Υπέρ Αναπαύσιος

nik10-16117 ΠΟΛΛΕΣ φορὲς οἱ λειτουργοὶ ἱερεῖς συναντοῦν παράξενα χαρτιὰ, στὰ ὁποῖα οἱ χριστιανοὶ φέρουν ὀνόματα γιὰ μνημόνευσι στὴν ἁγία Πρόθεσι. Μερικὰ ἔχουν παράξενα καὶ ἀπίθανα αἰτήματα. Ἄλλα δὲ εἶναι καὶ χαριτωμένα. «Ὑπὲρ ἀγωνισαμένων, πεσόντων, ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος, ὧν τὰ ὀνόματα οὐκ ἐμνημονεύθησαν», «ὀρφανῶν, φυλακισμένων, ἀσθενῶν, μισούντων καὶ ἀγαπούντων μας».

ΤΟ πιὸ ὄμορφο ψυχοχάρτι ὅμως, ποὺ εἶδαν τὰ μάτια μου στὰ τριάντα ἕξι χρόνια διακονίας, ἦταν στὶς 6 Αὐγούστου 2015 στὴν πανήγυρι τῆς Ἀρδάσσης. Ἦταν ἑνὸς ἐννιάχρονου ἀγοριοῦ. Πάνω σαὐτὸ τὸ εἰδικὸ χαρτὶ ἔβγαλε τὸν καημὸ καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν πρόωρη ἀναχώρησι τοῦ νέου πατέρα του. Ἦταν τότε ἑξάχρονο παιδάκι καὶ τώρα ποὺ ἔμαθε νὰ γράφη γράμματα κι ὀνόματα στὸ χαρτί, βρῆκε τρόπο νὰ συναντᾶ τὸ μπαμπᾶ του. Ἔγραψε μὲ φανερὴ προσπάθεια τὸ ψυχοχάρτι «’Υπὲρ Αναπαύσιος».

Ὕστερα ὅμως, τριγύρω ἀπὸ τὰ ὀχτὼ ὀνόματα ἔκαμε στολίδια τῆς παιδικῆς του φαντασίας. Ζωγράφισε πρῶτα ἕναν Ἐσταυρωμένο, τρία πετούμενα χελιδόνια νὰ κάμνουν βουτιὲς ἐπὶ τῶν ὀνομάτων, μία χήνα, ἕνα φτερωτὸ ἀρνὶ ἢ ἴσως φτερωτὸ ἄλογο, ἕνα τετράποδο ἀδήλου ταυτότητος καὶ τέλος ἕνα ἄνθος ἀπὸ τὸ ὁποῖο στάζουν δάκρυα. Τοῦτο τὸ ἄνθος ὑπολογίζω νὰ εἶναι τὰ ἑξάχρονα κάποτε καὶ τώρα ἐννιάχρονα ματάκια του. Ἀπὸ αὐτὰ ἴσως κατὰ καιροὺς νὰ στάζουν κι ἄλλες φορὲς δάκρυα, ὅποτε νοσταλγοῦν τὸν μπαμπάκα τους.

Βλέποντας τοῦτα τὰ δάκρυα ἀναζήτησα σὲ ἕνα τετράδιό μου τοῦ 1966 τὸ ὑπέροχο ποίημα τοῦ Ἰωάννη Πολέμη γιὰ τὰ «Παιδικὰ Δάκρυα».


Ματάκια τῶν παιδιῶν, ματάκια ἁγνά,
ποὺ ὅσα θωρεῖτε γύρω σας εἶναι παιγνίδια,
ἐσεῖς, ποὺ δακρυσμένα καὶ στεγνὰ
τὴν ἴδια ὄψη δείχνετε, πάντα τὴν ἴδια.

Ἀμίλητοι καθρέφτες φωτεροί,
ποὺ ἡ σκέψη δὲν σᾶς θάμπωσε μηδὲ κι ἡ ἔγνοια
παραθυράκια ποὺ ἡ ψυχὴ θωρεῖ
κι ὅλα τῆς φαίνονται τριανταφυλλένια.

Ματάκια ἐσεῖς ποὺ δίχως ἀφορμὴ
κάθε στιγμὴ δακρύζετε, καθὼς γελᾶτε,
ματάκια τῶν μικρῶν παιδιῶν, ἄχ! Μὴ
τὰ δροσερά σας δάκρυα μὴ τὰ σπαταλᾶτε.

Ἔχετ’ ἐμπρός σας στράτα μακρυνὴ
θὰ σᾶς μαράνη ἡ κούραση κι ἡ θλίψη μαύρη,
ἀνέλπιδα ἡ καρδιά σας θὰ πονῆ,
καὶ θὰ ζητήση δάκρυα καὶ δὲν θε ναὔρη.

ἀρ.νι.μα.