p nikiforosΚαθὼς μὶ τὄγραψις, μὰ Ἕλλη, εἶπα στ’μάνναμ’ ὅλαὐτάϊας κι ὅσα ἤξιρνι μὶ τἆπι. Τ’σκάρφ’ τν ἀγόραζαν ἀπ’ τς κυρατζῆδις ἀπ’ τρουϋρνοῦσαν τὰ χουργιά μας τοὺ καλουκαίρ’ μὶ τὰ μπλάργια τς φουρτουμένα. Αὐτοὶ πλοῦσαν κατράμ’, πιπέρ’, ξυλουκέρατα, ἀ κι σκάρφ’.

Ἅμα πουνοῦσι κάνα δόντ’ ἔβαναν λίγου σκάρφ’ ξιρὴ (ρίζα) ἀπάν’ στοὺ δόντ’ κι σταματοῦσι ἡ πόνους, ἀλλὰ πάηνι κι τοὺ δόντ’. Εἶχαν κι ‘μπαροιμία, «σκάρφ’ στ’ ρίζας». Εἶχι γιρὸ δηλητήριου.

Τσιάϊ στοὺ χουργιό μας μαζουνάμι τοὺ πράσινου σιαπέρα κα’ τοὺ Νιζισκὸ. Ἦταν ἀγκαθιρὸ κι ὅμνοιαζι λίγου μὶ μκρὸ κλουναρούλ’ ἀποὺ κέδρου. Τέτχοιου ἀκριβῶς βγάν’ κι στοὺ Βέρμιου, ἀλλὰ τοὺ θκό μας ἔβγανι καλλίτιρου ἄρουμα κι κουκινουπὸ χρῶμα.

‘Νκηραλοιφὴ γιὰ νὰ μαλακών’ τὰ χέργια ‘νἔφκιαναν μὶ μιλισσουκέρ’, λίγου λάδ’ ἀ κι γλυκηρίν᾿.

Ἔβραζαν ρίζα ἀγριάδας κι ἔπναν τοὺ ζμὶ γιὰ τὰ νιφρά. Στοὺν ἰμιτὸ ἔβραζαν δγυόσμουν. Ἅμα τς τσιουμπούσι καμνιὰ μιλίσσα ἄλειφαν φρέσκια λάσπ’, γιατ’ ἔχ’ ἀμουνία. Τοὺν φράψου τοὺν ἔβραζαν μαζὶ κι μὶ τοὺ λουλάκ’, ρούδ’ κι σούκουν γιὰ νἄφκιαναν γαλάζιου χρῶμα ὅταν ἔβαφαν τὰ σκτίσια κι τὰ μαλλίσια. Γιὰ χρῶμα ἀρζαρίσιου (σομὸν) ἔβραζαν ρίζα ἀποὺ ἀρζάρ’ (ἐρυθρόδανον). Στοὺ χουργιὸ φύτρουνι στοὺ Ζαραβιγκάθκου τ’ἁλών’, προυτοῦ κατιβοῦμι γιὰ ‘ν Ἀργασταριά. Ἔχ’ ἀκόμα κι τώρα. Ἀποὺ κεῖ πῆρα κιἔβαψα τς πιργαμηνές. Τοὺ νιρουκρόμδου τοὺ στούμπζαν κι τὄβαναν μαναχότ’ χουρὶς ἅλας. Ἅμα τσιρλίζουνταν τἀρνιά μας κα’ τοὺν Αὔγουστου τἄδινάμι νὰ φᾶν ἕνα κίτρινου ἄγριου λουλούδ’ ποὺ εἶνι σὰν οὐμπρέλλα ἀποὺ ἀπάν’ κι ἔβγηνι στὰ χαντάκια κι σιαπέρα στὰ χουράφχια.

Ἅμα γιννοῦσαν οἱ γναῖκις τς ἔδιναν κι λίγου κρασὶ γιὰ νὰ στυλουθοῦν. Οἱ συγγινίδις γναῖκις ἢ οἱ γειτόντσις τς ἄλλις τς μέρις ἔφκιαναν κι ἴφιρναν μπουγανίκ’. Αὐτὸ ἦταν ζιστὸ ψουμὶ ψημένου στοὺ ταψί. Ὅσου ἦταν ζμάρ’ γινουμένου τοὺ χάραζαν μὶ τοὺ μαχαίρ’ κι κόβουνταν ὕστιρα ἰφκουλότιρα. Μπουρεῖ νἄβαναν κι λίγου τυρὶ μέσα σὰν τυρουψώμ’.

Ἡ μπάμπουμ’ ἡ Στέργηνα, λιέει ἡ μάνναμ’, ξιγένντσι καμνιὰ 350 πιδγιὰ στοὺ χουργιό. Ἅμα δυσκουλεύουνταν καμνιὰ τν ἀβουηθοῦσι μὶ ἰνθαρυντικὰ λόϊα, γιὰ νἄπιρνι θάρρητα. Ἅμα τοὺ κούτσκου γιννιοῦνταν κι δὲν ἔκλιγι, ἡ μπάμπου θαρροῦσι ὅτ’ βγῆκι πιθαμένου, κι ἴλιγι, ὄϊ μόρ’ κουρίτσιμ’ μὶ ἁμάρτηψις. Τοὺ φσοῦσι στόμα μὶ στόμα γιὰ νἄπιρναν μπρὸς τὰ πλιμόνιατ’. Ἢ ἄλλου χόβ’ ἔκιγι λάχανα, γιὰ νὰ πάηνι ἡ καπνὸς μέσατ’, νὰ τσούζουνταν κι νἀρχινοῦσι νὰ παίρ’ ἀνάσα. Ὕστιρα ‘νκιρνοῦσαν κάνα ζβγάρ’ σκούνια κι ἔφυγνι.

Ἄει τἁηΓιαννιοῦ 2020 χρόνια πολλὰ στς Γιαννάδις

παπαδγιὰἈφρουδίτ’

κι ἡ γιός τς ἀρ.νι.μα.

p nikiforos