nikiforos 2Τὰ πιὸ ἀπίθανα-παράδοξα πράγματα κάμνει ὁ Παντοδύναμος Θεός. Ἔρχεται στὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου, ὅπου φιλεύεται ὁ Χριστὸς καὶ μία νέα γυναῖκα πλένει τὰ πόδια του μὲ ἀκριβὸ μῦρο καὶ μὲ δάκρυα. Τέλος τὰ σκουπίζει μὲ τὰ μαλλιά της καὶ τὰ καταφιλεῖ. Οἱ Φαρισαῖοι τὸν κακολόγησαν στὸν λογισμό τους.

«Ἂν αὐτὸς ἦταν προφήτης, θὰ γνώριζε ποιὰ καὶ τὶ λογῆς εἶναι αὐτὴ ἡ γυναῖκα». Ὁ Χριστὸς τοὺς ξεσκέπασε τὶ σκέφτηκαν. Ἀπευθύνθηκε στὴ γυναῖκα καὶ τῆς εἶπε νὰ πορευθῆ μὲ συγχώρησι τῶν ἁμαρτημάτων της, ἐπειδὴ «ἀγάπησε πολύ»!

Μέγα παράδοξο μέχρι σκανδαλισμοῦ εἶναι καὶ ἡ ἀντιμετώπισι τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ. Δὲν τὸν δικάζει! Οὔτε ζητεῖ ἀπολογία καὶ λογαριασμὸ ἐξόδων. Ποῦ καὶ πῶς, μὲ ποιοὺς καὶ μὲ ποιὲς τἄφαγες; «Συνήθως τὴν ἀπολογία καὶ τὸν λογαριασμὸ τὰ κρατοῦν οἱ πρεσβύτεροι ἀδελφοί….Κι ὅμως ἔλεγε ἀλήθειες ὁ μεγάλος ἀδελφός». Ἀλλὰ ὁ Πατέρας τὸν καλοδέχτηκε χωρὶς συμφωνίες καὶ πρὶν ξεβρωμίση ἀπὸ τὴν γουρουνίλα ποὺ εἶχε πάνω του. Καὶ τὸν ξαναπροίκησε μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά. Πόσο μακριὰ νυχτωμένοι εἴμαστε ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ τὰ δεφτέρια ποὺ κρατοῦμε… Θλῖψις! Σὰν τὶ θὰ δοῦμε Ἐκεῖ Ἐπάνω;

Ἂς ἰδοῦμε ὅμως τὸν ἐγγυημένο λόγο τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου στὸ ἴδιο θέμα. «Ὁ Πατέρας, ἐνῶ ὄφειλε νὰ ἀπαιτήση δικαστήριο ἀπὸ τὸ παιδί του γιὰ τὴν κατασπατάλησι τῆς περιουσίας καὶ γιὰ τὴν ἀπομάκρυνσί του ἐπὶ τόσον καιρό, δὲν ἔκαμε τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ἀλλὰ τὸν ὑποδέχτηκε σὰν νὰ ἦταν ἐπιτυχημένος. Ἀκόμα δὲν τὸν μάλλωσε οὔτε μὲ λόγια. Ἀλλὰ ἔπεσε πάνω του καὶ τὸν ἀγκάλιασε, τὸν φίλησε, ἔσφαξε τὸ καλοθρεμμένο μοσχάρι, τὸν ἔντυσε μὲ πολύτιμη στολή, καὶ τὸν στόλισε μὲ ἀκριβὰ χρυσαφικά.

Αὐτὰ ἔχοντας κι ἐμεῖς σὰν παραδείγματα, ἂς ἔχουμε θάρρος καὶ νὰ μὴν ἀπογοητευόμαστε. Διότι ὁ Θεὸς δὲν χαίρεται τόσο ὅταν ὀνομάζεται Ἀφέντης, ὅσο ὅταν λέγεται Πατέρας. Οὔτε ὅταν ἔχη δοῦλο, ὅσο ὅταν ἔχη υἱό. Πιὸ πολὺ ἐπιθυμεῖ αὐτὸ παρὰ ἐκεῖνο. Γιαὐτό, λοιπόν, καὶ ἔκαμε τὰ πάντα, ὅσα ἔκαμε. Ἀκόμα δὲν λυπήθηκε οὔτε καὶ τὸν μονάκριβο Γιό του, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὴν υἱοθεσία. Γιὰ νὰ μὴν τὸν ἔχουμε ὡς Ἀφέντη, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀγαποῦμε ὡς Πατέρα!» (εἰς Ρωμαίους ὁμ. ΙΑ’ ΕΠΕ 17,36).

«Ἦταν Πατέρας καὶ ὄχι δικαστής. Γιαὐτὸ καὶ στήθηκαν χοροὶ καὶ πλούσια εὐωχία καὶ πανηγύρια καὶ ὅλο τὸ σπίτι ἦταν φαιδρὸ καὶ χαρούμενο. Τὶ μᾶς λὲς μὲ ὅλα αὐτά; Ὦ ἄνθρωπε, αὐτὲς ἦταν οἱ ἀμοιβὲς τῆς κακίας; Ὄχι. Ὦ ἄνθρωπε. Αὐτὲς δὲν ἦταν γιὰ τὴν κακία, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐπιστροφή. Δὲν ἦταν βραβεῖο γιὰ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ γιὰ τὴν μετάνοια» (περὶ μετανοίας λόγος Α’ ΕΠΕ 30,106-108).

μετφρσς ἀρ.νι.μα

nikiforos 2