Εκτύπωση

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011/ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

ΠΝΟΗ ΖΩΗΣ   ΜΕ ΑΡΩΜΑ ΘΑΝΑΤΟΥ

της Χαράς Αυγερινού από το Τρανόβαλτο

Μια αληθινή ιστορία, σοκαριστική, ωμή και ελπιδοφόρα…

.
xaravgerarz
.

XaraAvgerinou20.8.11cΌταν έχεις μπροστά σου τις καλύτερες κριτικές για ένα βιβλίο από το συγγραφέα Βασίλη Βασιλικό και τον πανεπιστημιακό καθηγητή Εγκληματολογίας Γιάννη Πανούση και το διαβάσεις, θα περιοριστείς απλά να το χαρακτηρίσεις ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ!

Πρόκειται για το βιβλίο της Χαράς Αυγερινού  ΠΝΟΗ ΖΩΗΣ  ΜΕ ΑΡΩΜΑ ΘΑΝΑΤΟΥ, μια "αληθινή ιστορία, σοκαριστική, ωμή και ελπιδοφόρα". Ένα υπαρξιακό βίωμα στον κόσμο των εξαρτήσεων δοσμένο με μυθιστορηματικό τρόπο, με περισσή ειλικρίνεια και θάρρος… "Μια ζωή χωρίς έντονα ερεθίσματα, χωρίς δυνατές συγκινήσεις, φάνταζε στα μάτια μου τόσο μέτρια και ανιαρή, γιατί η ψυχή μου ήταν από τη φύση της πληθωρική, ανήσυχη και παρορμητική…Για αρκετά χρόνια –εξομολογείται η ηρωίδα του βιβλίου- πίστευα σε μια μεγάλη δύναμη, τη δύναμη της εξάρτησης. Αργότερα, είδα ότι υπάρχει μία μεγαλύτερη, η δύναμη της θέλησης"...

Η Χαρά Αυγερινού (Σ.Τ.) γεννήθηκε στο Τρανόβαλτο της Κοζάνης, σπούδασε στο ΕΑΠ Ανθρωπιστικές Σπουδές - Ελληνικό Πολιτισμό  και σήμερα εργάζεται ως θεραπεύτρια στη Μονάδα Εφήβων στον Οργανισμό Κατά των Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ) Θεσσαλονίκης.

Το βιβλίο της ΠΝΟΗ ΖΩΗΣ ΜΕ ΑΡΩΜΑ ΘΑΝΑΤΟΥ, 386 σελίδων, πρωτοκυκλοφόρησε το 2007 και φέτος (2011) επανεκδόθηκε  από τις Εκδόσεις PS - Ζωναρά 14, Αθήνα, τκ 11472, τηλ. 2130032633, Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε., Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Γ.Μ.


 ΚΡΙΤΙΚΕΣ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Από το οπισθόφυλλο της 2ης έκδοσης

«Το βιβλίο έχει όλα τα στοιχεία ενός μυθιστορηματικού έργου που συναρπάζει, με τη διαφορά ότι πρόκειται για αληθινή ιστορία. Αν διαβάσετε αυτό το βιβλίο όλα τα επινοημένα θα σας φανούν ψεύτικα».

Βασίλης Βασιλικός, Συγγραφέας
.

«Μια αληθινή ιστορία που αγγίζει όλες τις πτυχές του προβλήματος χωρίς να τις πληγώνει για δεύτερη φορά. Ένα νέο ξεκίνημα με άρωμα ζωής». 

 Γιάννης Πανούσης,  Καθηγητής Εγκληματολογίας
.

Η Χαρά Αυγερινού υπήρξε μια από τις πρώτες γυναίκες στην Ελλάδα που φυλακίστηκε για κατοχή και χρήση ναρκωτικών ουσιών. Παρά τη διαπόμπευση της από τα Μ.Μ.Ε. για παραδειγματισμό, με δικαστική απόφαση, βρήκε τη δύναμη να ξεπεράσει τα ναρκωτικά και την κοινωνική απαξίωση. Ολοκλήρωσε με επιτυχία το πρόγραμμα υποκατάστασης με μεθαδόνη του ΟΚΑΝΑ, όπου και εργάζεται ως θεραπεύτρια –μοναδική περίπτωση ως πρώην μέλος του–, προσφέροντας στήριξη σε νέους που προσπαθούν να ξεφύγουν από τη μάστιγα.  

Γιώτα Μυρτσιώτη, Δημοσιογράφος
.

«Όλα τα όνειρά μου είχαν τυλιχτεί από ένα σύννεφο χρυσόσκονης. Η ζωή μου… Ποια ζωή; Δεν υπήρξε ποτέ ζωή! Όλα ένα μεγάλο παραμύθι! Ένα ατέλειωτο παραμύθι στην κυκλική πλοκή του εγώ. Ένας Τάνταλος καταδικασμένος να σηκώνει το τίποτα που ζούσε ξανά και ξανά ή μήπως ένα ξεχασμένο κοριτσάκι σε Λούνα Παρκ, καταδικασμένο να κάνει αδιάκοπα το γύρο του θανάτου, διαγράφοντας κύκλους, άλλοτε μικρούς κι άλλοτε μεγάλους!» εξομολογείται η συγγραφέας  του βιβλίου. 

Μια αληθινή ιστορία, σοκαριστική, ωμή κι ελπιδοφόρα. Μια αχτίδα φωτός μέσα από το απόλυτο σκοτάδι. Ένα μήνυμα ζωής, όταν ο θάνατος σου κλείνει το μάτι.  

Η συγγραφέας, από το οπισθόφυλλο της 1ης έκδοσης

Αν κατάφερα να ανοίξω μια χαραμάδα στο σκοτάδι, να παραμερίσω έστω ελάχιστα το μαύρο πέπλο της άγνοιάς σας για το πώς νιώθουμε, κερδισμένη είμαι!

Αν άγγιξα την ψυχή σας, με το λόγο που με δυσκολία και πόνο κατάφερα να αρθρώσω, διπλά κερδισμένη είμαι!

Μα κι αν τίποτα απ όλα αυτά δεν κατάφερα, πάλι κερδισμένη είμαι!

Γιατί μπορώ κάθε ξημέρωμα να κοιτάζω κατάματα τον ήλιο! Γιατί μπορώ  να βλέπω το φεγγάρι, μπορώ να αγγίζω τα βράδια  τα αστέρια! Γιατί μπορώ να δαμάζω τους φόβους μου κάνοντας όνειρα, γιατί υπάρχω ακόμη και ζω!

Χαρά Αυγερινού, απόσπασμα από τον επίλογο της 2ης έκδοσης


ΑΦΙΕΡΩΣΗ

Αφιερώνω αυτό το βιβλίο στην οικογένειά μου, για όλα όσα έκανε για μένα και ειδικότερα στον πατέρα μου για την αυτοθυσία του! Αυτός είναι η πηγή της δύναμής μου! 

Χαρά Αυγερινού, συγγραφέας


ΠΝΟΗ ΖΩΗΣ ΜΕ ΑΡΩΜΑ ΘΑΝΑΤΟΥ

-Απόσπασμα από το βιβλίο-

…"Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου. Πρέπει να ήταν πια απόγευμα. Η  βροχή που χτυπούσε με μανία το τζάμι, δε με βοηθούσε να προσδιορίσω το χρόνο. Συνέχισα να ανοιγοκλείνω τα μάτια, μήπως εξαφανιστεί αυτός ο τρομερός εφιάλτης, όμως ο διοικητής ήταν πάντα εκεί, μπροστά μου, με το ηλίθιο, βλοσυρό του ύφος και τις εξίσου ηλίθιες ερωτήσεις του. Αυτό συνεχίστηκε για πολύ ακόμη, ώσπου κάποτε ο διοικητής σήκωσε το κεφάλι του και κοιτώντας με, άρχισε να διαβάζει κάτι σαν κατάθεση.

«Δε μπορώ να  υπογράψω κάτι τέτοιο» του είπα κοφτά.

Ήταν η πρώτη φορά που είχα συλληφθεί και είχα πλήρη άγνοια του ποινικού κώδικα. Καταλάβαινα όμως, ότι αυτή η σθεναρή και άκαμπτη στάση δεν θα μ’ έβγαζε πουθενά. Έπρεπε να καταλήξω σε μια κατάθεση, γιατί ένιωθα ήδη εξαντλημένη και τα πρώτα στερητικά είχαν κάνει την εμφάνιση τους εδώ και κάποια ώρα.

«Είμαι έτοιμη να καταθέσω» του είπα αποφασισμένη.

«Ακούω» απάντησε εκείνος κάνοντας τον αδιάφορο.

«Κάνω χρήση ηρωίνης ένα χρόνο, την ηρωίνη μου την έμαθε ένας αλλοδαπός που γνώρισα σε μια παραλία (είπα μια συγκεκριμένη), το όνομα του μου ήταν άγνωστο. Η ηρωίνη είναι δική μου, την αγόρασα από έναν άγνωστό μου, Χρήστος …νομίζω, στην πιάτσα. Δεν είμαι σε θέση να τον αναγνωρίσω, γιατί ήμουν υπό την επήρεια  ναρκωτικών κατά τη συναλλαγή».

Εδώ σταμάτησα για λίγο, δεν ήμουν σίγουρη, αν έπρεπε να συνεχίσω.

«Για τον Αλέξη θέλω να μου πεις τώρα» μου είπε επιτακτικά και με κάρφωσε με το βλέμμα του.

«Τον Αλέξη τον είδα μόνο δύο φορές, κάναμε χρήση μαζί. Τη μια φορά τον κέρασα εγώ και την άλλη με κέρασε εκείνος. Μόνο αυτά ξέρω».

«Α! Άλληλοκεραστήκατε δηλαδή; Με δουλεύεις κοπέλα μου;».

«Ωχ!» σκέφτηκα βλέποντας τον να ανάβει.

Αλλά εκείνος έμεινε αμίλητος. Μετά μπήκε ένας ασφαλίτης και κάτι του ψιθύρισε στο αυτί. Η ώρα περνούσε κι ο διοικητής παρέμενε σιωπηλός.

«Δεν υπογράφω τίποτα άλλο! Μόνο αυτά που είπα. Έχω δικαίωμα να μη δώσω κατάθεση» του είπα (αυτό κάπου το είχα ακούσει).

«Χαχαχα! Αν δεν υπογράψεις δε φεύγεις» μουρμούρισε εκείνος, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του από αυτό που έγραφε. Ο τόνος του πάντως, ακουγόταν τώρα, λιγότερο επίμονος από πριν. Είχε αρχίσει να νυχτώνει και πρέπει να είχε κουραστεί κι εκείνος. Δεν ήξερα όμως, τι του είχε πει στο αυτί ο ασφαλίτης. Η Σοφία είχε τελειώσει την κατάθεσή της εδώ και ώρες. Εκκρεμούσε μόνο η δική μου. Ο διοικητής συνέχιζε να γράφει. Που και που, γυρνούσε να μου ρίξει καμιά κλεφτή ματιά, να βεβαιωθεί ότι ήμουν ακόμα εκεί. Πού να πήγαινα όμως; Κάποτε τελείωσε. Με κοίταξε κι άρχισε να διαβάζει την κατάθεσή μου και ήταν ακριβώς αυτά που του είχα πει. Υπέγραψα ανακουφισμένη που το μαρτύριο μου τέλειωνε τόσο ανώδυνα για εμένα, αλλά και τους υπόλοιπους που σχετίζονταν με την υπόθεση. Αν η Σοφία είχε κρατήσει χαρακτήρα, όλα θα πήγαιναν καλά. Ο διοικητής φώναξε δύο άνδρες μέσα.

«Πάρτε την».

Οι ασφαλίτες μου ζήτησαν να βγάλω τη ζώνη απ’ το παντελόνι μου, τα κορδόνια και τα κοσμήματα που φορούσα και με άρπαξαν απ’ τα μπράτσα, σέρνοντας με στα σκαλιά. Η Σοφία ακολουθούσε σε απόσταση αναπνοής, με την ίδια ευγενική συνοδεία. Δεν θυμάμαι πόσα σκαλιά κατεβήκαμε, αλλά θα πρέπει να ήταν τρεις όροφοι τουλάχιστον που κατρακυλήσαμε, όταν κάποια στιγμή σταμάτησαν, ξεκλείδωσαν μια σιδερένια πόρτα, μας πέταξαν μέσα, και την ξανακλείδωσαν πίσω μας.

Ήταν ένας υγρός, σκοτεινός, υπόγειος χώρος που φωτιζόταν αμυδρά με μια λάμπα. Αρχικά, δίστασα να προχωρήσω. Κοίταξα τριγύρω μου σα χαμένη στο χώρο.

Αν ήμασταν τυχερές και η μπόχα που ερχόταν από το βάθος δεν κατάφερνε να μας θανατώσει ακαριαία με τα δηλητηριώδη τοξικά αέρια που είχαν δραπετεύσει από την οξείδωση μιας κουράδας, ήταν στα σίγουρα αδύνατον να αποφύγουμε την αλυσιδωτή αντίδραση αηδίας και στομαχικής έκρηξης, την τάση για εμετό κι όλα εκείνα τα συναφή αηδιαστικά συμπτώματα.

Το βήμα μου έμεινε μετέωρο από το φόβο, όταν ξαφνικά, ένιωσα κάτι μεγάλο με παράξενη υφή, να γλιστρά ανάμεσα στα πόδια μου. Στην αρχή, λόγω του μεγέθους, νόμισα ότι επρόκειτο για γάτα, όμως κοιτώντας πιο προσεκτικά διαπίστωσα ότι επρόκειτο για έναν τεράστιο αρουραίο. Πολλοί αρουραίοι!!!

Αυτά τα συμπαθέστατα, αλλά αηδιαστικά τρωκτικά, κινούνταν με τόση ευκολία, αφού βρίσκονταν στο φυσικό τους χώρο, το βόθρο, εκείνη τη σιχαμερή αποθήκη ανθρώπων, το κρατητήριο. Μάλλον παραήταν εξοικειωμένα με το ανθρώπινο είδος. Συμβίωναν συνήθως.

Ένιωθα πάντα μια απέχθεια για τα τρωκτικά και τα ερπετά. Και μόνο η σκέψη της συνύπαρξης μαζί τους στον ίδιο χώρο, ροκάνιζε κάτι από την εναπομείνασα, καταρρακωμένη αξιοπρέπειά μου και την αξιοθρήνητη ηθική μου υπόσταση. Έπρεπε να εναποθέσω κι εκεί ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου τώρα, ως τίμημα της επιλογής μου.

Αυτό που δεν κατάφεραν με τη σωματική και ψυχολογική βία οι μπάτσοι, την απόσπαση της ομολογίας μου, το κατάφερναν τώρα, με τόση ευκολία, σχεδόν αβίαστα, τα ποντίκια και τα περιττώματα που είχαν δραπετεύσει από το βόθρο και είχαν φθάσει μέχρι την πόρτα για να μας προϋπαντήσουν. Το ηθικό μου είχε καμφθεί θανάσιμα κι ήμουν έτοιμη να παραδοθώ άνευ όρων μπροστά σε μια κουράδα και αβίαστα να καταθέσω την ομολογία μου.

«Νιώθω ένα τίποτα! Νιώθω πιο άθλια κι απ’ τους καταραμένους της γης! Ακόμη και τα περιττώματα αξίζουν περισσότερο από μένα, σίγουρα κάποιος θα ασχοληθεί μαζί τους, έστω μονάχα για να τα βυθίσει ξανά πίσω στο βόθρο!» σκέφτηκα.

Η φωνή του Τζίμυ που ερχόταν απ’ το βάθος, με γλίτωσε από αυτή την εξευτελιστική εξομολόγηση ενώπιον της κουράδας… και τον περαιτέρω διασυρμό μου.

«Ελάτε εδώ!» ακούστηκε μια φωνή και κοίταξα γύρω μου για να εντοπίσω τον Τζίμυ. Δυο παλιές καρυδένιες καρέκλες ήταν ακριβώς δίπλα στη σιδερένια πόρτα. Μπροστά υπήρχαν δυο σειρές από μικρά σκοτεινά κελιά. Προχωρήσαμε προς τα εκεί, ανάμεσα από τους αρουραίους, που έκαναν βόλτες και περνούσαν συνεχώς ανάμεσα από τα πόδια μας. Η πόρτα ήταν ανοιχτή: Στο κελί, διαστάσεων ένα επί δύο, ακριβώς όσο και ο τάφος, ένα σκισμένο στρώμα ριγμένο στο πάτωμα κι ο Τζίμυ πεταμένος πάνω στο στρώμα, σκεπασμένος με κάτι βρώμικες κουβέρτες, τρύπιες σαν σουρωτήρι, να βγάζει στερητικά.

«Καθίστε» μας είπε και τραβήχτηκε για να κάνει χώρο να καθίσουμε πάνω στο στρώμα.

Έσκυψα να καθίσω, όμως σταμάτησα απότομα όταν είδα δεκάδες –ίσως και εκατοντάδες– μικρά ποντικάκια, να κάνουν βόλτες πάνω - κάτω και γύρω απ’ το στρώμα, μερικά να ανεβαίνουν πάνω στο Τζίμυ, στα πόδια, στο λαιμό, ακόμη και στο κεφάλι του. Τρομοκρατήθηκα.

«Καθίστε, μη φοβάστε και δε θα σας πειράξουν» μας προέτρεψε ο Τζίμυ. Αυτά είναι πολύ μικρά, είναι ακίνδυνα, έξω στον προθάλαμο και στις τουαλέτες είναι τα μεγάλα, όμως δε μπαίνουν εδώ μέσα.

Καθισμένοι και οι τρεις πάνω στο στρώμα, με τα ποντικάκια να ανεβαίνουν στους ώμους μας, καπνίζαμε και συζητούσαμε, προσπαθώντας να βρούμε μιαν άκρη για το ποιος θα μπορούσε να μας είχε καρφώσει. Δεν αργήσαμε να καταλήξουμε ότι ο Αλέξης είχε αγοράσει δύο γραμμάρια από τον Τζίμυ για κάποιον άλλο που είχε βάλει και τα χρήματα. Εκείνος πήρε το σταφ (stuff) και κατά τις δυο τα μεσάνυχτα, πήγε στο σπίτι της Σοφίας, νομίζοντας ότι θα εύρισκε τον Αλέξη. Παραπονιόταν ότι το σταφ ήταν χώμα και μας προκαλούσε να το δοκιμάσουμε. Εμείς αρνηθήκαμε στην αρχή, γιατί είχαμε δικό μας, καλό σταφ, όμως, με την τόση επιμονή του, πειστήκαμε τελικά να το δοκιμάσουμε, όπου και διαπιστώσαμε ότι είχε δίκιο. Το σταφ του δεν έλεγε. Στις τρεις τα ξημερώματα έφυγε και προφανώς, τσατισμένος, που τον είχε ρίξει ο Αλέξης στη συναλλαγή, πήγε και τον κάρφωσε!  Για καλή του τύχη όμως ο Αλέξης δεν είχε έρθει εκείνο το βράδυ στο σπίτι κι έτσι την πατήσαμε εμείς.

Είχε βραδιάσει για τα καλά και τα στερητικά ήταν ανυπόφορα!

«Διαλέξτε από ένα κελί» είπε ο Τζίμυ.

«Αδύνατον! Δεν κοιμάμαι με τόσα ποντίκια δίπλα μου! Φοβάμαι!  Άκουσα ότι είναι ικανά να σου φάνε τη μύτη και τα αφτιά χωρίς να το καταλάβεις, γιατί εκκρίνουν ένα είδος αναισθητικού!» είπα.

«Κι εγώ φοβάμαι κι είναι τόσο βρώμικα!» πρόσθεσε η Σοφία.

«Θα τη βγάλουμε στις καρέκλες!».

«Κάντε όπως νομίζετε. Αλλά δεν θα τα καταφέρετε όλο το βράδυ! Το πρωί θα είστε χάλια κι έχουμε πολύ δρόμο ακόμη!»...

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ…

 

Περισσότερα στο ιστολόγιο: http://hara-avgerinou.blogspot.com/