xrpapag1541 1 44Α) Πριν από οποιοδήποτε σχολιασμό του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) θεωρείται σκόπιμο να εξετάσει κανείς τα ενεργειακά δρώμενα τουλάχιστο στην ΕΕ-28, αν όχι παγκόσμια, προκειμένου να προσεγγίσει καλύτερα τα δεδομένα και τις προοπτικές του ενεργειακού σχεδιασμού, λαμβάνοντας φυσικά υπόψη τις ιδιαιτερότητες της χώρας μας. Προς την κατεύθυνση αυτή από την πρόσφατη έκδοση EU energy in figures σημειώνονται τα ακόλουθα:

Παρατηρείται σημαντική αύξηση (+24,3%) του βαθμού ενεργειακής εξάρτησης της Ε.Ε. -28 στο συνολικό ενεργειακό ισοζύγιο από εισαγόμενους ενεργειακούς πόρους, συγκεκριμένα δε από ποσοστό 43,1% (1995) αυξήθηκε σε 53,6% (2016). Ωστόσο, σημειώνονται πολύ σημαντικές διαφορές στους βαθμούς ενεργειακής εξάρτησης μεταξύ των διαφόρων χωρών. Έτσι, υπάρχει ομάδα χωρών με πολύ μεγάλο βαθμό ενεργειακής εξάρτησης, όπως, Βέλγιο 76%, Ελλάδα 73,7%, Κύπρος 96,2%, Ισπανία 71,9%, Ιταλία 77,5% , Ιρλανδία 69,1%, Μάλτα 100% και Πορτογαλία 73,5%, που είχαν και εξακολουθούν κατά περίπτωση να έχουν κατά τα τελευταία χρόνια σοβαρά οικονομικά προβλήματα (μνημόνια κλπ, τυχαίο άραγε;), ενώ από το άλλο μέρος υπάρχουν χώρες με μικρό βαθμό ενεργειακής εξάρτησης όπως Εσθονία 6,8%, Ρουμανία 22,3%, Πολωνία 30,3%, Σουηδία 32%, Τσεχία 32,7% και U.K. 35%,3%.                               Μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.-28 σημειώνονται, επίσης, κολοσσιαίες διαφορές στη συμμετοχή διαφορετικών πηγών ενέργειας στο ηλεκτρικό τους ισοζύγιο. Έτσι, αναφέρονται χαρακτηριστικά η Σουηδία με πολύ υψηλό βαθμό εγχώριων ενεργειακών πόρων που ξεπερνά το 97% ( πυρηνική ενέργεια 40,4%, ΑΠΕ και νερά % 57,2%) και η Γαλλία με συμμετοχή των εγχώριων ενεργειακών πόρων σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90% (πυρηνική ενέργεια 72,5%, ΑΠΕ και νερά 18,4%) και συνακόλουθα με πολύ χαμηλές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και από το άλλο μέρος η Πολωνία, ομοίως, με πολύ υψηλό ποσοστό (>92%) των εγχώριων ενεργειακών πόρων ( στερεά καύσιμα 78,2%, ΑΠΕ και νερά 14%), αλλά συγχρόνως με υψηλό δείκτη εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Ακόμη, η Τσεχία εμφανίζει πολύ υψηλό ποσοστό (>92%) συμμετοχής των εγχώριων ενεργειακών πόρων στο ηλεκτρικό της ισοζύγιο ( στερεά καύσιμα 50,4%, πυρηνική ενέργεια 29% , ΑΠΕ και νερά 12,7%).                                                                                                          Αναφορικά με τη Γερμανία, τη μεγαλύτερη παραγωγό ενέργειας, ηλεκτρικής ενέργειας (Η.Ε.) και μακράν την ισχυρότερη οικονομία μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. -28, η κατανομή των διαφόρων πηγών στην παραγωγή Η.Ε. κατά το 2016 ήταν: στερεά καύσιμα 40,33%, πετρέλαιο και προϊόντα του 0,90%, φυσικό αέριο 14,44%, πυρηνική ενέργεια 13,04%, ΑΠΕ και νερά 29,88% και λοιπές πηγές 1,14%, αλλά με χαμηλότερη συμμετοχή των εγχώριων πόρων (~64%). Σημειώνεται ότι στη Γερμανία και στην Πολωνία, κι όχι μόνο, κατά την 20ετία 1998-2017 κατασκευάστηκαν αρκετές λιγνιτικές μονάδες με νέα τεχνολογία καύσης, με υψηλό καθαρό βαθμό απόδοσης (>40%) και ιδιαίτερα φιλικές προς το περιβάλλον, καθώς και με ετοιμότητα υποδοχής ειδικού εξοπλισμού δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα (CCR), ενόψει πολύ πιθανής μελλοντικής ανάπτυξης και στην ΕΕ τεχνολογίας σε βιομηχανική κλίμακα για την αξιοποίηση (CCU) ή/και την αποθήκευσή του (CCS) σε υπόγειους ή/και υποθαλάσσιους σχηματισμούς.                                             Προσεκτική εξέταση της σύνθεσης του ενεργειακού και του ηλεκτρικού, αντίστοιχα, ισοζυγίου των διαφόρων χωρών της ΕΕ-28, σε συνδυασμό και με το συσχετισμό οικονομικο-πολιτικής δύναμης και επιρροής, επεξηγεί τη στάση των διαφόρων χωρών και τη λήψη των σχετικών αποφάσεων σε επίπεδο Ε.Ε., σε ό,τι αφορά τα ενεργειακά δρώμενα (πολιτική για την κλιματική αλλαγή, κόστος εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κλπ). Με απλά λόγια ισχυρές χώρες, που δεν διαθέτουν ίδια σημαντικά κοιτάσματα στερεών καυσίμων, επιβάλλουν μέσω αποφάσεων των αρμόδιων οργάνων της ΕΕ πρόσθετες οικονομικές επιβαρύνσεις, δηλ. αυξήσεις στις τιμές των δικαιωμάτων για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό σχετικά ασύμφορες τις συμβατικές μονάδες με στερεά καύσιμα. Έτσι, ευνοούνται συγκεκριμένες πολιτικές και αντίστοιχες τεχνολογίες - πηγές ενέργειας, τόσο στην ηλεκτροπαραγωγή (π.χ. ΑΠΕ, φυσικό αέριο) όσο και στη βιομηχανία, αντίστοιχα.

  1. 2.ΕΛΛΑΔΑ (2016): ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ

Η χώρα μας το 2016 παρήγαγε ενέργεια από εγχώριους πόρους ίση περίπου με 6,78 mtoe , εισήγαγε ενεργειακούς πόρους 19,05 mtoe και κατανάλωσε 24,14 mtoe. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την κατανάλωση ενέργειας, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του σχετικού πίνακα, οι διάφορες πηγές κατανέμονται ως εξής: πετρέλαιο και προϊόντα του 53,1%, στερεά καύσιμα 18,1%, φυσικό αέριο 14,5%, ΑΠΕ και νερά 10,9% και λοιπές πηγές 3,4%.

Η εγκατεστημένη ηλεκτρική ισχύς για την παραγωγή Η.Ε. στη χώρα μας ανέρχονταν κατά το 2016 σε 19,17 GW με κατανομή: ορυκτά καύσιμα 56,3%, υδροηλεκτρικά 17,7%, αιολικά 12,4% και φωτοβολταϊκά 13,6%.

ΕΛΛΑΔΑ (2016) ΟΛΙΚΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ                 ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ (%) ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ (%)
ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ ΚΑΙ ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΤΟΥ 53,1 10,83
ΣΤΕΡΕΑ ΚΑΥΣΙΜΑ 18,1 33,16
ΑΕΡΙΟ 14,5 26,6
ΑΠΕ ΚΑΙ ΝΕΡΑ 10,9 29,01
ΛΟΙΠΕΣ ΠΗΓΕΣ 3,4 0,40
ΣΥΝΟΛΟ 100 100

Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (Η.Ε.) στην Ελλάδα κατά το 2016 ανήλθε σε 51,41 GWh, κατανέμεται δε ως ακολούθως κατά πηγή προέλευσης (σε παρένθεση τα αντίστοιχα ποσοστά του 1995): στερεά καύσιμα 33,16% (69,1), πετρέλαιο και προϊόντα του 10,83% (21,3), φυσικό αέριο 26,6% (0,2), ΑΠΕ και νερά 29,02% (9,2) και λοιπές πηγές 0,41% (0,24). Παρατηρούμε, δηλ. ότι το ποσοστό της παραγωγής Η.Ε. με εγχώριους ενεργειακούς πόρους (λιγνίτες, ΑΠΕ και νερά) από 78,3% κατά το 1995 μειώθηκε σε 62,2 % το 2016. Ωστόσο, λόγω και των εισαγωγών Η.Ε. από γειτονικές χώρες κατά το 2016, το ποσοστό της με εγχώριους πόρους παραχθείσας Η.Ε. ήταν μόλις 50,6% στο συνολικό ηλεκτρικό ισοζύγιο. Σημειώνεται, επίσης, ότι με σημαντική καθυστέρηση πρόκειται να αποπερατωθεί και να τεθεί εντός 2ετίας η πρώτη και μόνη, δυστυχώς, νέας τεχνολογίας καύσης λιγνιτική μονάδα Πτολ/δα 5 με παραπλήσια χαρακτηριστικά με τις αντίστοιχες μονάδες στη Γερμανία και Πολωνία, όπως προαναφέρθηκε, ενώ υπάρχουν διαθέσιμα λιγνιτικά κοιτάσματα για την ανέγερση τριών, ακόμη, μονάδων νέας τεχνολογίας καύσης σε υποκατάσταση των παλιών.                                 Εξετάζοντας κι άλλους δείκτες προκύπτει ότι η θέση της Ελλάδας σε σχέση με το Μ.Ο. των 28 χωρών της Ε.Ε. κατά το 2016 ήταν γενικά μειονεκτική και ειδικότερα: Κατά κεφαλή ΑΕΠ 55%, κατανάλωση ενέργειας ανά άτομο 69,6%, τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ανά άτομο 90,8%, ενεργειακή εξάρτηση 137,5%, ενεργειακή ένταση (toe/M€2010) 110%, ένταση άνθρακα (kgCO2/toe) 133,3% και, τέλος, θετικό πρόσημο είχαν οι δείκτες ΑΠΕ ως προς την ολική τελική ενέργεια 128,2%.

Β) ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ. ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΓΧΩΡΙΟΥ ΛΙΓΝΙΤΗ

  1. Στον πρόλογο του υπό διαβούλευση προτεινομένου εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού αναφέρεται μεταξύ άλλων ….¨καθώς και την εκμετάλλευση των εγχώριων πηγών ενέργειας προκειμένου να μειωθεί η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας¨. (Σελ.1). Υποθέτει κανείς εκ προοιμίου ότι και ο λιγνίτης συγκαταλέγεται μεταξύ των εγχώριων ενεργειακών πόρων.
  2. ..¨ο τομέας των υπηρεσιών αντιπροσωπεύει σημαντικό μέρος του ΑΕΠ. Ο κλάδος της βιομηχανίας είναι <15%, ενώ αντίθετα χαμηλό είναι το ποσοστό συμβολής του πρωτογενούς τομέα¨. Αναγνωρίζεται, δηλ. ότι η συμμετοχή του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα στο ΑΕΠ είναι σε πολύ χαμηλά συνολικά ποσοστά, ίσως και κάτω από 22%, και τούτο ισχύει ήδη από το 2010, σε αντίθεση με τις πλέον ανεπτυγμένες χώρες που η συμμετοχή των κινείται σε διπλάσια επίπεδα. Για τούτο στη συνέχεια αναφέρεται πως ….¨η χώρα προσβλέπει στη διαμόρφωση ολιστικής στρατηγικής βιώσιμης ανάπτυξης που αποσκοπεί στην αύξηση της συνεισφοράς της μεταποίησης και του πρωτογενούς τομέα¨ (Σελ. 2). Είναι φανερό πως η λιγνιτοενεργειακή δραστηριότητα μπορεί να συνεισφέρει υπό προϋποθέσεις στην αύξηση της συμμετοχής του δευτερογενούς τομέα στο ΑΕΠ, κι όχι μόνο.
  3. Επισημαίνεται το πρόβλημα των άμεσων και έμμεσων επιπτώσεων στις λιγνιτικές περιοχές στην ανάπτυξη και στην απασχόληση σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών, δημιουργώντας έτσι απαιτήσεις ειδικών πολιτικών μετάβασης (Σελ. 3). Θεωρούμε αυτονόητο πως στη διαδικασία αυτή εμπλέκεται εκ των πραγμάτων και η ΔΕΗ ΑΕ ως ιδιοκτήτης των σημαντικών εκτάσεων που προσκτήθηκαν από τις απαλλοτριώσεις για την εκμετάλλευση του λιγνίτη κλπ.Επείγει, κατά την άποψή μας, ο προκαθορισμός των τελικών χρήσεων γης, ώστε να ληφθεί τούτο υπόψη από σήμερα στο σχεδιασμό της λειτουργίας των αποθέσεων αγόνων των λιγνιτωρυχείων με προφανή στόχο να εξοικονομηθούν αχρείαστες σημαντικές μελλοντικές δαπάνες.
  4. Ακόμη, γίνεται αναφορά στην έρευνα για αναζήτηση υδρογονανθράκων στη χώρα μας. Η παρατήρηση του γράφοντος είναι ότι εάν και εφόσον υπάρχουν, ανακαλυφθούν και αποδειχθεί η οικονομικότητα της εκμετάλλευσής των, τούτο θα απαιτήσει σημαντικό χρονικό διάστημα, ίσως και 15ετία, πέρα από τυχόν πρόσθετες καθυστερήσεις για άλλους λόγους (γεωστρατηγικοί ανταγωνισμοί στην ανατολική μεσόγειο κλπ). Κατά συνέπεια, δεν επηρεάζεται άμεσα ο ενεργειακός προγραμματισμός με ορίζοντα το έτος 2030, ούτε προβλέπεται δυνατότητα παραγωγής θερμικής ενέργειας από εγχώριους υδρογονάνθρακες (πλην αυτών της Θάσου).
  5. Αναφέρεται, επίσης, η αύξηση της χρήσης του εισαγόμενου φυσικού αερίου στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας κατά τα τελευταία χρόνια. Επισημαίνουμε, ωστόσο, ότι κατά τη μεταφορά (παραγωγή ενέργειας για την διατήρηση της πίεσης στους αγωγούς μεταφοράς, καθώς κι από την κατανάλωση καυσίμων στις θαλάσσιες μεταφορές LNG), αλλά κυρίως με τη χρήση(καύση) του φυσικού αερίου παράγεται διοξείδιο του άνθρακα (CO2), βεβαίως σε μικρότερο ποσοστό ως προς τον εγχώριο λιγνίτη. Όμως, σε περίπτωση διαρροής φυσικού αερίου στην ατμόσφαιρα κατά τη διαδρομή του από το σημείο ανόρυξης μέχρι και την τελική κατανάλωση, το εκλυόμενο στην ατμόσφαιρα μεθάνιο (CH4) είναι κατά είκοσι (20) τουλάχιστο φορές επιβλαβέστερο για το φαινόμενο του θερμοκηπίου ως προς αντίστοιχη (ισοδύναμη χημικά) ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα. Ας έχουμε τούτο υπόψη μας για το συνολικό ισοζύγιο εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την κλιματική αλλαγή.
  6. Υπήρξε σημαντική μείωση των εκπομπών στον ενεργειακό τομέα (38% για το έτος 2016 ως προς το 2005), η υψηλότερη από όλους τους τομείς (βιομηχανία, μεταφορές κλπ)(Σελ. 13).
  7. Σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή των ΑΠΕ αναφέρεται πως ….¨αναμένεται να υπάρξει επίτευξη του κεντρικού στόχου της συμμετοχής των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας για το 2020, που έχει τεθεί στο 18%¨(Σελ. 15).
  8. …το έτος 2018 οι αιολικοί σταθμοί εμφανίζουν το μεγαλύτερο μέγεθος εγκατεστημένης ισχύος μεταξύ των τεχνολογιών ΑΠΕ με πάνω από 2750 MW, ακολουθούν οι φωτοβολταϊκοί στα 2650 MW (Σελ.17). Να σημειωθεί η χαμηλή αξιοπιστία λόγω του στοχαστικού χαρακτήρα των αιολικών ως προς τους φωτοβολταϊκούς ιδιαίτερα στην περίπτωση της χώρας μας με τη σημαντική ηλιοφάνεια.
  9. Η ηλεκτρική ενέργεια μειώθηκε σε απόλυτα μεγέθη, όμως, ως ποσοστό στη συνολική κατανάλωση ενέργειας ενισχύθηκε(Σελ. 23),προφανώς ως απόρροια της οικονομικής κρίσης.
  10. Παρατηρείται αύξηση του δείκτη ενεργειακής εξάρτησης της χώρας στο συνολικό ενεργειακό ισοζύγιο (2013-62,2%, 2014-66,2%, 2016-73,6%). Τούτο οφείλεται στη μεγάλη μείωση της συμμετοχής του εγχώριου λιγνίτη στο ενεργειακό ισοζύγιο (Σελ. 26).
  11. Είναι φανερό ότι στο κεφάλαιο της επίτευξης των διάφορων μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων ενεργειακών στόχων της χώρας (Σελ. 39), η χρήση του εγχώριου λιγνίτη θα ήταν δυνατό να συνεισφέρει στους ακόλουθους τομείς:

-ενίσχυση της επάρκειας και της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού.

-ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

-διαμόρφωση και λειτουργία μιας ανταγωνιστικής εγχώριας αγοράς ενέργειας.

-αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας στον ενεργειακό τομέα και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Προκαλεί, ωστόσο, εντύπωση το γεγονός ότι δεν συμπεριλαμβάνεται στους στόχους η μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές ενεργειακών πόρων.

  1. Αναφέρεται ότι επιδιώκεται στόχος μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 63% το 2030 ως προς το 2005 στο σύστημα εμπορίας εκπομπών (ETS), ενώ ο εναρμονιζόμενος με τον κεντρικό ευρωπαϊκό στόχο ανέρχεται μόνο σε 43%. Γιατί, λοιπόν, η πλειοδοσία αυτή; Τούτο θα επιφέρει ουσιαστικά την πρόωρη και ανώφελη για τη χώρα έξοδο του λιγνίτη από το ενεργειακό ισοζύγιο. Αναλογισθήκαμε τις επιπτώσεις και τις βίαιες ανατροπές που θα προκύψουν στην περιοχή Κοζάνης – Φλώρινας και ευρύτερα στη Δυτική Μακεδονία; Πρέπει να δοθούν επαρκείς εξηγήσεις για το θέμα αυτό!(Σελ. 41 και διάγραμμα 29 στη σελ. 106).
  2. Η εξέλιξη του δείκτη ενεργειακής εξάρτησης έως το 2030 είναι: 2016:74%, 2020:75%, 2025:74%, 2030:68%. Προγραμματίζεται, δηλ. αύξηση του δείκτη ενεργειακής εξάρτησης το 2020 και γενικά διατήρηση υψηλού βαθμού εξάρτησης κατά την 7ετή περίοδο   2018-2025 και προβλέπεται μείωση κατά το 2030. Πρόκειται σαφώς για αδυναμία να ληφθούν άμεσα μέτρα μείωσης του δείκτη εξάρτησης, με ό,τι τούτο συνεπάγεται μεσοπρόθεσμα για την ελληνική οικονομία. Ας σημειωθεί, επιπλέον, η εγγενής αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την πλέον απόμακρη χρονική περίοδο, δηλ. μετά το 2025. Μήπως η προφανής απάντηση-λύση είναι η ενίσχυση του ρόλου του εγχώριου λιγνίτη για τη χρονική περίοδο έως το 2030; (Σελ. 118 διάγραμμα 41).

(Γ) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Από τα προαναφερθέντα καθίσταται φανερό πως αν συνεχιστεί η πορεία της συρρίκνωσης της συμμετοχής συνολικά των εγχώριων ενεργειακών πόρων (λιγνίτες, ΑΠΕ και νερά) στο ηλεκτρικό και γενικότερα στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, με δεδομένο τον κρίσιμο και καθοριστικό ρόλο του κόστους της ενέργειας στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, τούτο δεν θα συνεισφέρει στην προσπάθεια για οικονομική ανάκαμψη, το αντίθετο μάλιστα. Κατά την άποψή μας πρέπει να υπάρξει μόνιμη στόχευση, με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων μέσω της εκπόνησης εναλλακτικών σεναρίων, ώστε οι εγχώριοι ενεργειακοί πόροι (λιγνίτες, ΑΠΕ και νερά) να συμμετέχουν σε μεγαλύτερο ποσοστό (>70%) στο ηλεκτρικό ισοζύγιο για την εξεταζόμενη περίοδο, δηλ. μέχρι το 2030, με το λιγνίτη να διατηρεί μερίδιο τουλάχιστο 30%. Έτσι, θα μειωθεί ο βαθμός ενεργειακής εξάρτησης, που είναι βασική προϋπόθεση στην προσπάθεια για την παραγωγική ανασυγκρότηση και τη γενικότερη έξοδο από την καταστροφική οικονομική, κι όχι μόνο, περιδίνηση της τελευταίας, τουλάχιστο, δεκαετίας. Ειδικότερα, εάν εφαρμοσθεί ο προτεινόμενος ΕΣΕΚ, οι επιπτώσεις θα είναι ανεπίστρεπτες για την περιοχή της Δ. Μακεδονίας (άξονας Κοζάνης – Πτολ/δας – Αμυνταίου ) με τις σημαντικότατες για τη χώρα λιγνιτοενεργειακές δραστηριότητες, καθόσον με τα σημερινά δεδομένα προβλέπεται μέχρι το 2030 περαιτέρω μείωση της συμμετοχής των λιγνιτικών ΑΗΣ στο ηλεκτρικό ισοζύγιο, δηλ. απόσυρση των τεσσάρων μονάδων του ΑΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ (~2020), ΑΗΣΑΔ 1 και 2 (2029 το αργότερο), ΑΗΣΑΔ 3 ΚΑΙ 4 (2030) και ΑΗΣ Αμυνταίου 1 και 2, συνολικής ισχύος περίπου 3000 MW, ενώ θα ενταχθεί το 2020 η νέα μονάδα Πτολ/δα 5 ισχύος 660 MW. Ως εκ τούτου, ενόψει της διαφαινόμενης με τον προτεινόμενο ΕΣΕΚ βέβαιης, πλέον, προοπτικής της μη εξάντλησης των εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων λιγνίτη στα λειτουργούντα-ανοικτά, σήμερα, λιγνιτωρυχεία της περιοχής Πτολ/δας - Αμυνταίου ελλείψει καταναλωτών ΑΗΣ, προκύπτει η αδήριτη ανάγκη της επικαιροποίησης και του συνολικού επανασχεδιασμού της εξέλιξης των αποθέσεων αγόνων υλικών, ώστε να αποδοθούν προς αποκατάσταση και επωφελή αξιοποίηση για τις επόμενες γενιές οριζόντιες ή και παραοριζόντιες εκτάσεις στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Σημειώνεται ότι σε μια τέτοια εξέλιξη, ο χρονικός ορίζοντας για ένα παρόμοιο εγχείρημα είναι, ήδη, περιορισμένος σύμφωνα και με τη διεθνή εμπειρία από παρόμοιες εκμεταλλεύσεις και τεράστια εκ των πραγμάτων η οικονομική επιβάρυνση της ΔΕΗ ΑΕ σε μικρότερο του αρχικά σχεδιασθέντος χρονικού διαστήματος λειτουργίας των λιγνιτωρυχείων.   Τελικά, θεωρούμε ότι για τον περιορισμό των δυσμενών επιπτώσεων στη χώρα και στη Δυτική Μακεδονία ειδικότερα, πρέπει να ληφθούν άμεσα και αποτελεσματικά μέτρα στην κατεύθυνση:                       - της χρονικής παράτασης με απομειούμενο ρυθμό συμμετοχής του λιγνίτη στο ηλεκτρικό ισοζύγιο της χώρας μέχρι την εξάντληση των ευρισκόμενων ήδη σε εκμετάλλευση λιγνιτικών κοιτασμάτων και με περιβαλλοντική προσαρμογή (αναβάθμιση ΑΗΣ , ανέγερση μονάδων νέας τεχνολογίας καύσης κλπ), διεκδικώντας τούτο σθεναρά σε επίπεδο Ε.Ε. και παράλληλα -της ριζικής παραγωγικής ανασυγκρότησης, κυρίως στον πρωτογενή τομέα, πρωτίστως με αξιοποίηση του πλούσιου υδάτινου δυναμικού (αρδευτικά έργα, δυναμικές καλλιέργειες, κτηνοτροφία κλπ) αλλά και στο δευτερογενή τομέα με την αξιοποίηση του σημαντικού, πλην λιγνίτη, ορυκτού πλούτου της περιοχής (μάρμαρα, χρωμίτες, διάφορα βιομηχανικά ορυκτά κ.α.).

ΧΡ. Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, τ. Δ/ντης ΛΚΔΜ/ΔΕΗ ΑΕ, Μέλος ΔΣ ΔΕΗ ΑΕ                        

Λευκόβρυση Κοζάνης, 06-12-2018

xrpapag1541 1 44