αστικού/καπιταλιστικού και φιλελεύθερου προσανατολισμού, τελικά στη χώρα μας προέκυψε ένα μοντέλο σοσιαλμαρξιστικής οργάνωσης. Παραφράζοντας τη γνωστή ρήση, φτάνει κανείς να διερωτάται σήμερα:  "μα ποιος κυβέρνησε, επιτέλους, αυτόν τον τόπο;"

Η διαδρομή προς τον κρατικισμό δεν είχε πάντα τα ίδια εφαλτήρια, ούτε τα ίδια χαρακτηριστικά. Αν ποτέ υπήρξε συνειδητή εθνική επιλογή, σταδιακά ανέπτυξε δυνάμεις αυτοπροστασίας και αυτοσυντήρησης που οι πολιτικές ηγεσίες είτε δεν επιχείρησαν είτε δεν κατάφεραν να ανατρέψουν. Το Δημόσιο έγινε μία Λερναία Ύδρα που γεννούσε διαρκώς νέες διοικητικές ανάγκες, που συνήθως ικανοποιούνταν με τη δημιουργία καινούργιων φορέων και υπηρεσιών. Η στελέχωσή του αποτέλεσε για πολλά χρόνια κίνητρο πολιτικής ενεργοποίησης και αντικείμενο κομματικής συναλλαγής στη σχέση κόμματος-πολιτικού-ψηφοφόρου και η διαχείρισή του εργαλείο πολιτικής διαφθοράς.

Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί το ερώτημα αν ο κρατικισμός αποτέλεσε προϊόν ή αίτιο της νεοελληνικής πολιτικής φαυλοκρατίας. Μάλλον συνέβησαν και τα δύο, προέκυψε από αυτήν και την αναπαρήγαγε. Το βέβαιο είναι ότι αποτέλεσε το γόνιμο έδαφος, για να ριζώσουν η γραφειοκρατία, η κομματοκρατία, η αναξιοκρατία.

Κοντά σε αυτές τις παθογένειες, ο Δημόσιος Τομέας πέτυχε κατοχυρώσεις που δεν υπηρέτησαν το σκοπό για τον οποίο υιοθετήθηκαν και οι οποίες αποτέλεσαν αντικίνητρο στην παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα της χώρας. Βασικές έννοιες οργάνωσης, ελέγχου και λογοδοσίας είτε δεν προβλέφθηκαν ποτέ είτε εγκαταλείφθηκαν, αφού ούτως ή άλλως δεν ήταν συμβατές με το όλο οικοδόμημα.

Για τους παραπάνω λόγους η διόγκωση του κράτους υπήρξε μεν ευθέως ανάλογη προς την αύξηση των δημοσίων δαπανών (που καλύπτονταν από εξωτερικό δανεισμό) αλλά όχι και προς την αναβάθμιση των υπηρεσιών προς τον πολίτη.

Μέσα σ’ αυτό το οικονομικό περιβάλλον, στο οποίο δεσπόζουσα θέση κατείχε το σπάταλο Δημόσιο  και ο ψευδο-ιδιωτικός τομέας που συντηρούνταν σε βάρος του, έψαχνε να βρει γόνιμο έδαφος και να ανθίσει σε συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού η γνήσια ιδιωτική πρωτοβουλία, με φυσική συνέπεια την εμφάνιση των γνωστών στρεβλών συμπτωμάτων στην αγορά και στην οικονομία (εναρμονισμένες ολιγοπωλιακές πρακτικές από εταιρίες, έλλειψη φορολογικής συνείδησης από επαγγελματίες κλπ). Στο «ταμείο», τελικά, ο καταναλωτής πλήρωνε ακριβά και τον κοστοβόρο (επειδή διογκωμένο) Δημόσιο Τομέα  αλλά και τον υπερτιμημένο (επειδή συρρικνωμένο) Ιδιωτικό.

Σε αυτό το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης είναι λογικό ότι η συντριπτική πλειονότητα του εργατικού δυναμικού επιζητούσε τη λύση του ασφαλούς και εύρωστου(;) Δημοσίου.

Τα αποτελέσματα του μεγάλου κράτους δεν αφορούσαν μόνο στη δυσλειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης. Είχαν αντίκτυπο στην κουλτούρα του νεοέλληνα ο οποίος γαλουχήθηκε με νοοτροπία ότι το κράτος, ως μία εντελώς ξένη προς την κοινωνία έννοια, είναι υπεύθυνο για όλα και πρέπει να είναι πανταχού παρόν. Όσο, όμως, απλωνόταν το κράτος, τόσο πιο αναποτελεσματικό αποδεικνύονταν.

Κατά το μάλλον ή ήττον, αυτός υπήρξε ο κανόνας στην περίοδο της ευμάρειας. Παραδόξως μεν, ευλόγως δε, για τους ίδιους παραπάνω λόγους ο Ιδιωτικός Τομέας υπέστη πρώτος και σε μεγαλύτερο βαθμό τις συνέπειες της κρίσης. Την ώρα που οι δημόσιοι υπάλληλοι υφίσταντο κατακόρυφες μειώσεις στις αποδοχές τους και φυσικά στο επίπεδο διαβίωσής τους, 300.000 περίπου ιδιωτικοί υπάλληλοι και πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες έχαναν τη δουλειά τους και οδηγούσαν την ανεργία στα τριτοκοσμικά επίπεδα του 20%!

Σίγουρα κανείς δεν θα ήταν ευτυχής να έβλεπε τον ίδιο αριθμό ανέργων και στο Δημόσιο Τομέα. Θα ήταν αφελής, εξάλλου, όποιος παρέβλεπε ότι μία τέτοια εξέλιξη θα είχε δραματικές επιπτώσεις και στην ιδιωτική οικονομία, αφού θα αφαιρούσε την αγοραστική τους δύναμη από τη δραστηριότητα, γεγονός που θα οδηγούσε σε κλείσιμο πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Όλα αυτά, βεβαίως, ισχύουν λόγω της στρεβλής και ανισόρροπης διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας.

Το ζητούμενο φυσικά δεν είναι η πρόκληση κοινωνικών αυτοματισμών και αντιπαραθέσεων, όπως υποκριτικά καμώνεται η Αριστερά. Όπως εξηγώ και παραπάνω, θα ήταν ευτυχείς οι ελεύθεροι επαγγελματίες αν η αγοραστική δύναμη των δημοσίων υπαλλήλων ήταν μεγαλύτερη.

Ανεξαρτήτως του αν συμφωνεί κανείς με την παραπάνω θεώρηση, είναι γεγονός ότι τα επόμενα χρόνια ο Δημόσιος Τομέας θα συρρικνωθεί σημαντικά, έστω και από μόνη την εφαρμογή της ρήτρας προσλήψεων του 1 προς 5. Αναπόδραστα, λοιπόν, ο Ιδιωτικός Τομέας θα κληθεί να καλύψει το ζωτικό αυτό χώρο.

Η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επόμενες κρίσιμες για τον τόπο εκλογές καλείται να υπηρετήσει με ιδεολογική καθαρότητα το μοντέλο με το οποίο θα δομηθεί, θα οργανωθεί και θα λειτουργήσει η χώρα τις επόμενες δεκαετίες. Θα πρέπει να θεμελιώσει τους αναπτυξιακούς πυλώνες της οικονομίας σε στέρεες και βιώσιμες βάσεις. Να επαναχαράξει την οικονομική πορεία του τόπου με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα. Σε αυτή τη μετάβαση, όμως, το κράτος οφείλει να διαδραματίσει τον εγγυητικό του ρόλο και να επιφέρει τις απαραίτητες παρεμβάσεις για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.

Θεμέλιο της νέας οικονομίας θα πρέπει να αποτελέσει η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, πρωτίστως αυτή του πρωτογενούς τομέα. Την αντιστροφή της αστυφιλίας, έστω ως αποτέλεσμα της οικονομικής δυσπραγίας, θα πρέπει να την αξιοποιήσουμε, για να ενισχύσουμε την περιφερειοποίηση της χώρας δημιουργώντας προϋποθέσεις αειφορίας στην ελληνική ύπαιθρο.

Η επόμενη κυβέρνηση θα έχει τη βαριά ευθύνη αλλά και τη μοναδική ευκαιρία να αναδομήσει την οικονομία της χώρας, και γι αυτό θα πρέπει να έχει μία ξεκάθαρη και ισχυρή εντολή.

Τα συμπτώματα διάλυσης ενός συστήματος που καταρρέει λόγω των εγγενών παθογενειών του γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από την αριστερή προπαγάνδα που επενδύει στην αναζητούσα εκτόνωση λαϊκή δυσαρέσκεια. Για τους θιασώτες του κρατικισμού σήμερα δίνεται η μεγάλη μάχη. Η απαγκίστρωση της χώρας από αυτό το μοντέλο λειτουργίας ακυρώνει την πολιτική ρητορεία στην οποία είχαν επενδύσει μεταπολιτευτικά. Αναιρούνται οι βασικοί πολιτικοί τους πυλώνες και συρρικνώνεται το μέχρι σήμερα ασφαλές πολιτικό τους ακροατήριο. Η Αριστερά, καταγγέλλοντας σήμερα τις αγορές που αφειδώς και ανεξέλεγκτα δάνειζαν τη χώρα, ουσιαστικά καταγγέλλει την ελεύθερη οικονομία, αποκρύπτοντας, όμως, ότι αυτή παρήγαγε πλεονάσματα τα οποία δάνειζε στο αδηφάγο, σπάταλο και ελλειμματικό σοσιαλιστικό ελληνικό κράτος. Βεβαίως, υπό το αληθοφανές πρόσχημα, ότι ποτέ δεν κυβέρνησε τον τόπο, η Αριστερά στρέφει την κοινωνική δυσαρέσκεια στο δικομματισμό και αλιεύει ψήφους στα θολά νερά της πολιτικής απαξίωσης και της ισοπεδωτικής άρνησης. Είναι πράγματι οξύμωρο αλλά πέρα για πέρα αληθινό: οι σημερινοί καταγγέλλοντες είναι οι εκφραστές της ιδεολογίας που εφαρμόστηκε και μας οδήγησε στην τραγική κατάσταση που βιώνουμε. Στη χώρα μας απέτυχε το δικό τους κρατικίστικο μοντέλο, στο οποίο ατυχώς ενέδωσαν οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις και όχι φυσικά ο φιλελευθερισμός που ουδέποτε εφαρμόστηκε.

Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι τι κάνει η Αριστερά με την ανεύθυνη δημαγωγία της αλλά τι δεν έκανε και τι θα κάνει η παράταξη των ιστορικά δικαιωμένων επιλογών. Η αγωνία των ανθρώπων του μόχθου και της εργασίας, η αγωνία των επαγγελματιών, η αγωνία των νέων ανθρώπων που –ας προσεχθεί- δεν αναζητούν την επαγγελματική τους αποκατάσταση στις χώρες του σοσιαλισμού αλλά σε εκείνες της ελεύθερης οικονομίας, είναι να αποτινάξει επιτέλους η Νέα Δημοκρατία τις φοβίες της και να εφαρμόσει ένα καθαρό φιλελεύθερο πρόγραμμα που θα δημιουργήσει προϋποθέσεις ανάπτυξης, επενδύσεων, επαναπατρισμού κεφαλαίων, απασχόλησης και θα διώξει το κλίμα κατήφειας, μιζέριας και απαισιοδοξίας που έχει κατακαθίσει στη ζωή μας.

Το δίλημμα στο οποίο θα κληθούμε να απαντήσουμε ως πολίτες στις ερχόμενες εκλογές είναι αν θα συντηρήσουμε τη θνησιγενή αυτή οργάνωση και λειτουργία της χώρας που μας κατάντησε επαίτες και υποτελείς ή αν θα εφαρμόσουμε την πολιτική της ελεύθερης οικονομίας που θα μας ξαναδώσει την ατομική και εθνική αξιοπρέπεια.

Στην κρίσιμη αυτή στιγμή δεν πρέπει να κυριαρχήσει το συναίσθημα. Δεν πρέπει να καθοδηγήσει τις αποφάσεις μας ο θυμός για τις συνέπειες που υφίσταται ο καθένας μας ως αποτέλεσμα της κρίσης. Έστω και με αυτό το δραματικό τρόπο, μας δίνεται μια ευκαιρία να ξαναχτίσουμε την Ελλάδα. Αυτό δεν θα γίνει ούτε άμεσα αλλά ούτε άκοπα. Οι βάσεις, όμως, πρέπει να είναι στέρεες.

Σίγουρα, δεν υπάρχει τέλειο σύστημα. Υπάρχει, όμως, καλύτερο και είναι εκείνο που πραγματικά υπηρετεί τον πολίτη, έστω και επειδή περιορίζει τον πολιτικό στο θεσμικό του ρόλο και του αφαιρεί τις εξουσίες που αντλούσε από τη διαχείριση της κρατικής μηχανής.