Ένα κουρασμένο τίποτα…

της Κατερίνας Παπαστεργίου

papasterg14 7 17Σταρένια επιδερμίδα, πράσινα ολοστρόγγυλα μάτια και μια πλεξούδα που έφτανε μέχρι την μέση. Πλησίασε με φωνή χαμηλή και βραχνή αλλά ηχούσε τόσο ιδιαίτερη και παιδική όσο φαινόταν. Ακούμπησε στο τραπέζι του παραλιακού μαγαζιού τα κουρασμένα κατακόκκινα τριαντάφυλλά της.

“Θα πάρετε λουλούδια; Έχω και χαρτομάντιλα, αναπτήρες… Πάρτε κάτι”. Επέμενε, επιζητούσε την προσοχή με τόσο σθένος να της ρίξεις ένα βλέμμα, να της απαντήσεις έστω και αν ήξερε πως δεν θα της έδινες ούτε ένα κέρμα. Δεν το θεώρησε χάσιμο χρόνου, ότι δεν θα αγοράζαμε το κατάλαβε από την πρώτη στιγμή. Ήταν από τις λίγες περιπτώσεις αν όχι η μοναδική που ήθελε λίγη κουβέντα, να ακούσει χωρίς να πει λέξη λες και είχε ξεχάσει τον τρόπο που μιλούν οι άνθρωποι. Έδειχνε να διασκεδάζει αυτά που άκουγε λες και της άρεσε η προφορά των λέξεων.

 -         Πηγαίνεις σχολείο;

-         Όχι! Πήγα στην αρχή αλλά μετά το σταμάτησα γιατί δεν μου άρεσε. Καλύτερα να δουλεύω βγάζω λεφτά.

-         Οι γονείς σου σε μαλώνουν που δεν πηγαίνεις σχολείο;

-         Η μαμά μου λέει πως το σχολείο δεν μου δίνει λεφτά ενώ η δουλειά μας δίνει να φάμε. Λέει ότι επειδή είμαστε Ρομά δεν μας θέλουν στα σχολεία.

-         Πόσες ώρες δουλεύεις;

-         Πολλές από το πρωί γυρνάω μέχρι να βραδιάσει λίγο.

-         Κουράζεσαι;

-         Ναι αλλά έχω συνηθίσει πρέπει να βγάλω τουλάχιστον 20 με 30 ευρώ αλλιώς φοβάμαι να γυρίσω.

-         Φοβάσαι μήπως σε μαλώσουν οι γονείς σου;

-         Ε! όχι…

-         Μόνη σου γυρίζεις σπίτι;

-         Ναι! Δεν φοβάμαι είμαι μεγάλη τώρα 11 νομίζω.

-         Τους άντρες φοβάμαι για αυτό πηγαίνω κατευθείαν στις γυναίκες γιατί μου δίνουν λεφτά πιο εύκολα!

-         Τι θα ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;

-         Δεν ξέρω αλλά μου αρέσει να χορεύω. Κλείνω τα μάτια μου και στριφογυρίζω. Να έτσι!

-         Τι σου άρεσε από την χθεσινή σου μέρα;

-         Τίποτα!

Έφυγε βιαστικά δίνοντας το χέρι της , ήταν το πιο θλιμμένο και κουρασμένο τίποτα που ακούστηκε τόσο δυνατά μέσα στην βαβούρα γιατί είχε μια παραπάνω δόση απάθειας και ρουτίνας όσο και ο χώρος, σαν να μην είχε νόημα η μέρα που θα ξημέρωνε. Και γιατί να έχει; Αφού δεν απέκτησε το νόημα που της πρέπει εδώ και χρόνια. Αυτή η παραίτηση στην αμείλικτη στερεοτυπική μοίρα και η τετριμμένη συμπονετική αντιμετώπιση του πελάτη- αγοραστή απέναντι σε αυτή, προκαλεί μια αηδία και σιχαμάρα που κάνει τις μορφές των ανθρώπων να φαντάζουν ίδιες, αδιάφορες και χωρίς ελπίδα απαράλλαχτες σαν το κουρασμένο τίποτα που ξεστόμισε.