Δαυΐδ και Μέγας Αλέξανδρος

nikiforos 2ΕΧΟΥΝ ἕνα κοινὸ σημεῖο λεβεντιᾶς αὐτοὶ οἱ δύο ὑπέροχοι ἄνδρες τῆς παγκόσμιας ἱστορίας. Δὲν θὰ ἀναφερθοῦμε  στὴν πολεμική τους δράσι. Θὰ ἀναφέρουμε μόνο τὸ κοινὸ γεγονός.

Ὁ Δαυΐδ ἀναλαμβάνει τὴν βασιλεία του σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν καὶ βασιλεύει ἐπὶ σαράντα χρόνια,

...ζῆ δηλαδὴ ἐν συνόλῳ ἑβδομῆντα χρόνια 1030 π.Χ.-960π.Χ. περίπου καὶ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ζῆ τριάντα τρία χρόνια 356π.Χ.-13.6.323π.Χ. Ἔχουν δηλαδὴ ἕξι αἰῶνες διαφορὰ στὴν ἡλικία τους.

ΣΤΟ Β’ Βασιλειῶν 23,15-17 λέγει, ὅτι ὁ Δαυΐδ βρίσκεται σὲ πόλεμο μὲ τοὺς ἀλλοφύλους. Σὲ κάποια φάσι τῶν μαχῶν ἐξέφρασε μιὰ πολὺ ἀνθρώπινη ἐπιθυμία, ἢ σὰν νὰ εἶπε φωναχτὰ τὴ σκέψι του, ποὺ λέμε. «καὶ ἐπεθύμησε Δαυΐδ καὶ εἶπε. Ποιὸς θὰ μοῦ φέρη λίγο νερὸ νὰ πιῶ ἀπὸ τὸ ρέμα, ποὺ εἶναι στὴν Πύλη τῆς Βηθλεέμ; Μόλις ἄκουσαν αὐτὸν τὸν λόγο τρία δυνατὰ παλληκάρια του  ἀμέσως πῆραν φωτιά. Διέρρηξαν τὸ στρατόπεδο τῶν ἀλλοφύλων, ποὺ ἦταν σὲ κεῖνο τὸ σημεῖο καὶ πῆραν τὸ ποθούμενο νερό. Πῆγαν τὸ νερὸ στὸν Δαυΐδ, ἀλλὰ αὐτὸς τρόμαξε, ὅταν τοῦ τὸ πρόσφεραν. «Καὶ ἔσπεισεν αὐτὸ τῷ Κυρίῳ». Τὸ ἔκανε σπονδή, θυσία στὸν Κύριο. Εἶπε τότε ὁ Δαυΐδ. «Κύριε ἐλέησέ με». Δὲν μπορῶ νὰ πιῶ τὸ νερὸ αὐτό, διότι εἶναι τὸ αἷμα τῶν παλληκαριῶν, ποὺ διέσπασαν τὶς τάξεις τοῦ ἐχθροῦ καὶ πῆραν τὸ νερὸ καὶ μοῦ τὄφεραν. Εἶναι σὰν νὰ θυσίασαν τὴ ζωή τους γιὰ τὸ νερὸ αὐτό. «Καὶ οὐκ ἠθέλησε πιεῖν αὐτό». ΤΕΤΟΙΟ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ ΗΤΑΝ Ο ΔΑΥΙΔ!

ΜΕΤΑ ἀπὸ ἕξι αἰῶνες ἔρχεται στὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας ὁ Μέγας Ἀλέξανδρός μας ὁ Μακεδών.

Ἡ ἀφήγησι τοῦ Ἀρριανοῦ βρίσκεται στὴν φρικτὴ πορεία ἀπὸ τὴν ἔρημο τῆς Γαδρωσίας. Λέγει, «Σαὐτὸ τὸ σημεῖο ἔκρινα καλὸ νὰ μὴν παραλείψω μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἐξαιρετικὲς πράξεις τοῦ Ἀλεξάνδρου. Συγκακουχεῖται κι ὁ ἴδιος μαζὶ μὲ τοὺς ἄνδρες του διασχίζοντας τὴν ἔρημο τῆς Γαδρωσίας. Ὑπέφεραν ἀπὸ τὴν καυτὴ ἄμμο ὅλοι. Τὰ ὑποζύγιά τους, οἱ στρατιῶτες καὶ ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος μαζί τους. «Καὶ αὐτὸν τὸν Ἀλέξανδρον δίψει κατεχόμενον μόλις μὲν καὶ χαλεπῶς, πεζὸν δὲ ὅμως ἡγεῖσθαι». Καταπονοῦνταν, ἀλλὰ ὅμως ἡγοῦνταν ὅλων πεζός. Στὸ μεταξὺ ὅμως κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐλαφρὰ ὁπλισμένους ξεκόπηκαν ἀπὸ τὴν στρατιὰ καὶ πῆγαν γιὰ ἀναζήτησι νεροῦ. Τέλος βρῆκαν κάπου συγκεντρωμένο νερὸ σὲ μιὰ μικρὴ χαραμάδα. Τὸ μάζεψαν σὲ ἕνα κράνος καὶ τρεχᾶτοι ἦλθαν στὸν Ἀλέξανδρο νὰ τοῦ τὸ προσφέρουν, «ὡς μέγα δή τι ἀγαθὸν φέροντας», σὰν νὰ τοῦ ἔφερναν ἕνα μεγάλο ἀγαθό. Αὐτὸς τὸ ἔλαβε στὰ χέρια του, ἐπαίνεσε αὐτοὺς ποὺ τὸ ἔφεραν καὶ μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων τὸ ἔχυσε στὴ γῆ. «Καὶ ἐπὶ τῷδε τῷ ἔργῳ», καὶ μαὐτὴν τὴν πρᾶξι του τόσο πολὺ ἐνισχύθηκε τὸ φρόνημα ὅλου τοῦ στρατοῦ, ὥστε θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ὑποθέση, ὅτι ἐκεῖνο τὸ νερό, ποὺ χύθηκε ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο ξεδίψασε «ξύμπασαν τὴν στρατιάν». Αὐτὴν τὴν πρᾶξι τοῦ Ἀλεξάνδρου τὴν ἐπαινῶ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη, σχετικὰ μὲ τὴν ἀντοχή του καὶ μὲ τὰ στρατηγικά του χαρίσματα» (Ἀρριανὸς Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις βιβλίο 6ο κεφ. 26).

ΣΑΝ ΤΟΝ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΟ ΔΑΥΪΔ,

ΤΕΤΟΙΟ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ                    

ΗΤΑΝ ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΑΣ!

ἀρ.νι.μα. 12.1.2016