ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΟ/ΠΑΡΑΔΟΣΗ

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΑΣ
.

tr._a

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ

(ΠΡΟΣΘΗΚΗ 11.1.2013)

Νανουρίσματα…

Άλλη μια ενότητα τραγουδιών που καταδεικνύει τον αστείρευτο πλούτο της λαϊκής μας παράδοσης…

1. Νάνι-νάνι πέστε του κι όλοι τραγουδήστε το

ώσπου να ‘ρθει  η μάνα του να του φέρει λούλουδα.

Λούλουδα τριαντάφυλλα και μοσχογαρίφαλα.

.

2. Ύπνε που παίρνεις τα μικρά έλα πάρε κι τούτο.

Μικρό-μικρό σου το ’δωσα μεγάλο φέρε μου το

μεγάλου σαν ψηλό δεντρί ίσιου σαν κυπαρίσσι.

Οι κλώνοι του ν’ απλώνονται σ’ Ανατολή και Δύση.

Νάνι νάνι-νάνι-νάν’...

.

3. Κοιμήσου και παρήγγειλα στην Πόλη τα προικιά σου

στα Γιάννενα τα ρούχα σου και τα χρυσαφικά σου.

Νάνι νάνι νάνι νάν’ κι όπου το πονεί να γειάν’.

.

4. Νταχτιρντί κι νταχτιρντό του πιδί μ’ χαλέβι χουρό

τα βιουλιά δεν είντα ιδώ πήγαν στ’ άλλου του χουργιό.

Ποιον να στείλου να τα φέρει ένα τάλιρο στο χέρι.

Στέλνου το ΄να στέλνου τ’ άλλου…

Στέλνου το χελιδονάκι που ‘ναι γλήγορο πουλάκι.

.

5. Τα κουρίτσια μ’ τα καλά ποιος τα λέει δεν είν’ καλά

να ψοφίσ’ν τ’ αρνίθια του και τα κουκουτσέλια του.

Παλαμάκια παίξιτι κι ο μπαμπάκας έρχιτι

θα μας φέρει κατιτί καραμέλις στου χαρτί.

.

6. Τα κουρίτσια τα καλά πέντι δέκα τουν παρά

τ’ άλλα τα χειρότιρα δυο κουπάνες πίτυρα.

Τα κουρίτσια μεσ’ στ’ αμπάρι κι όποιους θέλει να πάει να πάρει

τα κουρίτσια τρων του ρύζι κι ου γαμπρός τα τρουιρίζει.

.

7. Νάνι νάνι νάνι νάν’ του πιδάκι μας θα κάν’

έλα ύπνε παρ’ του Γιάνν’...

 Σύρ’τον πέρα στα μαντράκια να κοιμάται με τ’ αρνάκια

με τ’ αρνιά με τα κατσκάκια νάνι νάνι νάνι νάν’.

.

8. Έχει ου βασιλιάς πιδί έχουμι κι ‘μεις κουρίτσι

θα τ’ αρραβωνιάσουμι κι θα συμπεθιριάσουμι.

.

9. Κούνια κούνια μπέλα βρίσκου μια κο(υ)πέλα

που ‘τρωγε ένα μήλο, μήλο δαγκωμένο.

(Ν)είπα δώσ’ κι μένα…

κι έδουκι ένα μπάτσου κι είπε ουρίστι φάτου.

.

10. Τσιμ τσιμ του λιφτό του λιφτό του σιγανό.

Κρούει η μπάμπου το παπί κι ου παπάς του σήμαντρου

κι φωνάζει Γριβινέ, Γριβινέ καλόηρε.

- Πουν του πιδί που βάφτισες, έπισι κι πέθανι

κι του παν στην Παναγιά κι του κλάψαν τα πιδιά.

.

11. Τσάτσα τσάτσα και κυράτσα στρώσι μι μια ψάθα

να ‘ρθω βράδυ να μείνω κι αύριο να φύγω.

.

12. Ανεβαίνω στη συκιά και πατώ στην καρυδιά

πίνω το γλυκό κρασί με την κούπα τη χρυσή.

Και φωνάζω κούι κούι και κανένας δεν μ΄ακούει.

.

13. Τα κουρίτσια τα καλά τα χαλεύουν τα πιδιά.

Του κουρίτσι μ’ το καλό θέλ’ χαρές και θέλ’ χουρό

θέλ’ χουρό και θέλ’ καγγέλια, θέλ’ κι ένα γαμπρό στα χέρια.

.

14. Κώστα Κώστα Κωσταντή πούχεις άλογο παχύ

πούχεις άλογο παχύ και γυναίκα παλαβή.

Κάθεται στο παραθύρι και κεντάει το μαντήλι

και το δίνει στον Κωστάκη να σκουπίζει το μουστάκι.

.

15. Κικιρίκουουουου…

- Τι λαλάς κόκορα; - Μ’ έδειραν οι γναίκις

- Πουν’* οι γναίκις; - Πάν’ για ξύλα

- Πουν’  τα ξύλα; - Τα ‘καψε η φωτιά

- Πουν’ η φωτιά; - Γίνκι στάχτη

- Πουν’ η στάχτη; - Τ’ν πήρε του πουτάμι σβάρνα

- Πουν’ του πουτάμι; - Το ΄πιε ου παλιός

- Πουν’ ου παλιός; - Τουν έκουψι η τσικούρα

- Πουν’ η τσικούρα; - Ψηλά στου δέντρου

- Πουν’ του δέντρου; - Μεσ’ στου δάσους!

*Πουν’ = Που είναι

 

Τραγούδια από τα νυχτέρια

(προσθήκη ΝΟΕ. 2011)

 

1. ΠΟΥ ’ΣΑΝ ΚΟΡΗ Μ’ ΣΤΟΥ ΝΥΧΤΕΡΓΙΟΥ

- Πού ‘σαν κόρη μ’ - Στου νυχτέργιου
- Που νυχτέριβεις
πουν’ η ρόκα σ’ πουν’ τ’ αδράχτι σ’

πουν’ του κέντημα;

- Στου νυχτέργιου τα ‘φκα μάνα μ’
που νυχτέρευα
θα στο μαρτυρήσω μάνα μ’

ποιος με φίλησε

Δεν ‘ταν ξένος μωρέ μάνα μ’
δεν ‘ταν μακρινός
γείτονάς μας ήταν μάνα μ’

ήταν “μασκαράς”

- Να τον δείρουμε στα πόδια
με βασιλικό
να τον δείρουμε στα χέρια

με τριαντάφυλλα…

 

2. ΕΣΥ ΦΕΓΓΑΡΙ ΛΑΜΠΕΡΟ

Εσύ φεγγάρι λαμπερό
συ που τρουΰρου φέγγεις
(ν)αυτού ψηλά που περπατείς

και χαμηλά κοιτάζεις

Μην είδες μην αλόιασες
τον άντρα το δικό μου
σε τι βουνό που περπατεί

σε τι βουνό που πήγε

Τίνος ματάκια τον κοιτούν
κι τα δικά μου κλαίνε
τίνος τραπέζι τον καρτερεί

και το δικό μου μένει

τίνος χειλάκια του μιλούν
και τα δικά μου σκάζουν
Πικρή κατάρα να τον πω

πολύ τον (ε)λυπάμαι

Σε κυπαρίσι ν’ ανεβεί
στην κορυφή απάνου
κι από ψηλά να γκρεμιστεί

και καταγής να πέσει

Σαν το γυαλί να ραγιστεί
σαν τα κρουστάλι να θράψει
Κι εγώ διαβίτσα να διαβώ

φάρμακα αν ζητήσει…

 

3. ΑΠΟΨΕ ΔΕΝ ΚΟΙΜΗΘΗΚΑ

Απόψε δεν κοιμήθηκα
(γαλανή μωρ’ γαλανή)*
Και σήμερα νυστάζω

(γαλανές και μαυρομάτες)*

Γιατί κουβέντιαζα πολύ
με μια γειτονοπούλα
Να τη φιλήσω ντρέπομαι

να της το πω φοβούμαι

Φοβούμαι απ’ τη μάνα της
κι από την αδερφή της
Μην κάνουν μάγια κι αρρωστώ

μην κάνουν και πεθαίνω

*Σε όλες τις στροφές

 

4. ΠΕΡΑ ΣΤΟΝ ΠΕΡΑ ΜΑΧΑΛΑ

Πέρα στο πέρα μαχαλά
στον πέρα και στον δώθε
εκεί ‘ναι η σκύλα η πεθερά
κι η σκύλα η αντραδέρφη
Που προξενάει τη νύφη της

στα τούρκικα τα χέρια

- Σήκω νύφη μου κι άλλαξε
στολίσου κι αρματώσου
βράδυ θα ‘ρθει ο Κωσταντής

θα έρθει ο καλός σου

Γελάστηκε η Κώσταινα
στολίσκι κι αρματώθκι
πάϊσι να στρώσει στον ουντά

στο πέρα το κρεβάτι

Βρίσκει τον Τούρκο κάθουνταν
στην κόχη ξαπλωμένο
κι με το μάτι την πατάει

κι με τα χείλη τη λέει:

- Έλα εδώ βρε Κώσταινα
έλα στα γόνατά μου
- Τι λες τι λες παλιότουρκε

και συ παλιαρβανίτη

Κάλιο το γαίμα μου να ιδώ
τη γης να κοκκινίζει
παρά να δω τα μάτια μου

Τούρκος να τα φιλήσει

 

5. ΛΑΛΟΥΝ Τ’ ΑΡΝΙΘΙΑ ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ

Λαλούν τ’ αρνίθια τρείς φορές
και τα παγόνια πέντε
λαλάει κι ο πετροκότσιφας

μωρ’ τρεις φορές το χρόνο

Και ξύπνησαν τα εννιά χωριά
τα δέκα βιλαέτια
Και ξύπνησε μια καλογριά
πού μέσ’ στο κελί της

που ‘καμε την προσευχή της

Ρίχνει το στρώμα στη μεριά
και παίρν’ το κομπολόι

κι αρχινάει το μοιρολόι

- Σύρτε χαρτιά μου στο καλό
βαγγέλια στα ουράνια
κι εγώ θέλω να παντρευτώ

να πάρω παλικάρι…

 

6. ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΜΑΝΑ ΠΑΝΤΡΕΨΕ ΜΕ

Σου είπα μάνα καλέ μάνα μ’
σου είπα μάνα μ’ πάντρεψέ με (δις)

σπιτονοικοκύρεψέ με

Και στα ξένα καλέ μάνα μ’
και στα ξένα μη νε δώσεις (δις)

γιατί θα το μετανιώσεις

Γέρον άντρα καλέ μάνα μ’
γέρο άντρα μη μου δώσεις (δις)

γιατί θα το μετανιώσεις

Να μου δώσεις καλέ μάνα μ’
να μου δώσεις παλικάρι (δις)

όμορφο σαν το φεγγάρι…

....................

ΛΑΖΑΡΙΝΕΣ

(από το ένθετο του DVD παραγωγής TOP CHANNEL, στην αναβίωση του εθίμου των Λαζαρίνων Μικροβάλτου στις 19 Απριλίου 2008)

.

lazar_13.3

.

Α. Από τις μικρές Λαζαρίνες
.

1. ΚΑΤΩ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ

.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στων κεριών τον τόπο

εκεί παιδεύουν το Χριστό οι σκύλοι οι Οβραίοι

Τον παίδευαν τον (σ)κέντηζαν, πολύ τον τυραννούσαν
του δίνουν ξύδι και καπνιά και το πικρό φαρμάκι

και στο χαλκιά παρήγγειλαν να φκιάσει τρία πιρούνια

Κι ο χαλκιάς ‘νηπρόκοπος κι προκοπή μη φκιάσει
παράσυρε το σίδερο, φκιάνει πέντε πιρούνια

Έκατσε τους ορμήνεψε, κάτσει και τους ‘ρμηνεύει

-Τα δυο βάλτε στα χέρια του κι τ’ άλλα στα ποδάρια
κι τ’ άλλο το φαρμακερό, βάλτε του στην καρδιά του

να τρέξει αίμα και χολή, να πικραθεί η καρδιά του…

 

2. ΕΔΩ ΣΕ ΤΟΥΤΗ ΤΗ ΣΤΡΑΤΑ

.
Εδώ σε τούτ(η) τη στράτα σ’ αυτό το μονοπάτι

έχασα το γαϊτάνι, να μην το βρήκες Γιάννη

Για δώστου μ’ δώστου μ’ Γιάννη, για να σε φκιάσω πίτα

πίτα καναβουρόπτα κι ας είν’ και τσουκνιδόπτα…

 

3. ΗΡΘΕ Ο ΛΑΖΑΡΟΣ

.
Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα βάγια

ήρθε η Κυριακή που τρων τα ψάρια

Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι
ήρθε η μάνα σου από την πόλη

σου ‘φερε χαρτί και κομπολόι

Γράψε Θόδωρε γράψε Δημήτρη

γράψε λεμονιά και κυπαρίσσι

Οι κοτούλες μας αυγά γεννάνε

κι ένα αυγό μέσ’ στο καλάθι βάλε…

 

4. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑ

.
Εδώ σε τούτη την αυλή τη μαρμαροστρωμένη
εδώ κοιμάται ο δέσποτας με το σταυρό στο χέρι

με το σταυρό με το Χριστό με τ’ άγιο το Βαγγέλιο

Κανείς δεν πάει να τον ξυπνήσει κανείς απ’ τους δικούς του

μόνο η κυρά η Παναγιά πάει και τον ξυπνάει

Σήκω παπά μου δέσποτα και μη βαριοκοιμάσαι
σήκω να πας στην εκκλησιά να πας να λειτουργήσεις

τα σήμαντρα εσήμαναν κι οι εκκλησιές διαβάζουν…

 

5. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΟΝ ΤΟΠΙΚΟ ΑΡΧΟΝΤΑ

.
-Καλημέρα σ’ αφέντη μου

-Καλώς τις Λαζαρίνες

-Για βάλε το χεράκι σου στην αργυρή την τσέπη
Αν έχεις φράγκα κέρνα μας φλουριά μην τα λυπάσαι
αν έχεις κι εικοσάφραγκα δώστα στις Λαζαρίνες

για να τα φαν για να τα πιούν, για να τα τραγουδήσουν…

 

6. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΟ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ

.
Γραμματικός εκάθονταν πάνω σε άσπρη πέτρα

έγραφε και κοντίλιαζε, γράφει και κοντιλιάζει

Και σάστισαν τα χέρια του και χύθηκε η μελάνη

κι έβαψε η άκρη του γιαλού κι τα ποτάμια όλα

Πάει πέρδικα να πιει νερό και βάψαν τα φτερά της

Και βάψαν τα φτερούδια της κι ακόμα δεν ξεβάφουν

 

7. ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ *

.
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο

Η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ έχω τον καημό μου

Τι να σου στείλω ξένε μου αυτού στα ξένα που ‘σαι

Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει

Να στείλω και το δάκρυ μου σ’ ένα χρυσό μαντίλι

Το δάκρυ είναι καυτερό και καίει το μαντίλι…

Β. Στην πλατεία του χωριού από τις μεγάλες Λαζαρίνες

.

1. ΕΒΓΑΤ’ ΕΣΕΙΣ ΛΑΖΑΡΕΣ

.

Εβγάτ’ εσείς Λαζάρες και Λαζαροπούλες

να πολεμηθούμε ποιος για να νικήσει

Η πρώτη Λαζαρίνα που ‘κλεψε το ψάρι

μέσα απ’ το πανέρι κι το πάει στο Γιάννη

-Να Γιάννη μ’ το ψάρι να το μαγειρέψεις

να το φάμε βράδυ κι ταχιά το βράδυ…

 

2. ΚΑΤΩ ΣΤΑ ΤΣΙΑΪΡΙΑ

.
Κάτου στα τσιαΐρια στα τσιαϊροχώρια

βόσκουν μούλες βόσκουν, βόσκουν κι αριβόσκουν

Και μια μούλα στέκει, στέκει και δε βόσκει
κι άλλη τη ρωτάει:

-Γιατί μούλαμ’ στέκεις, στέκεις και δε βόσκεις;

-Πέθανε ο αγάς, χάθηκε η κυρά
που με τάιζε ρύζι, ρύζι και κριθάρι

ρύζι και κριθάρι και νερό στην κούπα…

 

3. ΕΔΟΥΣΙΝ ΟΥ ΗΛΙΟΥΣ

.
Έδουσιν ου ήλιους, έσκασε η κόρη

Έκανε τ’ αγόρι, παν να το βαφτίσουν

Πως για να το πούνε, να το πούνε Γιάννη

Να το πούνε Γιάννη, γλύφτει το τηγάνι

Πως για να το πούνε, να το πουν Βαγγέλη

Να το πουν Βαγγέλη, γλείφτει το λιγκέρι

Πως και να το πούνε, να το πουν Βασίλη

να το πουν Βασίλη, θα το φάν οι ψύλλοι

Πως για το πούνε, να το πούνε Ζήση

Να το πούνε Ζήση, ζήση δε θα ζήσει

Πως για να το πούνε, να το πούνε Στέργιο

Να το πούνε Στέργιο, Στέργιο να στεριώσει

 

4. ΜΠΕΪΝΑ

.
Πέρασα τα πέλαγα, βρίσκω πελαργιότισσες

έλεγαν ορμήνευαν τη Μπεΐνα έλεγαν

-Δεν ακούς Μπεΐνα μου τι σου λέει η μάνα σου

σ’ ορμηνεύει ο αφέντης σου, μη λουστείς να μη χτεν(ι)στείς

Στο χουρό μην κατεβείς, είν’ ο Βόιβοτας* εκεί

με τα παλικάρια του, με τους λεβεντάδες του

Με τους λεβεντάδες του κι η Μπεΐνα δεν ακούει

λούστηκε χτενίστηκε, στο χουρό κατέβηκε…

Σαν την είδε ο Βόιβοτας, τον πρωτόγυρο καλεί

-Κέρνα μας γλυκό κρασί, να κεράσεις το χουρό

Σ’ όλους από δυο γυαλιά, τη Μπεΐνα τέσσερα

τη Μπεΐνα τέσσερα, πάει στα δεκατέσσερα…

*Βόιβοτας = Βοεβόδας = αρχηγός, διοικητής (σλαβ.)

 

5. ΤΗΣ ΑΡΣΙΝΑΣ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ

.
Σ’ όσα κάστρα κι αν επήγα κι αν περπάτησα

σαν τς Αρσίνας το κορίτσι, δε μπόρ(ε)σα να ιδώ

Κάθε Κυριακή ν’ αλλάζει, να στολίζεται

απ’ τη σκάλα κατεβαίνει και γιαλύζεται

Κι ο Μεμέτ αγάς περνάει δεν τον λόιασε
Ρίχνει μήλο και την κρούει, δεν τον λόιασε

ρίχνει μάλαμα κι ασήμι, χαμογέλασε

Πέντε παλικάρια στέλνει στην κυρατσουδιά

-Να μας δώσεις το κορίτσι, στο Μεμέτ αγά

-Πέντε φονικά να γένουν, μεσ’ στην πόρτα μου

το κορίτσι μ’ δεν το δίνω στο Μεμέτ αγά

Το κορίτσι απηλοήθκε, απ’ τον αργαλειό
-Σώπα σώπα μωρή μάνα μ’, μη αντρουπιάζεσαι

το Μεμέτ αγά θα πάρω που τον αγαπώ…

 

6. ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΨΗΛΟΛΙΓΝΟΥΣΑ

.
Μωρή Αγγελίνα μου και ψηλολιγνούσα μου
πες μας ποιόν(ε) αγαπάς
-Το τζιουμπάνο Τσιλιμπή, πόχει χίλια πρόβατα

δυο χιλιάδες άλογα

Στο παζάρι τα πάηναν, εννιά εξάρια τα ‘δουναν
στην ποδιά του τα ‘βανε, στην καλή του τα πάαινε,
-Να καλή μου τα’ άσπρα σου, να και τα φλουράκια σου

-Δεν τα θέλω Τσιλιμπή, δεν τα καταδέχομαι

Είναι κρίμα κι αντρουπή και ταχιά Παρασκευή
να κατέβω στο τσιαρσί ν’ αγοράσω μποϊατζή
να βαφτίσω ένα παιδί να το πούμε Κωσταντή

Κωσταντή καλό παιδί…

 

7. ΣΑΒΒΑΤΟ ΜΕΡΑ ΚΙΝΗΣΑ

.
Σαββάτο μέρα κίνησα να πάου στου παζάρι

βρίσκω Οβριά πως λούζουνταν, που βάζει το φκιασίδι

-Οβριά τι μάνα σ’ έκανε κι είσ’ άσπρη σαν το γάλα

-Η μάνα μ’ ήταν πέρδικα κι ο αφέντης μου ξεφτέρι

κι εγώ ‘μουν περδικόπουλο, τς πέρδικας θυγατέρα…

 

8. ΣΤΙΣ ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ

.
Στις ιβδουμήντα (ν)ικκλησιές, στις ιβδουμήντα πέντε

μάνα (νι) γιό εστόλιζε, (νι) γιο κι θυγατέρα

Μάνα βάζει τα κόκκινα κι η θυγατέρα τα’ άσπρα

κι η(ο) γιος τα καταγάλαζα στην εκκλησιά να πάνε

Και σαν τους είδε η (ν)ικκλησιά τα κεραμίδια σείσκαν…

 

9. ΜΑΡΟΥΛΙ ΕΙΧΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΜΟΥ

.
Μαρούλι είχα στον κήπο μου, ντραγάτη να σι βάλλω

κι αν λείψει κάνα μαριόφυλλο και στον κατή σε πάου

Λέει και δικαστής Βαϊώ μ’, δικάζει τα παλικάρια

Λέει και δικαστής Βαϊώ μ’, δικάζει τον κόσμο όλο…

 

10. Ο ΗΛΙΟΣ ΚΙ Ο ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ

.
Ο ήλιος κι ου Γιαννάκης, στοίχημα το βάζουν

το ποιος να πάει στη μάνα τ’ γρηγορότερα

Ο ήλιος γέρνει ράχες, ράχες και βουνά

κι ο Γιάννης ξαπουμένει στην ξεροκαμπιά

Κι η μάνα του τον λέγει, τον κατηγορεί
- Δε στο ‘λεγα μωρ’ Γιάννη μ’ δε σ’ ορμήνευα

στους χίλιους μην πααίνεις και στους εκατό

-Δεν ήταν χίλιοι μάνα μ’ δεν ήταν εκατό

ήτανε τρεις χιλιάδες κι ‘γώ  ένας μοναχός…

 

11. ΕΚΕΙ ΠΕΡΑ ΚΙ ΑΝΤΙΠΕΡΑ

.
Εκεί πέρα κι αντίπερα, κι αντίπερα στην Πόλη

Για μια όμορφη

Εκεί πόλεμος γινόταν, οι Τούρκοι κι οι Ρωμιοί

Για μια όμορφη

Και νίκησε το Τούρκικο και πήραν το Ρωμέικο

Για μια όμορφη…

 

12. ΟΣΟ ΠΑΙΝΙΕΤΑΙ Ο ΤΟΥΡΝΑΒΟΣ

.
Όσο παινιέται ο Τούρναβος, Τούρκοι μην τον πατήσουν

και τώρα τον επάτησαν Τούρκοι γενιτσαραίοι…

Πήραν μανίτσες με παιδιά κι πεθερές με νύφες

πήραν και μία παπαδιά με πέντε νυφοπούλια

Όλες οι νύφες περπατούν κι όλες παρηγοριούνται

η μια νύφη δεν περπατάει δεν πάει κοντά ‘π’ τις άλλες

Κι η πεθερά την έλεγε κι η πεθερά τη λέει

-Γιατί κόρη μ’ δεν περπατάς δεν πας κοντά στις άλλες

-Αφήνω το σπιτάκι μου σαν ρόιδο γεμισμένο

αφήνω το παιδάκι μου στην κούνια που κοιμάται

Αφήνω τον αφέντη μου στην εκκλησιά διαβάζει…

 

13. ΜΩΡΗ ΚΥΡΑΤΣΑ ΓΙΩΡΓΑΙΝΑ

.
Μωρή κυράτσα Γιώργαινα με τα πολλά κορίτσια

δεν τα μαθαίνεις κέντημα δεν τα μαθαίνεις ρόκα

-Το κέντημα είναι γλέντισμα κι η ρόκα είν’ σεργιάνι

κι το τσικρίκ(ι) κι ο αργαλειός, κατακλυσμός μεγάλος

 

14. ΤΟΥ ΚΩΣΤΑΝΤΗ

.
Κώστας το Μάη γεννήθηκε, το Μάη γυναίκα πήρε
-δεσποπούλα μου- [σε όλους τους στίχους]

Το Μάη τον ήρθε μήνυμα να πάει στο σεφέρι*

Κάτσε ‘ρμηνεύει τη μάνα του, ‘ρμηνεύει την αδερφή του
-Μάνα μ’ καλά τη νύφη σου, καλά την μοναχιά(ρου) σ’

ώσπου να πάω και να ‘ρθω και πίσω να γυρίσω

Κι αυτή ήταν σκύλα πεθερά, σκύλα παραδομένη…

*σεφέρι: στρατός

 

15. ΜΑΣ ΝΥΧΤΩΣΕ ΜΩΡΗ ΜΑΡΙΩ

.
Μας νύχτωσε μωρή Μαριώ, μας νύχτωσε και σήμερα
πάησε και τούτη η μέρα

[Γραμματικέ μ’ κι αφέντη μ’, Γιωργή μ’ γραμματισμένε…]  Σε όλες τις στροφές

Πάνε οι ά- μωρή Μαριώ, πάνε οι άσπρες για νερό

κι οι λυγερές να πλύνουν

Πά(αι)νου κι γώ μωρή Μαριώ, πάνου κι γω κι ο μαύρος μου

να πάου να τον ποτίσω

Κά(νε)ναν κι δεν μωρή Μαριώ, κάναν κι δεν εστάυρωσα

κάναν κι δε σταυρώνου

Παπαδοπού- μωρή Μαριώ παπαδοπούλα σταύρωσα

που ‘ρχεται από τ’ αμπέλι

Φέρνει τα μη- μωρή Μαριώ, φέρνει τα μήλα στην ποδιά

τα κίτρα στο μαντήλι

Δυο μήλα της μωρή Μαριώ, δυο μήλα της εγύρεψα

κι αυτή μου δίνει πέντε

-Δεν θέλω ι(ε)γώ μωρή Μαριώ, δεν θέλω ιγώ τα μήλα σου

τα τσαλαπατημένα

Μόν’ θέλω ιγώ μωρή Μαριώ μόν’ θέλω ιγώ τα κόρφια σου

τα μοσχομυρισμένα…

 

16. ΑΓΓΕΛΙΝΑ *

.
Όλες οι νύφες χόρευαν, χορεύουν στα τσιαΐρια
κι η Αγγελίνα η ορφανή χορεύει στο γκιλέκι

κι ο βασιλιάς αγνάντευε από το παραθύρι

Να ‘μαν πουλί να πέταγα, αμάν και χελιδόνι
Να πάω να πιάσω το χουρό, μπρουστά απ’ την Αγγελίνα

να πιάσω χέρι παχουλό γιομάτου μπιλιτζίκια…

 

17. ΚΑΤΩ ΣΤΟΝ ΠΕΤΡΟΜΥΛΟ *

.
Κάτω στον πετρόμυλο και στον ανεμόμυλο
κλέφτες εμαζώνουνταν κι όλα αρβανιτόπουλα
Παν να κλέψουν πρόβατα, πρόβατα γιαννιώτικα

γίδια μωραΐτικα στο παζάρι τα πάηναν

Εννιά εξάρια τα ‘δουναν, στην ποδιά του τα ‘βαζε
στην ποδιά του τα ‘βανε, στην καλή τ’ τα πάαινε,
-Να καλή μου τ’ άσπρα σου, να και τα φλουράκια σου

-Δεν τα θέλω Τσιλιμπή, δεν τα καταδέχομαι

Είναι κρίμα κι αντρουπή και ταχιά Παρασκευή
να κατέβω στο τσιαρσί ν’ αγοράσω μποϊατζή
να βαφτίσω ένα παιδί να το πούμε Κωσταντή

Κωσταντή καλό παιδί….

* Τραγούδια που δεν συμπεριλήφτηκαν στο μοντάζ του DVD


.ΤΟΥ ΑΡΡΑΒΩΝΑ

 

1. Συμπέθεροι

-Συμπέθεροι μας έρχουντι

Συμπέθεροι συντέκνοι

-Σαν ήρθαν καλώς ήρθανε

Κι ‘μας καλά μας βρίσκουν

Στρώσ’ τους μάνα μ’ να κάθουντι
Και πυκνοκέρασέ τους

 

2. Ροϊδούλα

Δεν ήρθαμε για φάι για πιει

Ροϊδούλα μ’ Ροϊδούλα μ’(επαναλαμβάνεται σε κάθε στροφή)

ούτε κρασί να πιούμε

Ροϊδούλα μ’ χαϊμαϊδούλα μ’(ομοίως επαναλαμβάνεται)

Μας είπαν ‘ρραβωνιάζεσαι…

κι ήρθαμ’ να σ’ ευχηθούμε…

Κι εσύ καλά μας δέχτηκες …

με τα καλά σου λόγια…

Πάμε παιδιά να φύγουμε…

να πάμε σ’ άλλα μέρη…

Εκεί ‘ναι όλο άνοιξη…
και πάντα καλοκαίρι…

 

3. Μάνα μου φαρμακώνουμι

-Μωρή καλή γειτόνισσα

καλή γειτονοπούλα

βράδυ να ‘ρθεις στο σπίτι μου

να ‘ρθεις στ’ αρχοντικό μου

Θ’ αρραβωνιάσου την Τασιά

μ’ αυτόν το Μανουλάκη

Τασιά ηταν όξου κι άκουσι

Πουλύ της βαρυφάνκι

-Μάνα μου φαρμακώνουμι

του Μανουλάκη δεν παίρνου

θα πάρου τζιουμπανόπουλου

που παίζει τη φλογέρα

Που κοσκινίζει τα φλουριά
κι διρμουνίζει τα γρόσια.

 

 ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

1 Στο ζύμωμα της «ντράφτσας» (κουλούρας)

Ανάχλια-ανάχλια το νερό
κι αφράτο το προζύμι
κι η κόρη που τ’ ανάπιανε

με μάνα με πατέρα

-Ευχήσου με μανούλα μου
στο πρώτο μου προζύμι
-Με την ευχή παιδάκι μου

να ζήσεις να προκόψεις

Να κάνεις γιούς μαλάματα
και γιούς μαργαριτάρια
να κάνεις και μια λυγερή
σαν ήλιο σα φεγγάρι

 

2…όταν πάνε να πάρουν τα προικιά

-Δώδεκα χρόνους έκανα
κόρη αρραβωνιασμένη
όλη τη μέρα κένταγα

το βράδυ με τη ρόκα

Ώσπου να φκιάσω τα προικιά
να τα βαρυφορτώσω
και τώρα που τα ετοίμασα

θα τους τα παραδώσω

Τρέξτε γειτονοπούλες μου
και σεις εξαδερφούλες
για να διπλώστε τα προικιά

τα πολυκεντημένα

Διπλώστε τα προικιά καλά
τώρα στην πρώτη μου χαρά,
περνάνε ράχες και βουνά
μη μας γελάσουν στα χωριά

 

3 …όταν ξυρίζουν το γαμπρό

Συννέφιασε ο ουρανός
σαν μπαρμπερίζεται ο γαμπρός
Ξουράφια απ’ τα Γιάννενα

τ’ ακόνια από την Αρτα

-Μπαρμπέρη κάνε γρήγορα
γιατί έχουμε και στράτα
Στράτα στενή κι αλαργινή
αλαργινή και λασπερή

 

4 …όταν φτάνει ο γαμπρός στο σπίτι της νύφης
.
-Καλώς τον ήλιο πού ‘ρχεται
καλώς το παλικάρι
καλώς και τον αυγερινό

πού ‘ρχεται αργά το βράδυ

-Γαμπρέ γιατί είσαι ρόιδινος
Και το φαρί ιδρωμένο;
-Τ’ άλογο ήρθε για τα(γ)ή
Κι’ εγώ για μαύρα μάτια

 

5 …όταν αναχωρεί η νύφη απ’ το σπίτι της

-Βρέξε θεέ μου χιόνισε
κάνε βαρύ χειμώνα
να μείνει η κόρη μ’ μια βραδιά

παρηγοριά μου να ‘χω

-Βαστούν τα χιόνια στα βουνά
δεν έχει βαρύ χειμώνα
Βάστα μανούλα την καρδιά
πάω μακριά στα ξένα

 

6 …όταν φτάνει η νύφη στο σπίτι των πεθερικών

-Νυφούλα μ’ καλωσόρισες

στου πεθερού το σπίτι

Στην πεθερά στη γειτονιά
και σ’ όλο μας το σόι
σαν κυπαρίσσι να σταθείς

σα δέντρο να ριζώσεις

Και σα μηλιά γλυκομηλιά
ν’ ανθίσεις να καρπίσεις
ν’ ασπρίσεις σαν τον Έ(Ο)λυμπο

σαν άσπρη περιστέρα

Βγαίνει κι η μάνα του γαμπρού
και πεθερά της νύφης
να ιδεί την πετροπέρδικα

που ‘φτασε στην αυλή της

Την είδε την αγκάλιασε
της δίνει την ευχή της,
να είναι καλορίζικοι

αυτή με το παιδί της

Να κάνει γιούς μαλάματα
και γιούς μαργαριτάρια
να κάνει τσούπρες όμορφες
σαν ήλιους σα φεγγάρια

 

 7. Ψιλολιχνώ τ’ αλεύρι

Ψιλολιχνώ τ’ αλεύρι
κι αφράτο το προζύμι

Κοράσιο κοσκινίζει

μι μάνα μι πατέρα
μ’ αδέρφια μι ξαδέρφια
μι θειές κι μι μπαρμπάδες

 

8. Σμιθιρά μωρ’ σμιθιρά

-Σμιθιρά μωρ’ σμιθιρά

τι γυρεύουν τα παιδιά

-Κάστανα Καστουριανά
κι μπιμπίλια στα σινιά
κι κουκόσις καθαρσμένις
κι αϊ πούντις οι καημένις

 

9. Ιψές η μάνα του γαμπρού

Ιψές η μάνα του γαμπρού

με τους ανέμους μάλωνε
-Πάψτι ανέμοι μ’ πάψετε

να (ι)δώ το νιο π’ αρμάτουσα

Το πώς τον πρέπουν τ’ άρματα

κι πως τον καλοκάνουνε…

Σαν το πουλί την άνοιξη
π’ αλλάζει τα φτερούδια του

 

10. Μήλο μου κόκκινο
.
Μήλο μου κόκκινο
άσπρο κι ρόϊδινο

μην το μαραίνετε

-Το πώς παντρεύεσαι
το πως χωρίζεσαι
απ’ τη μανούλα σου
κι απ’ τον πατέρα σου
κι απ’ τα’ αδερφάκια σου
κι απ’ τα ξαδέρφια σου

 

11. Ως την πόλη πήγα κι ήρθα

.
Ως την πόλη πήγα κι ήρθα

τέτοιο νούνο δεν (ι)βρήκα

Περπατεί και καμαρώνει
καμαρώνει τους κουμπάρους
τις μικρές κουμπαροπούλες

 

12. Του γαμπρού μας το μαντήλι

Του γαμπρού μας το μαντήλι
που το κέντησαν στην πόλη

εκεί μακριά στη Σαλονίκη

Τα κουρίτσια το κεντούσαν
συννυφάδες τραγουδούσαν

 

13. Γαμπρέ μ’ σαν θέλεις να ‘ρχεσαι

-Γαμπρέ μ’ σαν θέλεις να ‘ρχεσαι

στης πεθεράς το σπίτι

Έλα τρουΰρου
να βρεις μηλιάς κλωνάρι

να δέσεις τα’ άλογο σου

Κι ο μαύρος εχλιμίντρισε
κι η κόρη απιλουήθκι
Δώστε στο μαύρο την ταή
στο νιο δώστε την κόρη…

 

14. Σε τούτα τα τραπέζια

Σε τούτα τα τραπέζια
ολο ίτσια κι λουλούδια

και τριαντάφυλλα στρουμένα

Τράβηξε βοριάς κι αέρας
γκρέμισε την άνθη όλη
και γεμίσαν τα τραπέζια

 

15. Με την ευχή σ’ μωρ’ μάνα μου

-Με την ευχή σ’ μωρ’ μάνα μου
τώρα στο κίνημά μου

στο ξεπροβοδισμά μου

-Ώρα καλή κορίτσι μου
στην πιθιρά να πάεις

για να προσκυνήσεις

Χέρια να πρωτοφιλήσεις
πρώτα τον πιθιρό σου
κι ύστερα την πιθιρά σου

 

16. Όλοι μ’ έδιωχναν

Όλοι μι διώχναν
ως κι η μάνα μου

κι αυτή μι διώχνει

-Διώξι μι κι συ μωρ’ μάνα
θα μι θυμηθείς του καλοκαίρι
Του κρύο νερό απού τη βρύση
του ζιστό ψουμί απού του φούρνου

 

17. Διαβαίνω και λαλώ

Διαβαίνω και λαλώ
όξου στου νοβουρό
-Άστι συντρόφισσες

να πάμι για νιρό

-Σύρτι δεν έρχουμι
ότι μ’ αρραβώνιασαν
εχτές την Κυριακή
την άλλ’ καθημερνή

 

18. Ζερβονικκλησίτσες ανοίξετε

Ζερβονικκλησίτσες μ’
ανοίξετε
να ρθει η Ζιρβουπούλα

να ικκλησιαστεί

Πέντε χρόνους έχει
που περπατεί
να βρει (ν)ικκλησίτσα

να ‘κκλησιαστεί

Νύφη και γαμπρός
να στεφανωθεί

 

19. (Ν)Ικκλισίτσα φωτεινή

(Ν)Ικκλησίτσα φωτεινή
φωτεινή καμαρωτή
Όπως δέχτκις τα κιριά

να δεχτείς κι αυτή τη νια

Αυτή τη νια
κι αυτόν το νιο
Είναι νια κι αντρέπιτι
Είναι νιος κι σκιάζιτι

 

20. Κίνησα το δρόμο-δρόμο

Κίνησα το δρόμο-δρόμο

το στενό το μονοπάτι

Βρίσκω μια μηλιά στο δρόμο
που ‘ταν φορτωμένη μήλα
Ξάμωσα να πάρω ένα

κι η μηλιά απιλουήθκι

-Μην το παίρνεις μην τα’ αφήνεις
μην το μοσχομαραγκιάζεις
Τά ‘χει ο αγάς μου μετρημένα
κι η κυρά μ’ λογαριασμένα

 

21. Η πιθιρά της νύφης

Η πιθιρά της νύφης
Όλη την ιβδουμάδα
Τς στράτις φουκαλνούσι

Τη νύφη καρτιρούσι

-Νύφη μ’ γιατί μας άργησες
κι άργησες να μας έρθεις
-Μ’ άργησε η μάνα μου
κι άργησα να σας έρθου

 

22. Σύντεκνέ μου και νουνέ μου

Σύντεκνέ μου και νουνέ μου

πόσο σι παρακαλούσα

Να μου πάρεις τα στεφάνια

από νιο κι από νυφίτσα

Κι από σύντεκνο και νούνο
να ξεχωριστούν τα χέρια

 

23. Στα πράσινα λιβάδια

Στα πράσινα λιβάδια
και στα κίτρινα
μωρ’ Θανάσου

και στα κίτρινα

Κοιμούνταν η Θανάσου
μι τ’ αδέρφια της…
-Μας πήραν τη Θανάσου

μας την έκλεψαν…

Κι η μάνα της τη λέει
την κατηγορεί…
-Δε φώναζις Θανάσου

για(τ)’ δεν έσκουζις…

-Του πώς να σκούξου η μαύρη

πως ν’ απιλουηθώ…

Μαντήλι είχα στο στόμα
σύρμα στο λαιμό…

 

24. Κάτσι νούνι ακόμα απόψι

Κάτσι νούνι μ’ ‘κόμα απόψι
έχου πέντι αρνιά ψημένα

όλα τα ‘χω για (τ)ισένα

Να τα φάμι να τα πιούμι
κι όλη νύχτα να γλεντούμι…

25. Αυτή την κόρη π’ αφήνουμι

Σμιθιρά μωρ’ σμιθιρά
αυτή την κόρ’ π’ αφήνουμι

καλά, μην τη μαλώσιτι

(ν)Έχει η μάνα τς μοναχιά
καλά, μην τη μαλώσιτι…

 

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ

1. Πουλιά μου διαβατάρικα

Πουλιά μου διαβατάρικα πουλιά μ’ ξενιτεμένα

ψηλά όπου διαβαίνετε στην ξενιτιά που πάτε

Λίγο για χαμηλώσετε κι απλώστε τα φτερά σας

απλώστε τα φτερούγια σας κι πάρτε με κι μένα

Έχου πιδιά στην ξενιτιά πιδιά ξενιτεμένα

θέλου να πάου να τα δώ να πάου να τα ρουτήσου

Το πώς πιρνούν στην ξενιτιά το πως πιρνούν στα ξένα
κι πάλι πίσου φέρτι μου στουν τόπου μ’ να πιθάνου…

 

2. Κίνησαν τα καράβια

Κίνησαν τα καράβια τα Ζαγοριανά

κίνησε κι ο καλός μου να πάει στην ξενιτιά

Ούτι χαμπάρι με στέλνει ούτ’ απηλουϊά…

Με στέλνει ένα  μαντήλι με δώδικα φλουριά.

Στην άκρη απ’ του μαντήλι μ’ έχει απηλουϊά…

-Θέλεις κόρη μ’ παντρέψου θέλεις καλογριά

Θέλεις τα μαύρα βάλλε κι καρτέρα μου

ιδώ στα ξένα πού ‘ρθα επανδρεύτηκα

Μαγιστρούλα πήρα και μπερδεύτηκα

μαγεύει τα καράβια κι δεν έρχουντι

Εμάγειψι κι μένα κι δεν έρχουμι…

Κινώ να ‘ρθου στο σπίτι, χιόνια κι βρουχές

γυρίζου πάλι πίσου, ήλιους ξαστιριές…

 

3. Είναι βαριά η ξενιτιά

Όλα τα δέντρα το πρωί μες στη δροσιά γιομάτα
και μένα τα ματάκια μου δάκρυα είν’ γεμισμένα

απ’ τον καημό της ξενιτιάς κι απ’ την πικρή ορφάνια

Η ξενιτιά, η φυλακή η φτώχεια κι η ορφάνια
τα τέσσερα ζυγιάστηκαν σ’ ένα βαρύ καντάρι…
Και πιο βαριά η ξενιτιά με τα πολλά φαρμάκια…

 

4. Παραπονιάρα μου καρδιά

Παραπονιάρα μου καρδιά και πικραμένα χείλη

Φουρές με κάντε και γελώ, φουρές με κάντε κλαίου

Φουρές με ρίχτε σ’ αρρουστιά, βαριά για να πεθάνου

Μα να πεθάνου δε μπουρώ, να ζήσου πως θα ζήσου;

Ου πόνους είν’ αγιάτρευτος και γιατρειά δεν έχει

που να τον πω τον πόνο μου, που έχω στην καρδιά μου;

Να τουν ειπώ στον άντρα μου, άντρα εγώ δεν έχου

Πώς να τον πω κι στα πιδιά, είναι μακριά στα ξένα…

 

5. Θάνατος στη ξενιτιά

Παρακαλώ σε μοίρα μου, να μη με ξενιτέψεις

κι αν λάχει και ξενιτευτώ, θάνατο μη με δώσεις

Το είδαν τα ματάκια μου, τον ξένο πως τον θάβουν

χωρίς κερί θυμίαμα, χωρίς παπάς να ψάλλει.

Μακριά από την εκκλησιά, μακριά απ’ τους συγγενείς του…

επήγαν και τον θάψανε σ’ ένα παλιό μπαΐρι

…Σαράντα χρόνια ακάμουτο, ‘ξήντα απαρατμένου,

ζεύουν βουβάλια δώδεκα, ζευγάρια δεκαπέντε

Βγάζουν τ’ αλέτρια κόκαλα, και τα υνιά κεφάλια
τα δόλια τα παράβολα, βγάζουν τις κοκαλήθρες…

 

6. Του αποχωρισμού

-Μάνα μ’ τα ξένα ζήλεψα κι θέλου να παένου

βάλε μάνα μ’ και ζύμωσε, τ’ αφράτο παξιμάδι…

Με πόνο βάνει το διρμόν(ι), με δάκρυα κοσκινίζει

και με βαριά στενάγματα, βάνει και το ζυμώνει

Κι αφού το καλοζύμωσε και άναψε το φούρνο,

παρακαλούσε κι έλεγε, παρακαλάει και λέει:

-Θεέ μ’ ν’ αργήσει να γενεί, να μην καεί ο φούρνος
και να κινήσει η συντροφιά κι ο γιος μου ν’ απομείνει…

 

7. Γλυκοχαράζουν τα βουνά

Γλυκοχαράζουν τα βουνά
κι οι όμορφες κοιμούνται
κοιμούνται στα τριαντάφυλλα

γυρνιούνται στα λουλούδια

Και τα καημένα τα παιδιά
στα ξένα τυραννιούνται
Τα τρώει η λέρα το κορμί
και τα φλουριά τη μέση…
 

 

ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ…

1.Σήμερα Γιώργη μ’ Πασκαλιά

Σήμερα Γιώργη μ’ Πασκαλιά σήμερα πανηγύρι

σήμερα αλλάζουν* τα πιδιά αλλάζουν τα κουρίτσια

Σήμερα αλλάζ(ου)ν τ’ ανύπαντρα κι οι πιθιρές τις νύφες

σήμερα βγαίνουν στο χορό βγαίνουνε στο σιργιάνι

Εκεί διαλέγ(ου)ν τις έμορφες διαλέγ(ου)ν τα παλικάρια

-Και συ Γιωργή μ’ δε φαίνησι να βγεις να σιργιανίσεις

Είσι Γιωργή μ’  στα Γιάννινα στη φυλακή κλεισμένους

Σπάσε Γιωργή μ’ τα σίδερα σπάσε και τα δεσμά σου

-Το πώς να σπάσω σίδερα το πώς και τα δεσμά μου

Μ’ έχουν στα χέρια σίδερα και μπράγκες στα πουδάρια

Έχουν και νυχτοφύλακες και σιδερένιες πόρτες…
*αλλάζω = φορώ τα καλά ρούχα

2. Σήμερα Δέσπου μ’ Πασκαλιά
.
-Σήμερα Δέσπου μ’ Πασκαλιά σήμερα πρώτη μέρα
όλις οι νύφις στου χουρό κι όλις οι μαυρομάτες
.
Κι συ Δέσπου μ’ δε φαίνισι μέσ’ στουν απάνου κόσμου
σε κλαίει Δέσπου μ’ το πιδί  σε κλαίει και δε μερώνει
.
-Μηλίτσα έχου μέσ’ σ(τη)ν αυλή και κυδουνιά στ’ αμπέλι
κόψτι του μήλο δώστι του κυδώνι να μερώσει
 

Κι αν δε μερώσει ούτ’ απ’ αυτά, σκάψι παράχωσέ το…

 

3. Χιλ(ι)δόνα τι μας έφερες
.
-Χιλδόνα τι μας έφερες απ’ τουν απάνου κόσμου
- Σας έφερα την Πασκαλιά και το Χριστός Ανέστη
.
-Χιλδόνα τι ‘σαι πικραμένη κι έτσι γιομάτη δάκρυα
- Ιγώ έλιγα να μη στου ‘πω να μη στου μαρτυρήσω
.
Και τώρα που με ρώτησες θα σου το μαρτυρήσω
ήρθε το φίδι το πικρό μ’ έφαγε τα χιλδόνια

 

ΚΛΕΦΤΙΚΑ

1. Καπετάν Αντρέας
.
Να’ταν ο Μάης φθινόπωρος
Αντρέα μ’ μωρέ Αντρέα μ’(επαναλαμβάνεται σ’ όλες τις στροφές)
Κι ο θεριστής χειμώνας
Αντρέα μ’ καπετάνιο (επαναλαμβάνεται ομοίως)
.
Να πέσουν χιόνια στα βουνά
και κρούσταλλα στους κάμπους
.
Να κρουσταλλιάσει η θάλασσα
μην πλεύσουν τα καράβια
.
Να μην περάσει η κλεφτουριά
τους νέους να μην πάρει
.
-Αντρέας πόθεν πέρασε;
- Μέσα σ’ ένα καράβι
.
Να παρ’ παιδιά ‘π’ το δάσκαλο
κορίτσια ’π’ το σεργιάνι …

 

2. Κλέφτικο
.
Παιδιά μ’ πήρ’ ο χινόπωρος
παιδιά πήρ’ ο χειμώνας
πέσαν τα φύλλα απ’ τα κλαδιά
τα φύλλα ‘πο τα δέντρα
ξεσκιώσαν τα λημέργια μας
και γίνανε δερβένια
.
Παιδιά μου να χωρίσουμε
γρήγορα ετοιμαστείτε
να πάμε κατ’ τα χειμαδιά
κατ’ το βαθύ τον κάμπο
κι εκεί θα ξεχειμάσουμε
το φετινό χειμώνα
.
Την άνοιξη με το καλό
πάλι θα ξανάρθουμε
θ ’ανοίξει ο γαύρος κι η οξιά
θα σκιώσουν τα λημέργια
και κει θα ανταμώσουμε
με τους παλιούς μας φίλους
.
Θα βρούμε και τον αρχηγό
το καπετάν Γιαγκούλα
το Φώτη το Γιαγκούλα
 
Που πάει στην Κόζιαν’ σαν παπάς
και σαν καλός Δεσπότης…
 

ΔΙΑΦΟΡΑ

 

1. Κάτω στ’ αφράτα μάρμαρα
.
Κάτω στ αφράτα μάρμαρα στ’ αφράτα μαρμαρίτσια
 
αγόρος πέτρα πελικάει με το ‘να του το χέρι
.
Κά(νέ)νας και δε λόγιασε κάνας και δεν τον είδε
Κόρη ξανθή τον λόγιασε πως πελικάει με το ‘να
.
-Αγόρου μ’ πουν’ το χέρι σου και πελικάς με το ‘να
.
-Εγώ είπα να μη στο ‘πω να μη στο μαρτυρήσω
και τώρα που με ρώτησες θα σου το μαρτυρήσω
.
 
Κόρη ξανθή εφίλησα και μού ‘κοψαν το χέρι
κι ας τη φιλούσα κι άλλη μια κι ας μού ‘κοφταν κι τ’ άλλο…
 
2. Πέρα στου κλαδάκι
.
Πέρα στου κλαδάκι κι στου χειμαδιό
 
παίζουν παλικάρια παίζουν χαίρουντι
.
Και ρίχνουν τα σπαθιά τους στουν ανήφουρου
γυρνάει ένα σπαθάκι τουν κατήφουρου
.
Κι ούδι σι πέτρα κρούει κι ούδι σι στιριά
-Μας βάρισαν του Γιάννη τουν αρματουλό
.
Τούρκοι τουν τρουΰρίζουν κι οι ρωμιοί τουν κλαίν
κι δυο καλά κουράσια τουν μοιριολογούν
.
 
-Γιάννη μ’ δεν έχεις μάνα, Γιάννη μ’ κι αδερφή
δεν έχ(ει)ς ωριά γυναίκα νάρθει να σε δεί
Να κι η μάνα τ’ πού ‘ρθι να κι η αδερφή
να κι η ωριά γυναίκα νάτην πού ‘ρχιτι
 
Μι δυο πιδιά στα χέρια κι άλλα  απ’ α κουντά…
 

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΓΙΑ.ΜΑΣ.
 

 

Η ΥΠΟΣΕΛΙΔΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΥΠΟ ΣΥΝΕΧΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ