nikiforos 2ΠΡΟΦΑΣΕΙΣ εἶναι οἱ πλαστὲς δικαιολογίες πρὸς ἀπόκρουσι τῆς εὐθύνης μας  πρὶν ἢ μετὰ ἀπὸ κάποια θλιβερὴ πρᾶξι μας. Ἡ πρόφασι καὶ ἡ δικαιολογία εἶναι συνομήλικη μὲ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Μετὰ τὴν πτῶσι τους οἱ πρωτόπλαστοι γενάρχες μας σ’ ἐκεῖνο τὸ πρῶτο δικαστήριο δὲν ὁμολόγησαν τὴν ἁμαρτία τους. Δυστυχῶς πρόβαλαν δικαιολογίες καὶ μετέφεραν σὲ ἄλλους τὴν προσωπική τους εὐθύνη γιὰ τὴν σεισμικὴ πρᾶξι τους.

Δανειζόμαστε ἕνα λόγο ἀπὸ τὸν Ψαλμὸ 140,4 ποὺ ἀποτυπώνει μὲ ἀκρίβεια τὸν πίνακα τῶν προφάσεων. Λέγει ὁ Δαυΐδ. «Μὴ ἐκκλίνῃς τὴν καρδίαν μου εἰς λόγους πονηρίας τοῦ προφασίζεσθαι προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις σὺν ἀνθρώποις ἐργαζομένοις τὴν ἀνομίαν».

Παραθέτουμε στὴν συνέχεια τὴν ἐξαίρετη  ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου σαὐτὸν τὸν στίχο. Λέγει, «Ἂς εἶναι οἱ θύρες τοῦ ἑαυτοῦ μας κλεισμένες καὶ τότε γρήγορα θὰ νικηθοῦν καὶ οἱ πονηροὶ λογισμοί. Γιαὐτὸ δὲν ἐπιτρέπει οὔτε τὸ ξεκίνημά τους νὰ εἰσέλθη ἔξωθεν καὶ ξερριζώνει ἀκόμα καὶ τὴν ρίζα τους. Λέγει, «μὴ στρέψης τὴν καρδιά μου σὲ πονηρὰ λόγια». Ὄχι βέβαια ὅτι ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ κάτι τέτοιο. Ὄχι ποτέ. Αὐτὸς ὁ λόγος σημαίνει τὸ ἑξῆς. «Κύριε, μὴν ἀφήσης νὰ στραφῆ ἡ καρδιά μου σὲ πονηρὲς σκέψεις ἢ νὰ εἰσέλθουν μέσα της».

Διότι ἡ πηγὴ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας εἶναι ἡ καρδιά. Ποιὲς εἶναι οἱ ἀφορμὲς τῆς πονηρίας; Εἶναι πολλὲς καὶ διάφορες. Ὅσοι συρράπτουν ἐπιβουλές, ὅσοι συκοφαντοῦν τὸν Θεό, ὅσοι ἀποστρέφονται τὴν ἀρετή, ὅσοι ἐπιδιώκουν τὴν κακία, ὅπως καὶ οἱ λόγοι σχετικὰ μὲ διεφθαρμένα δόγματα καὶ διαλυμένη ζωή, ποὺ ἀκούονται εὐχάριστα. Ὅλα αὐτὰ ξεφυτρώνουν ἀπὸ τὴν πολλὴ πονηρία. Βεβαίως, ὅπως ὑπάρχουν λογισμοὶ καὶ λόγια γιὰ τὴν πονηρία, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Γιαὐτὸ οἱ μαθηταὶ ἔλεγαν στὸν Χριστό, «ἐσὺ ἔχεις ρήματα ζωῆς αἰωνίου. Σὲ ποιὸν νὰ πᾶμε;» (Ἰωάννου 6,69). Ὀνομάζονται λόγια ζωῆς, ὅσα παρέχουν ζωή. Λέγονται καὶ λόγια σωτηρίας, ὅσα δίνουν σωτηρία.

Ὅπως ὑπάρχουν κλίματα, τὰ ὁποῖα προκαλοῦν ἀσθένειες, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ τέτοια λόγια. Ὅπως ἐκεῖνα ἀρρωσταίνουν τὰ σώματα, ἔτσι τὰ λόγια ἀσθενοῦν τὴν ψυχὴ ποὺ τὰ παραδέχεται. Εὔχεται λοιπὸν ὁ ψαλμωδὸς μὲ αὐτὰ ποὺ γράφει καὶ λέγει, «μὴν ἀφήσης τὴν καρδιά μου νὰ δεχθῆ τέτοια λόγια, μὴν τὴν ἀφήσης νὰ ἐκκλίνη πρὸς τὰ ἐκεῖ».

Πρόσεξες πῶς ὑπογραμμίζει τὸ ἀνθρώπινο αὐτεξούσιο καὶ  θέλημα; Τονίζει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύσι δὲν ἔχει μέσα της τὴν πονηρία, ἀλλὰ τὴν ἀποκτᾶ, ὅταν ραθυμῆ καὶ λοξεύη πρὸς αὐτήν. «Ἔτσι προφασίζεται προφάσεις, γιὰ νὰ πέση σὲ  ἁμαρτίες». Αὐτὴ εἶναι ἡ κυριώτερη ὁδὸς τῆς ἀπώλειας. Ὅταν ἢ ἡ ἴδια ψυχή, ποὺ ἁμάρτησε, χαλαρώση τὸν φόβο καὶ ἐπινοῆ κάποιες βλακώδεις προφάσεις, ἢ ὅταν μοιχεύση κάποιος καὶ ἕνας ἄλλος θέλη νὰ ἁπαλύνη τὴν αἰχμὴ τοῦ ἐσωτερικοῦ πόνου τοῦ λέγει: Μήπως ἐσὺ εἶσαι ὁ αἴτιος; Αἰτία εἶναι ἡ ἐπιθυμία.

Βεβαίως εἶναι κακὸ τὸ νὰ ἁμαρτήσουμε. Γίνεται ὅμως σκληρότερο τὸ κακό, τὸ νὰ ἀρνούμαστε μετὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸ εἶναι τὸ βαρύτερο ὅπλο τοῦ διαβόλου. Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τοὺς πρωτόπλαστους. Ἔπρεπε δηλαδὴ ὁ Ἀδὰμ νὰ ὁμολογήση τὰ λάθη του. Αὐτὸς ὅμως μετέφερε τὴν εὐθύνη στὴν Εὔα καὶ κείνη στὸν διάβολο. Ἔπρεπε νὰ ποῦν, «Ἁμαρτήσαμε, ἀνομήσαμε». Αὐτοὶ ὅμως ὄχι μόνο δὲν ὁμολόγησαν, ἀλλὰ συνέταξαν καὶ ἀπολογία. Διότι ὁ διάβολος, ἐπειδὴ γνωρίζει ὅτι ἡ ὁμολογία τῆς ἁμαρτίας εἶναι καὶ λύσι τῆς ἁμαρτίας, γιαὐτὸ πείθει τὴν ψυχὴ νὰ γίνη ἀδιάντροπη.

Ἐσὺ ὅμως, ἀγαπητέ, ὅταν ἁμαρτήσης, εἰπέ, Ἥμαρτον. Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἁγιώτερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀπολογία. Ἔτσι κάμνεις τὸν Θεὸ γεμᾶτο ἔλεος. Ἔτσι κάμνεις καὶ τὸν ἑαυτό σου διστακτικό, στὸ νὰ πέσης στὰ ἴδια. Διότι ὅταν ἀναζητῆς νὰ βρῆς προφάσεις ἀνύπαρκτες καὶ διώχνης ἀπὸ τὴν ψυχή σου τὸ δέος, τὴν κάμνεις προθυμότερη νὰ ἀνακατευθῆ πάλι μὲ τὰ ἴδια καὶ νὰ παροργίσης τὸν Θεὸ περισσότερο. Σὲ κανένα ἀπὸ τοὺς ἁμαρτάνοντες δὲν λείπει ἡ ἀδιάντροπη πρόφασι. Ὁ ἀνδροφονιᾶς κατηγορεῖ τὸν θυμό. Ὁ κλέφτης κατηγορεῖ τὴν φτώχεια. Ὁ μοιχὸς κατηγορεῖ τὴν ἐπιθυμία ἢ τὸ αἴσθημα ἢ τὸν δαίμονα. Ὁ ἄλλος κατηγορεῖ τὴν ἐξουσία. Ὅλα αὐτὰ ὅμως εἶναι προφάσεις βλακώδεις. Δὲν ἔχουν καμμία δικαιολογία εὔλογη. Καμμία ἀπὸ τὶς προφάσεις δὲν διαπράττει τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ὁ αἰχμαλωτισμένος λογισμὸς τῶν ἁμαρτανόντων.

Πρόσεξε τὸν Δαυΐδ. Ὅταν ἁμάρτησε, δὲν βρῆκε προφάσεις, ἀλλὰ εἶπε, Ἁμάρτησα ἐνώπιον Κυρίου. Ἂν καὶ θὰ μποροῦσε νὰ πῆ: Γιατὶ γυμνώθηκε ἡ γυναῖκα καὶ γιατὶ λούζονταν μπροστὰ στὰ μάτια μου; Γνώριζε ὅμως ὅτι ἡ πρόφασι αὐτὴ δὲν εἶχε λογική. Γιαὐτὸ καὶ εἶπε τὴν σαφῆ ἀπολογία. Εἶπε, Ἥμαρτον» (Ἰω Χρυσοστόμου Εἰς Ψαλμὸν 140 ΜignePG 55,437-438).

Τετάρτη Ἁγίου Ἀθανασίου 2017

ἀρ.νι.μα.

nikiforos 2