Εκτύπωση

-Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα τὶ καθεύδεις;…

p nikiforosΠΟΣΟΙ τίτλοι θὰ ταίριαζαν στὸ κείμενό μας ποὺ ἀκολουθεῖ; Νά, μερικοί. «Ὁ πιὸ δύσκολος διάλογος. Ὁ πιὸ κερδοφόρος διάλογος. Ὁ πιὸ σπάνιος διάλογος. Ὁ πιὸ εἰλικρινὴς ἢ ὁ πιὸ ψεύτικος διάλογος. Ὁ πιὸ ἀπαραίτητος διάλογος. Τὸ πιὸ ὀδυνηρὸ κρυφτούλι. Τέλος, τὸ βαρύτερο ξεγέλασμα ποὺ παθαίνει ὁ ἑαυτός μας ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας»!

Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ γίνεται τὸ ὀλιγότερο ἀνάμεσα σὲ δύο ἀνθρώπους, ἢ μεταξὺ πολλῶν, ἢ μεταξὺ ἑνὸς ποὺ τὸν διευθύνει καὶ πολλῶν ποὺ συμμετέχουν. Ὅμως ὑπάρχη καὶ διάλογος, ποὺ γίνεται μόνο μὲ ἕνα πρόσωπο. Αὐτὸ δὲ τὸ πρόσωπο εἶναι ὁ ἑαυτός μας. Δηλαδὴ κάμνει διάλογο ὁ ἑαυτός μας μὲ τὸν ἑαυτό μας. Ὅταν λέμε ὁ ἑαυτός μας, ἀσφαλῶς δὲν ἐννοοῦμε οὔτε τὸ βάρος μας, οὔτε τὸ ὕψος μας, ποὺ εἶναι μὲ ἡμερομηνία λήξεως. Ἑαυτός μας εἶναι τὸ πολυτιμότερο στοιχεῖο, ποὺ ἔχει ἡ ὕπαρξί μας, κι αὐτὸ εἶναι ἡ αἰώνια ψυχή μας. Ὁ ἑαυτός μας κάμνει διάλογο μὲ τὴν ψυχή του! Αὐτὸς ὁ διάλογος μὲ ἄλλα λόγια εἶναι ἡ αὐτοκριτική. Ὁ ἑαυτός μας κάμνει λογαριασμὸ μὲ τὸν ἑαυτό του. Πόσα εἶχε; Πόσα ξόδεψε; Πόσα ἔχασε καὶ πόσα κέρδησε στὴν πνευματικὴ ἐμποροπανήγυρι τῆς ἐπίγειας ζωῆς του; Ἂν ἕνας ἔμπορος δὲν κάμνει τακτικὸ ἔλεγχο τῶν ἐσόδων καὶ τῶν ἐξόδων του, γρήγορα ἡ ἐπιχείρησί του θὰ χρεωκοπήση.

«Ἔνδον σκάπτε ὄμματι διανοίας». «Νὰ σκάβης μέσα σου μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου». Σκάβοντας κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο μέσα μας θὰ βρίσκουμε τὰ λάθη μας καὶ ὕστερα μακάρι νὰ ἀκολουθῆ ἡ θεραπεία τους. «Ἐξέτασε τὰ τοῦ ἐμπορίου σου. Ἂν ἔχης κατὰ Θεὸν προκοπή. Διότι οἱ ἡμέρες μας τρέχουν σὰν τὸν ἀθλητή. Τελικὰ εἶναι μακάριος αὐτὸς ποὺ ἐμπορεύεται τὴν πνευματικὴ ἐμπορία του κάθε μέρα καὶ σύναξε κέρδη γιὰ τὴν αἰώνια ζωή» (ὁσίου Ἐφραὶμ Λόγος ἀσκητικὸς τ.Α’ σελὶς 141 ἔκδ. Περιβόλι Παναγίας).

Διαλέξαμε γιὰ τὸ θέμα, στὸ ὁποῖο ἀναφερόμαστε, ἕναν ἐκφραστικώτατο ὕμνο ἀπὸ τὸν Μεγάλο Κανόνα, τὸν ὁποῖο παραθέτουμε. Ὁ ὕμνος ζωγραφίζει παραστατικὰ τὸν διάλογο τοῦ ἑαυτοῦ μας μὲ τὴν ψυχή μας. Εἶναι τὸ κοντάκιο τοῦ μεγαλειώδους ποιήματος τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα Κρήτης, ποὺ μνημονεύει ἡ Ἐκκλησία μας κατὰ τὴν Πέμπτη τῆς Ε’ ἑβδομάδος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. «Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τὶ καθεύδεις; Τὸ τέλος ἐγγίζει, καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι. Ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών, καὶ τὰ πάντα πληρῶν. «Ὦ ψυχή μου, ὦ ψυχή μου. Ξύπνα. Γιατὶ ναρκώθηκες ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας; Νά. Ὁ θάνατός σου πλησιάζει καὶ ἀφοῦ μεταβῆς στὰ μετὰ θάνατον πρόκειται νὰ τρομάξης μὲ ὅσα θὰ ἰδῆς ἐκεῖ. Σύνελθε, λοιπόν, τώρα, γιὰ νὰ σὲ λυπηθῆ ὁ Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι παρὼν παντοῦ καὶ τὰ γεμίζει ὅλα». Ὁ μακαρίτης ὁ π.Δημοσθένης στὴν Ἁγία Τριάδα Πτολεμαΐδος, ὅταν ἔψελνε τὸ Ψυχή μου, ψυχή μου…, πάντα ἔκλαιγε! Καλὸν παράδεισο νὰ ἔχη.

Κι ἕνας ἄλλος ὕμνος μὲ σημαντικὸ διάλογο μὲ τὴν ψυχή μας εἶναι ὁ Οἶκος ποὺ διαβάζεται τὴν Μ.Δευτέρα τὸ βράδυ, ὡς ὄρθρος τῆς Μ.Τρίτης. Λέγει κι αὐτὸς ὁ ὑπέροχος ὕμνος. «Τὶ ραθυμεῖς, ἀθλία ψυχή; Τὶ φαντάζει ἀκαίρως μερίμνας ἀφελεῖς; τὶ ἀσχολεῖ πρὸς τὰ ρέοντα; ἐσχάτη ὥρα ἐστὶν ἀπ’ ἄρτι, καὶ χωρίζεσθαι μέλλομεν τῶν ἐνταῦθα. ἕως καιρὸν κεκτημένη, ἀνάνηψον κράζουσα, Ἡμάρτηκά σοι, Σωτήρ μου. Μὴ ἐκκόψης με, ὥσπερ τὴν ἄκαρπον συκῆν, ἀλλ’ ὡς εὔσπλαγχνος, Χριστέ, κατοικτείρησον, φόβῳ κραυγάζουσαν. Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».

Ἂν ὁ χριστιανὸς ἐφάρμοζε καθημερινὰ τὴν τελευταία προτροπὴ αὐτοῦ τοῦ ὕμνου, «Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ», θὰ εἶχε τὴν πνευματικότερη ὠφέλεια τῆς ψυχῆς του. Αὐτὴ θὰ τὸν φύλαγε καὶ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε καὶ στὸν αἰώνιο Νυμφῶνα τοῦ παραδείσου.

Μιὰ ἀναγκαστικὴ προϋπόθεσι, γιαὐτὸν τὸν διάλογο. Αὐτὴ εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ψυχή μας εἶναι αἰωνία. Μόνο γιαὐτὸν τὸν λόγο εἶναι ἀπαραίτητος ὁ διάλογος τοῦτος. Διότι ἕνα κοπάδι ὅποιωνδήποτε ἀλόγων ζώων δὲν κάμνει ποτὲ διάλογο. Αὐτὰ δὲν ἔχουν καμμιὰ ἄλλη μέριμνα παρὰ μονάχα τὴν καθημερινὴ βοσκή καὶ μία φορὰ τὸ χρόνο τὴν ἀναπαραγωγή τους. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, εἴτε τὸ θέλει, εἴτε δὲν τὸ θέλει, εἴτε τὸ πιστεύει εἴτε δὲν τὸ πιστεύει, εἶναι αἰώνιος.

ΠΟΙΑ ὅμως εἶναι ἡ καταγωγὴ τῆς ψυχῆς, ἡ σύστασι, τὸ ξεκίνημα καὶ ἡ ἀξία της; «Ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γένεσις 2,7). Λιτὴ καὶ ἐκφραστικὴ περιγραφή-κατάθεσι. Τὸ τόσο ἁπλὸ καὶ τόσο μεγαλειῶδες φύσημα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι ἀπάντησε ὁ Κωλοκοτρώνης μὲ τὴν ἁπλούστατη καὶ ἀφοπλιστικὴ θεολογία του, ὅταν τοῦ εἶπαν νὰ σκοτώση κάποιον. «Πῶς νὰ τὸν σκοτώσω, εἶπε. Ἔχει μέσα του τὸ φύσημα τοῦ Θεοῦ».

«Ὅταν ἀκούσης, ὅτι ἐνεφύσησε πνοὴ ζωῆς, νὰ σκέφτεσαι, ὅτι φάνηκε καλὸ στὸν Θεό, ὅπως δημιούργησε τὶς ἀσώματες δυνάμεις, ἔτσι καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖο προέρχεται ἀπὸ τὸ χῶμα, νὰ ἔχη κι αὐτὸ ψυχὴ λογική, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ χρησιμοποιῆ τὰ μέλη. Τὸ σῶμα μόνο του ἦταν σὰν μία λύρα. Χρειαζόταν ὅμως κάποιον νὰ μπορῆ μὲ τὴν μουσική του τέχνη καὶ τὴν σοφία του νὰ ἀναπέμπη στὸν Κύριο τὴν μελωδία… Γιαὐτὸ γιὰ τὰ ἄλογα ζῶα λέγει, Τὸ αἷμα εἶναι ἡ ψυχή τους. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὅμως λέγη, ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι οὐσία ἀσώματη καὶ ἀθάνατη. Αὐτὴ ἔχει μεγάλη διαφορὰ καὶ ὑπεροχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα. Εἶναι δὲ τόση ἡ διαφορά, ὅση εἶναι φυσικὸ νὰ ἔχη τὸ ἄϋλο ἀπὸ τὸ ὑλικὸ σῶμα» (Ἰω Χρυσ. Εἰς Γένεσι ὁμ. ΙΓ’ ΕΠΕ 2,334-336).

ἀρνιμα.

p nikiforos