Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Ποίημα …τοῦ ἀνυπόταχτου Σουλιώτη

του ηγουμένου π. Νικηφόρου

souliotis-nik3.12Κατὰ τὸ ἐπώνυμό του, καὶ τὸ εἶδος τῆς ζωῆς του, φαινόταν πὼς μπορεῖ νὰ κρατοῦσε κι ἀπὸ τὸ ἀνυπόταχτο Σούλι. Ἀφοῦ δὲ εἶχε ποσοστὰ Σουλιώτικα, δὲν ἔβλεπε τὸ λόγο τῆς ὑποταγῆς. Ἔτσι ἔκαμναν κι ἐκεῖνοι. Κι αὐτὸς καλὰ ἔκαμνε. Ἔτσι πορεύτηκε στὶς 6,3 δεκαετίες τοῦ βίου του. Ἐπιτυχίες; Ὅσες ζηλεύουν κι ἐπιδιώκουν οἱ ἄνθρωποι σὲ τούτην τὴ χρυσῆ λασπόφλουδα, ποὺ διερχόμαστε ἄλλος λίγο κι ἄλλος περισσότερο. Πλὴν ὅλα μάταια, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Ἐκκλησιαστῆ μας.

Ἄκουγα περὶ αὐτοῦ στὴν δεκαετία τοῦ ’80. Δεκαετία ἐντάσεων καὶ ἰδεολογικῶν ἀντιπαραθέσεων. Ποιὸς θὰ πῆ τὰ σκληρότερα ἐπιχειρήματα. Ἄλλος Χασιώτης κι ἄλλος Σουλιώτης. Ἀνθρώπινα. Ἤγουν χαζάάά. Δὲν γνώριζα, γιαὐτὸ καὶ καθὼς ἄκουγα, σχημάτιζα στὸ νοῦ μου μιὰ εἰκόνααα… Κι ὅμως δὲν ἦταν ἔτσι…

Κάποτε, ἐντελῶς ἀναπάντεχα, ἔγινα φίλος του μὲ ἐνδιάμεσο κρίκο κοινὰ ἀγαπώμενο πρόσωπο. Τελικὰ διέφερε πολὺ ἡ εἰκόνα του ἀπ’ αὐτὴν ποὺ εἶχα σχηματίσει χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζω. Στὴ συνέχεια εἴχαμε καὶ μιὰ πετυχημένη συνεργασία ἐνώπιον τῶν μεταπτυχιακῶν φοιτητῶν του. Παρουσίασα σειρὰ ἐκκλησιαστικῶν παλαίτυπων ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Βενετίας μαζὶ μὲ κάποια νεότευκτα χειρόγραφα. Τοῦ δώρησα τότε μιὰ παλιὰ ἔκδοσι τοῦ Βαλαωρίτη. Δὲν καταφέραμε ὅμως νὰ κάνουμε καὶ τὴν ἄλλη προσπάθεια γιὰ τὸν τρόπο γραφῆς καὶ συνθέσεως ἑνὸς περγαμηνοῦ χειρογράφου -μὲ πέννα καὶ μελάνι- βιβλίου, πάλι γιὰ τοὺς φοιτητάς του. Ἴσως γίνη τώρα σὰν ἐπιμνημόσυνό του.

Στό τελευταῖο ἑξάμηνο μαστορευόταν τὸ τέλος του. Ἤθελα πολλὲς φορὲς νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ, μὰ κατάφερα μόνο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου τὸ μεσημέρι μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς γιατροῦ πολύτεκνου. Μέσα στὸ Μαρμαρένιο Ἁλώνι τῆς Ἐντατικῆς. Τοῦ εἶπα ποιὸς εἶμαι. Πῆρε τὸ χέρι μου καὶ μὲ ἐπίσημη κίνησι τὸ ἔφερε στὰ χείλη του καὶ τὸ ἀσπάστηκε. Κι ὕστερα ὁ πόθος τῆς καρδιᾶς μου γιὰ τὴν ψυχή του. Γιὰ ποιὸν ἄλλο σκοπὸ τάχα νὰ ἔγινε αὐτὴ ἡ φιλία μας;

-Μίμη, νὰ διαβάσουμε μιὰ εὐχὴ ἐξομολογητική, συγχωρητική, γιὰ ὅλην τὴ ζωή σου;

Κι ὁ Μίμης ἔκαμε μιὰ ἐπισημότατη κίνησι τῆς κεφαλῆς του. Σὰν νὰ φώναζε, ΝΑΙ…. γιά ολην τή ζωή μου… Σὰν νὰ ἀκούστηκε ὡς τὴν Μπέλλα Βόντα.

Στὴν πρόσκλησι τοῦ Θεοῦ, «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; Ὁ ἀσθενῶν ἀπεκρίνατο. ΝΑΙ…». – «Δέσποτα,… πρόσδεξαι τὴν ἐξομολόγησιν τοῦ δούλου σου… Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι». Ἀσφαλῶς θὰ μποροῦσε νὰ κάνη ἀρνητικὸ νεῦμα, ὅπως κάμνουν πολλοί. Καὶ δικαιοῦνται.

Οὔτε λόγια, οὔτε ἀποδείξεις, οὔτε πρέπει, οὔτε δὲν πρέπει. Τὶ νὰ τὰ κάνης τὰ ἐπιχειρήματα καὶ ὅ,τι ἄλλο διαθέτει αὐτὴ ἡ γῆ μὲ τὰ βιβλία καὶ τὶς βιβλιοθῆκες της.

Τὸν ξαναχαιρέτησα ἐνώπιον τοῦ ἐκλεκτοῦ ἀγγέλου τῆς ζωῆς του, ἐνῶ ἔξω ἀγωνιοῦσε ἡ Δανάη. Τοῦ εἶπα τοὺς χαιρετισμοὺς τοῦ Μητροπολίτη μας. Πῆρε γιὰ δεύτερη φορὰ στὴ ζωή του καὶ φίλησε χέρι παπᾶ. Κι ἐγὼ ἔσκυψα καὶ φίλησα τὸ δικό του κεκαθαρμένο χέρι. (Πόσα στριφτὰ νὰ εἶχε καπνίσει στὴ ζωή του;;;).

Δυὸ τρεῖς γραμμὲς ἀπὸ τὰ παραπάνω εἶπα καὶ στὴν ἐξόδιό του στὶς 28 Νοε. στὸν ἅηΠαντελεήμονα τῆς Φλώρινας, εἴκοσι μέρες μετὰ τὴν συνάντησί μας στὸν  Κυανὸ Σταυρὸ. Τελευταῖος ὁμιλητὴς, σὰν ἔσχατος φίλος του ποὺ κρατοῦσε στὸ χέρι τὸ καλλίτερο ποίημα τοῦ Μίμη Σουλιώτη. Θαρρῶ πὼς θὰ ἔλειπε κάτι πολὺ βασικό, ἂν δὲν λέγονταν, μὲ προτροπὴ τῆς Ἑλένης του.

Μίμη, εἶμαι σίγουρος ὅτι ἐγκρίνεις τὸν βαθμὸ ποὺ ἔβαλα στὸ τελευταῖο σου Ποίημα! Αὐτὸ εἶναι τὸ Νόμπελ ποιήσεως τοῦ οὐρανοῦ. Σὲ ζηλεύω. Ἀντάμωσες τὸν ἀδερφό μου; Ἄλλα πουλιὰ καὶ ἄλλα τραγούδια……

αρνιμα

(Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Μανάδης)