Εκτύπωση

farm57 2Τον «κύριο» αυτόν, που πορευόμαστε μαζί του τις ζεστές αυτές μέρες και όλους ανεξαιρέτως μας ψήνει, τον ξέρουμε. Πολύ καλά σαν Ιούλιο. Λιγότερο καλά σαν Αλωνάρη και πολύ λίγο σαν Αλουνάρ(ι), όπως τον λέγανε στην τοπική λαλιά του Λιβαδερού.

Πολύ θερμός, σχεδόν καυτός, ό,τι πρέπει για να αλωνίσει κανείς. Παλιά οι νοικοκυραίοι στο Λιβαδερό τέτοιον καιρό αλώνιζαν μέσα στην ζέστη και στο λιοπύρι για να εξασφαλίσουν την σίκαλη, ύστερα από στούμπισμα και το λιγοστό σιτάρι της χρονιάς, ύστερα από αλώνισμα. Αυτά τα γνήσια παιδιά της μάνας γης και του ιδρώτα του αγρότη.

     farm57 1Μέχρι το 1960 ο αλωνισμός του σιταριού γινόταν στο παραδοσιακό αλώνι. Πάντα στρογγυλό ήταν το σχήμα του και πάντα το έβρισκες εκεί όπου φυσούσε. Παρών στην μέση του αλωνιού και καλά στερεωμένος ο στέζηρας. Ένα χονδρό ξύλο όπου θα δένονταν τα ζώα που θα αλώνιζαν το σιτάρι. Το αλώνι ήθελε πρώτα καλό σκούπισμα (φουκάλισμα).Το καλό όμως αλώνι αγαπούσε πολύ το άλειμμα με κόκκινο χώμα ή κοπριά αγελάδας, Έτσι είχαμε «μόνωση», δεν είχαμε πέτρες και χώματα στην σοδειά.

     Από νωρίς το πρωί τα δεμάτια έπαιρναν την θέση τους στο αλώνι με λυμένες τις ζώνες, τα δεματικά τους και όλα να «κοιτούν» προς το κέντρο του αλωνιού. Όσοι βοηθούσαν στο αλώνισμα επιστράτευαν καπέλα, μαντήλια, μακρυμάνικα ρούχα και φτσέλες (ξύλινα δοχεία) με δροσερό νερό για να πολεμήσουν την ζέστη και τον καυτό ήλιο του Αλωνάρη. Τα ζώα δύο ή τρία, αρχικά ήταν βόδια και μετέπειτα άλογα ή μουλάρια δένονταν στην σειρά. Ένα μεγάλο σχοινί τα συνέδεε με τον στέζηρα. Μετά άρχιζε ο γύρος της ζωής, της παραγωγής. Τα ζώα γύριζαν γύρω -γύρω …όλα. Το σχοινί τυλίγονταν στον στέζηρα μέχρι τέλους. Ο αλωνιστής έκανε την αλλαγή. Γύριζε τα ζώα σε ανάποδη φορά και άρχιζε να ξετυλίγεται το σχοινί. Με το εφεύρημα αυτό πατιούνταν όλα τα δεμάτια, μηδενός εξαιρουμένου. Ωραία τα λέμε εμείς μα μετά από πολύ κόπο τα δεμάτια συνθλίβονταν, απομακρύνονταν σταδιακά τα άχυρα και δουλειά έπιανε το λίχνισμα. Δυνατός αέρας λίγη τυράνια. Λίγος αέρας, μάλλον την νύχτα θα τέλειωνε το αλώνι. Μεγάλοι ευεργέτες σε όλο το έργο ήταν το καρπουλόι (ξύλινο φτυάρι) για λίχνισμα και το διρμόν(ι) (κόσκινο) για κοσκίνισμα. Το σιτάρι μετριούνταν με τενεκέ μεγάλο, το ταγάρ(ι) που λέγανε τότε και είχε βάρος 20 οκάδες περίπου. Ό,τι δεν κατάφερνε να περάσει τις τρύπες του κόσκινου ήταν τα λεγόμενα σκύβαλα και αυτά ...ανήκαν στις κότες του νοικοκύρη. Το άχυρο πολύ λεπτό, μαζεύονταν σε σχοινένια δίχτυα. Πολύ καλή τροφή τον χειμώνα για τα μεγάλα ζώα.

farm57 2

      Μετά το 1960 την θέση του αλωνιού παίρνει ένα σωτήριο για την εποχή μηχάνημα. Ετερόφωτο μηχάνημα θα λέγαμε γιατί μηχανή δική του δεν είχε και την κίνηση την έπαιρνε από τρακτέρ με μεγάλο ιμάντα (λουρί). Ήταν η πατόζα. Κουμάντο σ’ αυτήν έκανε ο μηχανικός. Οι εργάτες «τάιζαν» την μηχανή, έκοβαν τα δεματικά και ζύγιζαν την σοδειά. Το …αλώνι της πατόζας ήταν περιφερειακό. Δηλαδή. Μεγάλες θημωνιές από δεμάτια χτίζονταν σε 4-5 επιλεγμένα μέρη έξω από το χωριό. Συνήθως σε ράχες. Εκεί είχε την έδρα της διαδοχικά η πατόζα. Η λειτουργία της 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. Μέρα και νύχτα. Τα δεμάτια κάθε νοικοκύρη μεταφέρονταν με αναβατόριο στην πατόζα, εκεί κόβονταν τα δεματικά και έπεφταν στην μηχανή. Μετά από πολλά κόσκινα σε μια χοάνη έβγαινε ο καρπός. Το σιτάρι. Γινόταν το ζύγισμα, και η αμοιβή της πατόζας ήταν πάντα σε είδος, σε σιτάρι δηλαδή. Ένα μπουρί μεγάλο πετούσε το άχυρο. Είχε δεμένο πάνω του ένα σχοινί και με αυτό το κατηύθυνες στο μέρος, που θα έριχνε το άχυρο. Τώρα, αν φυσούσε δυνατά ο αέρας λίγο δύσκολο τα ζώα σου να τρώγανε άχυρο. Αυτό σκορπούσε παντού. Μία σκέτη κόλαση από άχυρο.

     Η ευκολία της πατόζας πρέπει να κράτησε μία δεκαετία περίπου. Μία άλλη «κυρία» εξελιγμένη ήλθε και πήρε την θέση της χωρίς καν να τη ρωτήσει. Αυτή δεν αλώνιζε μόνο μα και θέριζε κιόλας Ακούραστη μέχρι τις μέρες μας και ξεκούραστοι οι νοικοκύρηδες του χωριού. Κομπίνα το όνομά της.

Κώστας Ι. Φαρμάκης

Ξάνθη