Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Ο μαραθώνιος των αριθμών

Τα αριθμητικά συμπεράσματα που κρύβονται πίσω από την υπεράνθρωπη προσπάθεια

των Θανάση Τσιόκανου, Γιάννη Κουτσιώρα(*)

arthtsiok22_1_-_CopyΣτην Ελλάδα της κρίσης και των ποικίλων προβλημάτων κάποιοι συμπατριώτες μας επιλέγουν πιο ενεργητικούς τρόπους για να δραπετεύσουν, έστω και για λίγο, από τη δύσκολη καθημερινότητα και τα αδιέξοδα. Καταφεύγουν στο τρέξιμο και στη μαζική άθληση, αποκομίζοντας σημαντικά σωματικά και ψυχικά οφέλη, ως αντίδωρο στην επίπονη προσπάθεια και στον ιδρώτα που χύνουν. Συμμετέχουν σε δρομικούς αγώνες μικρότερων ή μεγαλύτερων αποστάσεων, ανάλογα με τις δυνατότητές τους, βιώνοντας ευχάριστα συναισθήματα και έχοντας την αίσθηση ότι τα καταφέρνουν.

Στην κορωνίδα των αγώνων αυτών ανήκει ο Κλασικός Μαραθώνιος της Αθήνας, ο οποίος πραγματοποιήθηκε χθες, 10 Νοεμβρίου 2013. Ο Κενυάτης Χίλαρι Γέγκο ήταν ο νικητής , καλύπτοντας την απόσταση της διαδρομής σε 2 ώρες 13 λεπτά και 59 δευτερόλεπτα.

Ο Κλασικός Μαραθώνιος, με την ιστορική μοναδικότητά του και την άρτια διοργάνωση των τελευταίων χρόνων, αποτελεί σημείο έλξης χιλιάδων δρομέων από την Ελλάδα και το εξωτερικό, καθώς η συμμετοχή και ο τερματισμός σε έναν τέτοιο αγώνα είναι το όνειρο κάθε δρομέα μεγάλων αποστάσεων και η εκπλήρωση του στόχου αποτελεί μια ξεχωριστή εμπειρία.

Πέραν, όμως, της ελκυστικότητάς του, ο Κλασικός Μαραθώνιος παρουσιάζει και ενδιαφέρον από επιστημονικής και προπονητικής απόψεως, λόγω του μεγάλου βαθμού δυσκολίας που έχει, ως αποτέλεσμα των έντονων υψομετρικών διαφορών της διαδρομής. Είναι γνωστό ότι στους δρόμους μεγάλων αποστάσεων, και ειδικότερα στον Μαραθώνιο, οι αγωνιζόμενοι επιδιώκουν να διατηρούν ένα σταθερό τέμπο καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα, για λόγους ενεργειακής οικονομίας και αποφυγής της άσκοπης σπατάλης ενεργειακών αποθεμάτων.

Ο Μαραθώνιος της Αθήνας, όμως, με τις πολλές ανηφόρες και κατηφόρες, παρουσιάζει δυσκολίες ως προς την επίτευξη του προαναφερθέντος στόχου. Ετσι, είναι σημαντικό να παρακολουθήσει κανείς την τακτική που εφαρμόζουν οι συμμετέχοντες δρομείς, πώς κατανέμουν τις δυνάμεις τους κατά τη διάρκεια του αγώνα. Αν, δηλαδή, διατηρούν, και σε ποιον βαθμό, σταθερή τη δρομική ταχύτητα στα διάφορα τμήματα της διαδρομής. Επίσης, θα ήταν ενδιαφέρον, λαμβάνοντας υπόψη τους ενδιάμεσους χρόνους, να προβλεφθεί η τελική επίδοση.

Η έλλειψη σχετικής βιβλιογραφίας που να δίνει απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα, με επιστημονικά και πρακτικά οφέλη για μια ευρεία γκάμα ενδιαφερομένων (επιστημονική κοινότητα, αθλητές, προπονητές, διοργανωτές κτλ.), μας οδήγησε στη μελέτη των δεδομένων (όπως αυτά παρουσιάζονται στην επίσημη ιστοσελίδα της διοργάνωσης) 28.000 δρομέων, οι οποίοι συμμετείχαν και τερμάτισαν στον Κλασικό Μαραθώνιο τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Αναλύθηκαν στατιστικά και επιδιώχθηκε η εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για το προφίλ των δρομέων, τη δρομική τακτική τους, καθώς και για την πρόβλεψη της τελικής επίδοσης.

Το προφίλ των συμμετεχόντων

Ανδρες - γυναίκες, εθνικότητα

Οι συμμετέχοντες δρομείς είναι σε ποσοστό 82% άνδρες και 18% γυναίκες. Μικρές διαφοροποιήσεις υπάρχουν από χρονιά σε χρονιά. Ως προς την εθνικότητα, οι συμμετέχοντες, ως σύνολο, στις τελευταίες τέσσερις διοργανώσεις, είναι μοιρασμένοι στη μέση, 50% Ελληνες και οι υπόλοιποι από άλλες χώρες. Περίπου το ίδιο ποσοστό σημειώθηκε και στη διοργάνωση του 2009. Ωστόσο, ο επετειακός Μαραθώνιος του 2010 προσέλκυσε πολλούς ξένους, με αποτέλεσμα το ποσοστό συμμετοχής τους εκείνη τη χρονιά να εκτοξευθεί στο 66% έναντι του 34% των Ελλήνων.

Από την άλλη πλευρά, όμως, η αίσθηση που προκάλεσε η μαζικότητα του Μαραθώνιου του 2010 στον ελλαδικό χώρο παρακίνησε πολλούς έλληνες δρομείς να συμμετάσχουν στις επόμενες διοργανώσεις, με αποτέλεσμα ο αριθμός τους να βαίνει διαρκώς αυξανόμενος (από 3.495 έλληνες τερματίσαντες δρομείς το 2010, σε 3.770 το 2011 και 4.475 το 2012), και το ποσοστό τους να διαμορφώνεται σε 61% το 2011 και 69% το 2012.

Ηλικιακές κατηγορίες

Στο γράφημα 1 διακρίνεται η ηλικιακή κατανομή των δρομέων. Από αυτούς, το 75% είναι κάτω των 50 ετών, ενώ αν συμπεριλάβουμε και άλλα πέντε από τα πιο «παραγωγικά» έτη για Μαραθώνιο, τότε βλέπουμε ότι οι κάτω των 55 ετών ανέρχονται στο 86,5%.

Αγωνιστικό επίπεδο δρομέων

Στο γράφημα 2 κατανέμονται οι δρομείς με βάση την τελική τους επίδοση. Αξίζει να σημειωθεί ότι έναν καλό χρόνο κάτω από 3.30΄ επιτυγχάνει το 10,5% των δρομέων, έναν μέσου επιπέδου χρόνο μεταξύ 3.30΄-4.30΄ επιτυγχάνει το 43,8% των δρομέων, ενώ το 45,7% σημειώνει χρόνο πάνω από 4.30΄.

H σημασία του ρυθμού

Η επίσημη χρονομέτρηση στον αγώνα γίνεται στο 5ο, 10ο, 21.1ο και 30ό χιλιόμετρο, καθώς και στον τερματισμό. Με βάση αυτούς τους χρόνους υπολογίζουμε τις επιμέρους δρομικές ταχύτητες (πίνακας 1). Η μεγαλύτερη δρομική ταχύτητα παρατηρείται στα δύο πρώτα τμήματα των 5 χιλιομέτρων, αφού ως το 10ο χλμ. η διαδρομή είναι σχεδόν επίπεδη. Από το 10ο ως το 21ο χλμ. (με ανηφόρες και κατηφόρες και με μέση ανηφοριά 50 μ.) έχουμε πτώση της ταχύτητας από 1,8% για τους καλύτερους δρομείς μέχρι 4,4% για τους χαμηλότερου επιπέδου.

Στο επόμενο τμήμα της διαδρομής (21ο-30ό χλμ.), με τους δρομείς να ανεβαίνουν από τα 80 μ. στα 220 μ. υψόμετρο, παρατηρείται η μικρότερη ταχύτητα σε όλη την κούρσα, με μια πτώση, σε σχέση με την ταχύτητα του προηγούμενου τμήματος, της τάξεως του 4% για τους επιφανείς δρομείς και του 12% για εκείνους των χαμηλών επιδόσεων. Το τελευταίο τμήμα της διαδρομής, εκτός από ένα αρχικό ανηφορικό κομμάτι περίπου 2 χιλιομέτρων (από τα 220 μ. στα 250 μ. υψόμετρο), είναι κατηφορικό, με τερματισμό σε υψόμετρο περίπου 90 μ. Αυτό οδηγεί τους δρομείς, σχεδόν στην πλειονότητά τους, σε αύξηση της ταχύτητας από 0,4% ως 2,8%, αν και είναι εμφανή τα σημάδια της κόπωσης. Γενικά, οι δρομείς διανύουν πιο αργά το δεύτερο μισό της κούρσας έναντι του πρώτου, με την πτώση της ταχύτητας στο δεύτερο κομμάτι να κυμαίνεται από 4% στους επιφανείς μέχρι 15% για τους χαμηλότερου επιπέδου δρομείς.

Η πρόβλεψη της επίδοσης

Η επίδοση στον Μαραθώνιο της Αθήνας με βάση τον χρόνο των πρώτων 5 χιλιομέτρων (X5) μπορεί να προβλεφθεί σε ποσοστό 74,2%, με βάση τον χρόνο των 10 χλμ. (X10) κατά 81,6%, με βάση τον χρόνο ως το πρώτο μισό της διαδρομής (X21,1) κατά 91,2% και με βάση τον χρόνο ως το 30ό χλμ. (X30) κατά 96,8%. Στον πίνακα 2 διακρίνονται οι συντελεστές με τους οποίους πρέπει να πολλαπλασιάσουμε τους ενδιάμεσους χρόνους για να προκύψει η τελική επίδοση.

Ο μεγάλος αριθμός δρομικών διοργανώσεων ανά την Ελλάδα είναι ένα ιδιαίτερα ενθαρρυντικό γεγονός και προς τη σωστή κατεύθυνση. Η συμμετοχή σε αυτούς τους αγώνες, όμως, πρέπει να γίνεται με ανάλογη προετοιμασία, μέτρο και σύνεση και με όπλο πάντα τη γνώση.

* Ο Θανάσης Τσιόκανος είναι αναπληρωτής καθηγητής Βιοκινητικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και ο Γιάννης Κουτσιώρας διδάκτωρ του ίδιου Πανεπιστημίου, εθνικός προπονητής στίβου.

**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Το πλήρες δημοσίευμα έχει ως παρακάτω (κλικ για μεγέθυνση):

arthtsiok22_1arthtsiok22_2arthtsiok22_3arthtsiok22_4arthtsiok22_5arthtsiok22_6

Δρ Αθανάσιος Τσιόκανος, Αναπληρωτής Καθηγητής (ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ)

Tsiokanos22.11O Θανάσης Τσιόκανος γεννήθηκε στο Λιβαδερό Κοζάνης και εργάζεται ως Αναπληρωτής Καθηγητής Βιοκινητικής στο ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Έκανε προπτυχιακές σπουδές στο ΤΕΦΑΑ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1980-1984) και το 1986 μεταπτυχιακές σπουδές στην αθλητική εμβιομηχανική στην Εθνική Ακαδημία Αθλητισμού της Σόφιας. Το 1987 ξεκίνησε τις διδακτορικές του σπουδές στην Εθνική Ακαδημία Αθλητισμού της Σόφιας, απ' όπου και απέκτησε το διδακτορικό του το 1995. Από το 1996 έως το 1998 δίδαξε στο Τ.Ε.Φ.Α.Α. του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με το Προεδρικό Διάταγμα 407/80. Από το Μάιο του 1998 μέχρι τον Ιούνιο του 2003 ως Λέκτορας και από τον Ιούλιο του 2003 μέχρι σήμερα ως Επίκουρος Καθηγητής δίδαξε στο Τ.Ε.Φ.Α.Α. του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας το γνωστικό αντικείμενο της Βιοκινητικής. Πρόσφατα, Φεβρουάριος του 2010, εκλέχτηκε Αναπληρωτής Καθηγητής στο ΤΕΦΑΑ. Από το 1987 έως το 1998 εργάστηκε ερευνητικά στο Τμήμα Βιομηχανικής του Εθνικού Κέντρου Αθλητικών Ερευνών της Αθήνας, όπου ασχολήθηκε με την αξιολόγηση των φυσικών ικανοτήτων, την ανάλυση-αξιολόγηση της τεχνικής και την επιστημονική καθοδήγηση Ελλήνων και ξένων αθλητών υψηλού επιπέδου. Είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Κολεγίου Αθλητικών Επιστημών (ECSS) από το 2001 και ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Εμβιομηχανικής. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στη βιοκινητική του αγωνιστικού αθλητισμού και των ανθρώπινων μεταφορικών κινήσεων. Στα ενδιαφέροντά του είναι οι δρόμοι αντοχής, το θέατρο και η κλασσική μουσική.