Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Επί ασπαλάθων…

της Όλγας Ντέλλα

ntella11.6.12Τη μέρα που έφυγε ο Αγγελόπουλος χιόνιζε, θυμάμαι, κι ήταν κοντά στο μεσημέρι, όταν σε μια τάξη ήρθε ο Σολωμός εκείνος με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, το ποίημα «του Χρέους», να θυμίσει τους πρώην Πολιορκημένους και τους ες αεί Σκλαβωμένους του σήμερα. Η «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» του σκηνοθέτη πήγαινε κι ερχόταν στο εξής, όπως και οι Ελεύθεροι του Σολωμού, σε ένα στενό μαρκάρισμα με την άδοξη και ευτελή σύγχρονη ελλαδική πραγματικότητα. Μα και τότε, και τότε η ευτέλεια ελλόχευε, απ’ τη στιγμή που στα έδρανα της πρώτης Βουλής στρογγυλοκάθισε η οπισθοφυλακή των διαπλεκόμενων, οι γονυκλισίες των «τζακιών», οι «αβρόχοις ποσί» πολιτευτές, τα εκμαγεία των πολιτευτών του σήμερα και τα πιστά αντίγραφά τους. Έκτοτε η κατάσταση στον τόπο διαιωνίστηκε, τόσο που δεν χωρά καμία ανατροπή επί του συλλογικού.

«Μία φούχτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο»
«Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι’ ελεύθεροι να μείνουν,
Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο»

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Ο δρόμος ανταμώνει εκ των πραγμάτων το Νικόλαο Κασομούλη, καθώς βρέθηκε από τη Σιάτιστα οπλαρχηγός στο Μεσολόγγι, να ηγείται μαζί με άλλους την Έξοδο, να καταθέτει στην τάφρο των τειχών τον ένα του αδελφό. Ανασύρω από τα «Ενθυμήματα» το ζήλο, τον οποίο και καταθέτω:

«Ο ζήλος μ’ ευκόλυνεν <να παραβλέψω> και τα έξοδα και την διάβασιν και τους κινδύνους και τα συμφέροντα, <ακόμη δε και> ταις προξενιαίς των ευγενών και ωραίων και σεμνών παρθένων των δυο πολιτειών εκείνων (Σιατίστης και Κοζάνης) αφήσας όλα του σπιτιού μας εις την διάκρισιν της μητρός - και της φοράς <της τύχης>, παράβλεψα (μ’ όλον οπού πρόβλεπα τας δυστυχίας) όλα τα ευτυχή συμφέροντά μου, και εδέχθην το βάρος τούτο υποσχεθείς να εκτελέσω όσον της δυνάμεώς μου».

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ

Το όσον της δυνάμεώς του εκτέλεσε χάριν του ζήλου, τα πάντα παρέβλεψε, δηλαδή ολάκερη ζωή, δεχόμενος το βάρος του Αγώνα. Οι όποιες αντιστοιχίες με το σήμερα απλώς μας θλίβουν περισσότερο και μας οργίζουν πέραν του μέτρου.

Η ευτέλεια συνυπάρχει με το άδικο. Ο χειμώνας που πέρασε ήταν ο δυσκολότερος των ετών που προηγήθηκαν, κάποιοι «έφυγαν» και το μάθαμε και για άλλους πόσους δεν το μάθαμε και δεν θα το μάθουμε ποτέ. Απλοί άνθρωποι ξεφύτρωναν από παντού, στηρίζοντας τους πλέον αναγκεμένους, όταν οι υπαίτιοι, όχι απλώς αποποιήθηκαν την όποια ευθύνη, εκτοξεύοντάς την στους υπόλοιπους, αλλά συνέχισαν το ίδιο βιολί, σκορπώντας χρήματα στο πουθενά: 25.000 ευρώ για το καρναβάλι μιας επαρχιακής πόλης, όπως η Κοζάνη, 10.000 ευρώ για τα έξοδα της ποδοσφαιρικής της ομάδας. Αν είναι κάποιος να τρελαθεί, τρελαίνεται δίχως αμφιβολία. Το παράλογο δεν υπόκειται πλέον σε όρια. Υπάρχει ως αγριάδα και επομένως ξεφυτρώνει παντού.

Επί εθνικού επιπέδου κατασκευάστηκαν οι εκλογές ενός κράτους σε απόσταση αναπνοής από την πτώχευση, με όλες τις τιμές και τις δόξες. Χρήματα σε αυτήν την περίπτωση ανευρέθηκαν ως δια μαγείας, προκειμένου να στηρίξουν την προεκλογική περίοδο που μόλις πέρασε, για να δώσει τη σειρά της σε αυτή που ήδη διανύουμε. Επίσης ανευρέθηκε και τράγος αποδιοπομπαίος, για να αναλάβει για λίγο, όσο δηλαδή κρατήσει η κράτησή του, την ευθύνη για την εθνική οικονομική ατασθαλία, τουτέστιν κλεψιά. Μάλιστα παραδόθηκε από τον πρώην προστάτη του και νυν αρχηγό κόμματος, που έπαψε να τον καλύπτει και τον παρέδωσε στην ελληνική δικαιοσύνη λιγουλάκι πριν τις εκλογές -έτσι για τα μάτια του κόσμου.

Κατά τα άλλα η αλαζονεία άλλαξε στρατόπεδο και από επίσημη στάση του προηγούμενου κόμματος, ω του θαύματος, αποκαλύφθηκε πίσω από τη χρόνια μάσκα ενός μειρακίου της αριστεράς, που κόβει και μάλιστα ράβει κατά τις ενσκήπτουσες εκλογές. Για τους υπόλοιπους ισχύει απλώς η φράση «φύρδην-μύγδην». Όλοι πηγαινοέρχονται, σήμερα εδώ, αύριο εκεί, εξ επαγγέλματος αυτόκλητοι σωτήρες το παίζουν ή το έπαιξαν κατά συρροήν. Έχει κανείς τη βεβαιότητα ότι όλοι οι παραπάνω υπάρχουν ως μετενσαρκώσεις του Εφιάλτη των Θερμοπυλών. Ειδάλλως δεν εξηγείται. Το χρώμα που συνοδεύει τη χώρα είναι μαύρο. Ένα μαύρο ατόφιο. Οι μόνοι που μπορούν το μαύρο να ανατρέψουν είναι τα παιδιά. Τα παιδιά που μεγαλώνουν, τα παιδιά που μεγάλωσαν ήδη. Που στα μάτια τους υπάρχουμε, όχι στο κανονικό μας μέγεθος, αλλά πολύ μικρότεροι. Και όσο μας αξίζει.

«Επί ασπαλάθων» σκέφτομαι εδώ και μήνες. «Επί ασπαλάθων». Όμως, ποιον απ’ όλους να σύρεις πάνω στους αγκαθερούς θάμνους, όπως τον τύραννο εκείνο των Συρακουσών;

«[…]

Γαλήνη
-Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού
τ’ αυλάκια.
τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από κείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
“τον έδεσαν χειροπόδαρα” μας λέει
“τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο κουρέλι”.
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
Ο Παμφύλιος ο Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος»

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

31 του Μάρτη 1971

Και ποιος θα βρεθεί να το κάνει; Εμείς με τα λόγια μας, οι εκφοβισμένοι πολίτες, οι ακρωτηριασμένοι άνεργοι, οι πρώην βολεμένοι και αλαζόνες Έλληνες; Ή μήπως οι πνευματικοί άνθρωποι; Αυτοί, όσοι δηλαδή ήταν, πέθαναν ήδη. Οι υπόλοιποι απλά δεν προλαβαίνουν, δεν είναι στις προτεραιότητες τους, δεν τους αγγίζει, καλλιεργούν δυστυχώς το προφίλ τους, υποθάλποντας την παρουσία τους και κρατώντας την με τρόπους παντοίους και γελοίους στην επιφάνεια. Ελάχιστοι, μονάχα ελάχιστοι, υπάρχουν ακόμη, για να υπογραμμίζουν απλώς την εξαίρεση στον κανόνα, την πείνα και τη δίψα, όχι του Θεού, που έγραφε ο Μουντές, αλλά της δικαιοσύνης, που ίσως και να είναι το ίδιο πράγμα. Ισχύει για όλους μας ο στίχος του Χριστιανόπουλου, που μακάρι να τον γράφαμε ως σύνθημα στους τοίχους:

«Καημένε Μακρυγιάννη να ‘ξερες
γιατί το τζάκισες το χέρι σου.
το τζάκισες για να χορεύουν σέικ
τα κωλόπαιδα»

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

Δυσκολεύεται κανείς να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα. Τα γεγονότα μάς προσπερνάνε και οι εκλογές είναι απλώς πομφόλυγες, όπως εκείνες που έβλεπε ο Λουκιανός για τους βροτούς. Σπάνε, θα σπάσουν δηλαδή, την επόμενη μέρα, καθώς τίποτα δεν αναμένεται, παρά όλα μελετημένα εκ προοιμίου και όλοι υπάρχουμε ως μαριονέτες απλώς ή ανδρείκελα στο θέατρο του παραλόγου που δυστυχώς αναβιώνει. Εισέρχεται εν κατακλείδι ο παραμυθητικός λόγος του Αργύρη Χιόνη, για να στεγάσει όλα τα παραπάνω:

«Πριν σκύψεις, σκέψου»

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ, Υπήκοοι δίχως βασιλιά

 

Όλγα Ντέλλα