προσκυνῶ σου τὸ εὔσπλαγχνον Κύριε

est1594γράφει ο Ρωμανός και τον ακολουθώ 
κατά πόδας σχεδόν
λέξη τη λέξη
εγώ
το πλάσμα της παλάμης Του, 
όπως αλλού το έγραψε
εσύ μαζί
πλάσμα της ίδιας παλάμης
αυτής των ήλων
 
ας έρθει το φως 
αυτό της Ανάστασης
το μετά τη Σταύρωση
 
ια.
«Ω πλάσμα της παλάμης μου» ο πλάστης αποκρίθηκε
σ' αυτούς που με τέτοια λόγια τον ικετεύαν·
«τόξερα πως ο Νόμος δε γινότανε να σε σώσει
κι αυτός ειν' ο λόγος που ντύθηκα τη σάρκα
ερχόμενος στον κόσμο της πραγματικότητας·
τόξερα πως ο Νόμος δεν είχε τη δύναμη να σε λυτρώσει,
γιατί δεν ειν' ο Νόμος οπού σ' έπλασε κι ακόμη
δε γινότανε να σε σώσουν οι προφήτες οι οσοιδήποτε,
γιατί κι αυτούς εγώ τους έπλασα όπως και σένα·
εγώ λοιπόν έχω το χρέος να σε σώσω, μονάχα,
απ' αυτό το βαρύτατο χρέος που σε παιδεύει·
θα με πουλήσουν και θα δεις εσύ τη λευτεριά σου,
θα με σταυρώσουν εμένανε για να γλυτώσεις εσύ
απ' του θανάτου την ποινή και κακουχία,
ο θάνατός μου θάναι σαν ένα θεώρημα θυσίας
να σε διδάσκει και χαρούμενος να ψάλλεις:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

ιβ.
Μήγαρις για τους αγγέλους την αγάπη μου σπατάλησα;
μα για σένα το φτωχό κι ανήμπορο
ξεχύνω ολάκερο τον έρωτά μου·
και πλούσιος όντας έγινα φτωχός κ' εγώ κατά το μέτρο σου·
είναι πολύς ο πόθος μου για να σε λευτερώσω·
τη δόξα μου την έκρυψα στα φύλλα του ελέους
και πείνασα και δίψασα και φτώχηνα για σένα,
στα όρη ψάχνοντας απάνω, στα κρημνά και στα φαράγγια,
γυρεύοντας εσένα τον πλανώμενο· κι ονομάστηκα πρόβατο
βαθιά πονώντας σε με το θέλγητρο της αγνότητας να σε σώσω
και τσοπάνης ονομάστηκα και για σένα
τη ζωή μου θα παραδώσω,
θέλοντας απ' το χέρι του λύκου να σε λυτρώσω·
κι αυτά όλα τα πάσχω από έρωτα για σένα
πούχω λαχτάρα να φωνάζεις απ' τα βάθια σου:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις»
 
Ρωμανός ο Μελωδός
Υμνος ΛΓ' Των Βαϊων
Μετάφρ. Νίκος Καρούζος
περιοδικό Εποπτεία, τεύχος 15, 1977

 Επιλογή:'Ολγα Ντέλλα